Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "AMAZING GRACE"...

Τέσερεις μέρες έμεναν ακόμα για να φύγει αυτός ο χρόνος.
Τέσερεις μέρες δύσκολες όσο και οι υπόλοιπες τριακόσιες εξήντα μία, που είχαν περάσει μέχρι τώρα.
Είχε μπεί ο χρόνος αυτός, με ενα ολόγιομο φεγγάρι που της είχε τάξει τον ουρανό με τ'άστρα του! Ψεύτικες υποσχέσεις σαν όλες αυτές που είχε συνηθίσει να ακούει τόσα χρόνια, και που είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να πάψει να πιστεύει πιά.
Αλλά το είχε πεί για τους ανθρώπους, δεν είχε φανταστεί οτι και το φεγγάρι θα μπορούσε να την κοροϊδέψει.
Ομως στον ίδιο κόσμο ζεί κι'αυτό, γιατί να μην λέει και τα ίδια ψέμματα;
Μετά , ο καιρός πέρναγε και ο χρόνος δυσκόλευε όλο και πιό πολύ...
Η μιά αναποδιά έφερνε την άλλη, το ενα χαστούκι έπεφτε πριν καν προλάβει να σηκώσει το κεφάλι της για να φάει το άλλο.
"Υπομονή", έλεγε στον εαυτό της, σφίγγοντας τα δόντια της. "μπόρα είναι, θα περάσει"...
Αλλά η μπόρα χειροτέρευε, γινόταν καταιγίδα, και πουθενά στον ουρανό, δεν φαινόταν να ξεκαθαρίζει ενα κομμάτι, πουθενά δεν έβλεπε να γυαλίζει έστω και μιά αχτίδα σαν ελπίδα ενος ουράνιου τόξου.
Περνούσαν οι μήνες, έφυγε ο κρύος χειμώνας, μπήκε η άνοιξη, περίμενε να ανθίσει η φύση μπας και γελάσει και το χείλι της λίγο αλλά, πέρασε και η άνοιξη χωρίς χαμόγελο, και ήρθε και το καλοκαίρι με την ζέστη να την πνίγει στη ψυχή και στην καρδιά, και να την σφίγγει σαν θηλιά γύρω από το λαιμό της.
Την άντεξε και την ζέστη!
Και ετσι όπως άρχιζε να δροσίζει το φθινόπωρο τις νύχτες, και να φυσάει το αεράκι, πίστεψε οτι να, τώρα, όπου νά'ναι, θάρθει και η ελπίδα που της είχε υποσχεθεί ο χρόνος στη ζωή της.
Και πάλι ξεγελάστηκε!
Γιατί, εκεί που νόμιζε πως ενα ελαφρύ φύσημα της δρόσιζε το καμμένο απο τον ήλιο του καλοκαιριού, πρόσωπό της, τα σήκωσε με μιάς ο αέρας, και τα πήρε όλα.
Τίποτα δεν άφησε όρθιο.
Και έμεινε εκεί μονη αυτή, όρθια, να στέκει και γύρω της συντρίμια, και αυτή να κρατάει την φωτογραφία της πεθαμένης της μάνας και να προσπαθεί να γυρίσει τον χρόνο πίσω.
Και άρχισε πάλι να βρέχει. Και ο ουρανός ξαναμαύρισε για να ταιριάξει λές, στο χρώμα της ψυχής της.
Έβρεχε ο ουρανός, έκλαιγε εκείνη, ίδια βουβό το παράπονο και των δυό... Σιγανό, βουβό και συνεχές...
Ετσι έφυγε και το φθινόπωρο. Κάποιες λιακάδες και μια χλιαρή ζέστα που έχει πού και πού, ίσα που κατάφεραν να την κρατήσουν στα πόδια της, όρθια, για να αντέχει στα επόμενα ...
Να αντέχει δηλαδή, να βλέπει τα λαμπερά φωτάκια των Χριστουγενιάτικων στολιδιών στους δρόμους και στα σπίτια, να μπορεί να τα κοιτάει και να κρατιέται να μην ουρλιάξει.
Και να πηγαίνει, να γελάει, να εύχεται και να δέχεται ευχές που δεν πιστεύει ούτε ελπίζει πιά.
Τέσερεις μέρες έμειναν για να μπεί ακόμα ενας χρόνος ψέυτης μέσα στη ζωή της...
Μα δεν βαριέσαι...
Τόσα χρόνια, τόσα ψέμματα που ειπώθηκαν, τόσες υποσχέσεις που δεν κρατήθηκαν...
ενας ακόμα χρόνος, τί πειράζει;

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΡΩΤΑ"...

Ηταν ενα φεγγάρι ολοστρόγγυλο και κατακόκκινο.
Ψηλά στον ουρανό του Δεκέμβρη, παραμονές Χριστουγέννων μιας χρονιάς που είχε τόσα πράγματα φέρει ανάποδα, που πια σχεδόν δεν ήξερες ποιά ήταν τα πάνω και ποιά τα κάτω.
Και μετά, ξαφνικά, κάπου μέσα στη νύχτα άρχισε σιγά σιγά να μικραίνει, και να μικραίνει, μέχρι που χάθηκε, αλλά ήταν εκεί, ψηλά, καρφωμένο ακόμα στον ουρανό, και ολοστρόγγυλο, και φωτεινό από μέσα και στο στεφάνι του εξωτερικά και κατακόκκινο σαν αίμα πληγής βαθειάς, που πονούσε πολύ, που πονούσε απο έρωτα.
Ετσι έμοιαζε εκείνο το φεγγάρι!
Και εκείνη το κοιτούσε και δεν ήξερε τί την πονούσε πιό πολύ, το χρώμα του φεγγαριού, ή η πονεμένη της ψυχή.
Δεν ήξερε αν τα μάτια της δάκρυζαν από το χρώμα που την τύφλωνε μέσα στο σκοτάδι του υπόλοιπου ουρανού ή γιατί, ο πόνος της ήταν τόσος που δεν τον άντεχε πιά και της έφερνε δάκρυα στα μάτια.
Σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της, και συνέχισε να το κοιτάει το φεγγάρι, μέχρι που ξανάγινε πάλι άσπρο και λαμπερό, και φώτισε τον ουρανό.
Και έμεινε εκεί εξω, στον κήπο παρόλη την παγωνιά της Δεκεμβριάτικης νύχτας, και το κοιτούσε καθώς έκανε την βόλτα του στον ουρανό από την Ανατολή προς την Δύση, μέχρι που άρχισαν να κελαϊδάνε τα κοτσύφια, και το σκούρο μαύρο του ουρανού άρχισε να γίνεται πιό αχνό, και προμήνυε οτι σε λίγο θα χάραζε η μέρα.
Η επόμενη μέρα, της προηγούμενης νύχτας, που σε τίποτα δεν διέφερε από την προηγούμενη μέρα και από την προηγούμενη και από αυτήν που ήταν δυό και τρείς μέρες πρίν...
Εκτός αν, έβγαζες εκείνο το ολοστρόγγυλο κατακόκκινο φεγγάρι,που μόλις είχε δύσει...
Και τώρα ο ουρανός γινόταν όλο και πιο ανοιχτός γαλάζιος, και τα κοτσύφια κελαϊδούσαν πιά σαν τρελλά, λέγοντας το ένα στο άλλο κουτσομπόλικα, πως εκείνη , είχε περάσει όλη την νύχτα τυλιγμένη σε μιά κουβέρτα, στον σιδερένιο καναπέ της βεράντας του κήπου, χωρίς να κουνήσει λεπτό από 'κεί,
κοιτάζοντας το φεγγάρι, ψηλά στον ουρανό, και πως τίποτα άλλο ολη την νύχτα δεν έκανε από το να κλαίει σιγανά, και να σκουπίζει που και πού τα μάτια της, με την ανάστροφη του χεριού της, χωρίς να μιλάει, με ενα παράπονο βουβό, που δεν μπορούσαν εκείνα, γιατί κοτσύφια ήτανε, να το καταλάβουν, και γιατί σ'αυτά ποτέ το φεγγάρι, ποτέ, δεν έφερνε δάκρυα.
Και σίγουρα, δεν μπορεί να έφταιγε το φεγγάρι, μάλλον εκείνος ο έρωτας θα ήτανε, που τόσο την είχε πονέσει χρόνια πριν...
Ναι, μάλλον αυτό θα ήτανε... γιατί κι' άλλες φορές την είχαν βρεί το ξημέρωμα που ξυπνούσαν καθισμένη εκεί στην ίδια θέση, ακίνητη να κοιτάει τον ουρανό και να σκουπίζει τα δακρυσμένα της μάτια με την ανάστροφη των χεριών της...

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΔΟΥΛΕΙΑ ΘΕΛΩ !"...

Μπήκε στο γραφείο του και εκείνος σηκώθηκε όπως πάντα να την αγκαλιάσει τρυφερά και να την φιλήσει στο μάγουλο....
Κάτι, που έκανε από τότε που αυτή ήταν ακόμα παιδάκι και αυτός, φίλος του πατέρα της.
-Λοιπόν αγαπητή μου, σε τι μπορώ να σου φανώ χρήσιμος;
-Πρέπει οπωσδήποτε να βρώ μια δουλειά, του είπε. Δεν τα βγάζω πέρα πιά, καταλαβαίνεις, είσαι τόσα χρόνια φίλος της οικογένειας, ξέρεις τις δυσκολίες και τις αναποδιές που αντιμετωπίσαμε όλο αυτό τον καιρό.
-Ναι χρυσό μου κορίτσι, τα ξέρω όλα, της απάντησε εκείνος με ύφος στενοχωρημένο, και σηκώθηκε από την καρέκλα του πλησιάζοντάς την.
Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της, και μετά της χάϊδεψε τα μαλλιά, και άφησε το χέρι του επάνω στο κεφάλι της, έτσι που εκείνη ένοιωσε για μιά στιγμή άβολα...Κουνήθηκε λίγο στην καρέκλα της, προσπαθώντας να αποφύγει το χέρι του που ήταν ακόμα στο κεφάλι της και κατέβαινε περίεργα προς τον λαιμό της, και έκανε δήθεν να πιάσει το κινητό της από την τσάντα της.
Αυτός, εξακολουθούσε να είναι από την δική της μεριά του γραφείου του, δίπλα στην καρέκλα που αυτή ήταν καθισμένη, και οταν η κοπέλλα έκανε να σηκωθεί για να πιάσει την τσάντα της, την άρπαξε με τα δυό του χέρια και την έσφιξε πάνω του, προσπαθώντας να την φιλήσει.
Εκείνη τινάχτηκε απότομα και ξαφνιασμένη, τον έσπρωξε βίαια μακριά της σκουπίζοντας με την ανάστροφη της παλάμης της τα χείλη της.
- Τι στο καλό!!!
-Γιατί το έκανες αυτό; τον ρώτησε, κοιτώντας τον απορημένη.
-Δουλειά ήρθα να σου ζητήσω! Δουλειά θέλω! δεν θέλω να πηδηχτώ!
Η έκφραση της αηδίας και της απογοήτευσης ήταν τόσο εντονα χαραγμένη στο πρόσωπό της, τα μάτια της είχαν βουρκώσει, με δυσκολία συγκρατούσε τα δάκρυά της.
-Για όνομα του θεού, είσαι φίλος του πατέρα μου! Πως σου πέρασε απο το μυαλό κάτι τέτοιο, του είπε παίρνοντας το παλτό της και την τσάντα της και βγαίνοντας από το γραφείο του γρήγορα, αφήνοντας την γραμματέα του να τους κοιτάζει απορημένη αλλά για κάποιο περίεργο λόγο, χωρίς να εκπλήσετται...
Βγήκε στον δρόμο και το ψιλόβροχο και ο παγωμένος αέρας, της φάνηκαν σαν βάλσαμο πάνω στο πρόσωπό της, που έκαιγε από τον θυμό και την αηδία της σκηνής που είχε προηγηθεί...
Περπάτησε για λίγο και μετά αποφάσισε να μπεί σε ενα καφέ-μπαρ, της περιοχής και να ζητήσει ενα καφέ.
Το δυνατό εσπρέσσο την βόηθησε να συνέλθει, άναψε ενα τσιγάρο, σκέφτηκε αμέσως πως απαγορευόταν πιά να καπνίζει μέσαστο μαγαζί, και σηκώθηκε να βγεί εξω για να το καπνίσει...
Εκεί στη πόρτα, είδε κολλημένο το χαρτί που έλεγε "ζητείται σερβιτόρα".
Εσβησε το τσιγάρο και μπήκε ξανά μέσα. Πλησίασε στο μπάρ και ρώτησε τον μπάρμαν για την δουλειά.
-Τα πρωϊνά κυρίως, της είπε αυτός... Από το απόγευμα και μετά, είμαι εγώ στο μαγαζί...
Αλλά, είστε σίγουρη; θελω να πώ, δεν μου φαίνεστε να έχετε ξανακάνει τέτοια δουλειά...
Η κοπέλλα χαμογέλασε πικρά.
-Μην ανησυχείς του είπε... Εχω πιεί τόσους καφέδες μέχρι τώρα στη ζωή μου , που το μόνο σίγουρο είναι οτι ξέρω να κάνω καλό εσπρέσσο. Δοκίμασέ με και θα δείς...
-Μαρία με λένε... Αύριο στις 8 θα είμαι εδώ... μέχρι να ανοίξουμε στις 8.30 να μου δείξες και τα απραίτητα...
Εκανε να πληρώσει τον καφέ της,
-Ασε, Μαρία, οι δικοί μας είναι δωρεάν της είπε ο νεαρός...
-Τάσος. Χάρηκα.Τα λέμε αυριο... λοιπόν!
Η Μαρία του έσφιξε το χέρι και βγήκε απο το μαγαζί. Οταν έφτασε σπίτι της η μητέρα της την περίμενε με αγωνία.
-Τί εγινε κούκλα μου; Σε βοήθησε ο κύριος....;
-Ναι μάνα μου! Της απάντησε , μην ανησυχείς, με βοήθησε πάρα πολύ!
Ευτυχώς που με εστειλες και τον είδα.... Ευτυχώς!
Από αυριο κιόλας αρχίζω δουλειά...

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΓΙΑΤΙ, Ο ΕΡΩΤΑΣ ΠΕΡΝΑΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑΧΙ"...

Του άνοιξε την πόρτα του γκαράζ και τον περίμενε να παρκάρει και να κλείσει το αυτοκίνητο.
Ήρθε προς το μέρος της, στην πόρτα και τον αγκάλιασε τρυφερά.
Χώθηκε για την ακρίβεια στην αγκαλιά του και χάθηκε μέσα της.
Εκείνος, έκλεισε την πόρτα πίσω τους και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια κρατώντας την στην αγκαλιά του συνέχεια.
Όταν έφτασαν στην κουζίνα, εκείνη ξεκρεμάστηκε από πάνω του και τον ρώτησε κοιτώντας τον στα μάτια.
-Πεινάς;
-Μμμμ. Της απάντησε αυτός μυρίζοντας κάτι νόστιμο προς την μεριά της κλειστής κατσαρόλας.
-Σού'χω μαγειρέψει! Σήμερα δεν θα μου πεις όχι, θα σε ταϊσω εγώ! του απάντησε.
Τον πήρε από το χέρι και τον κάθησε στην καρέκλα της κουζίνας, τραβώντας τον απότομα, και εμποδίζοντάς τον να ανοίξει την κατσαρόλα να δεί τι φαγητό υπήρχε μέσα...
-Αααα! Οχι! Δεν θα ξέρεις! Δεν μού 'χεις εμπιστοσύνη; Δεν μού' χεις, αλλά δεν πειράζει, σούπα είναι...
Πήρε την άσπρη λινή πετσέτα που είχε δίπλα στο πιάτο, και την δίπλωσε σαν κορδέλα.
Ύστερα, του έκλεισε απαλά τα μάτια και του έδωσε ενα μικρό φιλί στο στόμα για να τον καθησυχάσει...
Σέρβιρε την σούπα στο πιάτο και την έφερε μπροστά του.
Αυτός, καθόταν ατάραχος στην θέση του και με ενα αχνό χαμόγελο ηδονής και λαχτάρας απολάμβανε την διαδικασία.
- Πές μου αν θές κι' άλλο λεμόνι, περισσότερο πιπέρι ή αν είναι πολύ ζεστή για σένα, του ψιθύρισε απαλά στο αυτί...
Ύστερα πλησίασε με προσοχή το κουτάλι στα χείλη του και τον άφησε να ακουμπήσει σιγά σιγά δοκιμάζοντας προσεκτικά με τα χείλη και την γλώσσα του, το κουτάλι και το ζεστό, πηχτό υγρό.
Είχε πάντα τα μάτια του κλειστά, και ένοιωθε να αφήνεται ολόκληρος στην μαγεία της γεύσης, του παιχνιδιού του έρωτα, και της απόλαυσης...
Εκείνη, κρατούσε το κουτάλι σταθερά ακίνητο, και τον άφηνε να πλησιάζει αυτός, να κουμαντάρει αυτός, το πώς και πότε ήθελε να φάει και να καταπιεί... την μπουκιά του.
-Αααα, μμμ, είναι απίθανο, τί είναι; Την ρώτησε...
-Θα δείς, όταν χορτάσεις, και τελειώσεις... του απάντησε...
Ξαναπήρε από το πιάτο μιά κουταλιά και την πλησίασε προσεκτικά στα χείλη του...
Την άφησε εκεί, ακίνητη, και τον περίμενε, να πάει αυτός προς το μέρος της, να την αποζητήσει αυτός...
Την γεύση , πρέπει να την λαχταράς, για να μπορείς να την απολαύσεις...
-Πεινάω για σένα, της είπε αυτός, αφού κατάπιε ξανά την κουταλιά που του είχε ετοιμάσει.
Εκείνη, άφησε το κουτάλι στο πιάτο και ήρεμα, χωρίς βιασύνη, του ξεκούμπωσε το παντελόνι.
Και έτσι, οπως αυτός, ήταν καθισμένος στην καρέκλα της κουζίνας και είχε τα μάτια του δεμένα με την άσπρη λινή πετσέτα, με το πιάτο της σούπας να αχνίζει ζεστό δίπλα τους, πάνω στο τραπέζι, εκείνη, έβγαλε τα ρούχα της και κάθησε σιγά σιγά πάνω του, αφήνοντάς τον να γλυστρίσει μέσα της, βγάζοντας εναν μικρό αναστεναγμό.
Του χαϊδεψε τα μαλλιά και το πρόσωπο, χωρίς να του λύσει τα δεμένα του μάτια, του ψιθύρισε γλυκόλογα στο αυτί, πήρε ακόμα μια κουταλιά από το πιάτο, και τον τάϊσε τώρα με όλο της το είναι.
Μιά σταγόνα γλύστρισε από τα χείλη του και κατέβηκε στο πηγούνι του και αυτή, την έγλυψε με την γλώσσα της για να τον σκουπίσει και μετά άρχισε να τον φιλά, καθώς εκείνος, με τα χέρια του στους γοφούς της, την κράταγε με δύναμη πάνω του.
Οταν πιά αγκαλιάστηκαν σε ενα ατέλειωτο αγκάλιασμα, εκείνη έφερε τα χέρια της πίσω από το κεφάλι του και του έλυσε τα μάτια.
Αυτός, κράτησε τα μάτια του κλειστά για μιά στιγμή ακόμα, της έπιασε το πρόσωπο με τα δυό του χέρια, και την φίλησε ανάμεσα στα μάτια.
Υστερα γύρισε και κοίταξε το πιάτο με τη σούπα.
-Λαχανικά,σχεδόν λειωμένα από το βράσιμο, με τραχανά και ζουμί απο κρέας βραστό...του είπε...
-Την προηγούμενη φορά που ήμουν εδώ, είχαμε πιεί ενα μπουκάλι άσπρο κρασί μαζί με ενα κομμάτι παρμεζάνα...Το θυμασαι; τη ρώτησε εκείνος...
-Φυσικά, του απάντησε. Γι' αυτό σήμερα αποφάσισα να σου μαγειρέψω...
Εκείνος χαμογέλασε, έσπρωξε το πιάτο μακριά και κρατώντας την πάντα αγκαλιά, την ακούμπησε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας...

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΩΤΑΣ"...

-"Τελικά αυτό που ζείς είναι ενα ς πολύ μεγάλος έρωτας!" μου λέει η φίλη μου και εγώ την κοιτάζω απορημένη....
-"Εγώ;" "Σε μένα μιλάς;" τη ρωτάω...
-"Ναι ρε παιδί μου, αν τον έβλεπες πως σε κοίταζε όλη την ώρα, πως χαμογελούσε οταν μιλούσες, πως προσπαθούσε να είναι σοβαρός ανάλογα με την περίστασή, και πως έλειωνε σε κάθε σου αστείο κάθε σου κίνηση"...
-"Ναι , καλά"... απαντώ εγώ... "ξεχνάς βέβαια οτι τον έχω δεί τρείς φορές όλες κι'όλες... "
-"Τι σημασία έχει; Πόσο καιρό τραβάει αυτή η ιστορία; Δεν είναι δυο χρόνια τώρα;
Δυό χρόνια που παίζετε σαν τη γάτα με το ποντίκι...Δυό χρόνια, που αντί να περάσει αυτή η έλξη που νοιώθετε ο ένας για τον άλλον ολοένα γίνετε και πιο έντονη;"
-"Ετσι είναι!" της απαντάω.
Αλλά, αν με ρωτήσω μέσα μου δεν ξέρω αληθινά τι να πώ...
Τί είναι αλήθεια ο έρωτας;
Θυμάμαι οταν τον είχα πρωτοαντικρύσει, μου είχαν κοπεί τα πόδια...
Τον κοίταζα σαν χαζή, ακουγα την φωνή του και βρισκόμουν αλλού... Κόντεψα να ξεχάσω γιατί είχα πάει στο γραφείο του.
-"Μην ανησυχείτε, όλα θα τακτοποιηθούν" μου είχε πεί τότε, " εσείς να ηρεμήσετε" να αφήσετε να υπόλοιπα σε μάς"...
Βγήκα απο το γραφείο και ήμουν σαν ζαλισμένο κοτόπουλο...
Ως δια μαγείας είχα ξεχάσει το πρόβλημά μου, το μόνο που ήθελα εκείνη την στιγμή, ήταν αυτόν τον άντρα!
Τον ήθελα δικό μου, τον ήθελα σαν κολασμένη...
Γύρισα στο σπίτι, στον άντρα μου, που με ρώτησε τι έγινε με την υπόθεση, και 'γώ αόριστα απάντησα οτι εντάξει, όλα πήγαν καλά... "τι να του έλεγα και να τον ζαλίζω... τώρα"...
Συνέχισα να πηγαίνω στο γραφείο, η υπόθεση χρειαζόταν παρακολούθηση...
Εγώ χρειαζόμουν την "δόση" του χαμόγελού του, της ματιάς του, της φωνής του...
Μετά χώρισα!
Δεν ήταν ξαφνικό, αναμενόμενο ήταν, έπρεπε να είχε γίνει πολύ καιρό πρίν, στην πραγματικότητα.
Και οταν ξαναπήγα στο γραφείο , ήταν η πρώτη φορά που κοίταζα αλλού, απέφευγα να τον κοιτάξω κατάματα, δίσταζα να δώσω το χέρι μου και στην απλή χειραψία...
Και μετά, κάποια στιγμή, ούτε και γώ ξέρω πώς, βρέθηκα να τον φιλάω και να του λέω,πως αυτό, ηθελα να το κάνω από την πρώτη φορά που μπήκα στο γραφείο του...
Δύο, φορές βρεθήκαμε μαζί όλες και όλες...
Δυό φορές!
Τι σημάδι αραγε μπορεί να αφήσουν σε ενα κορμί που εχει γνωρίσει πολλά, τί αποτύπωμα ψυχής μπορούν να χαράξουν;
Δυό κόσμοι διαφορετικοί οι κόσμοι μας. Δυό ζωές που δεν μπορεί ποτέ να συναντηθούν, να ζήσουν κοινά...
Δυό άνθρωποι που συναντήθηκαν κάτω από περίεργες συνθήκες, που ενώθηκαν στιγμιαία...
Ναι, ενα "στιγμιαίο αδίκημα" ήταν θα μπορούσε να πεί κάποιος!!!
Μα έλα που και το στιγμιαίο δεν παύει να είναι αδίκημα...
Και αυτή η ρημάδα η παρανομία έχει μιά γλύκα...τρομερή.
Καμμιά μου σχέση δεν κράτησε από τότε, κανένας άντρας δεν κατάφερε να ξυπνήσει μέσα μου το ενδιαφέρον τόσο καιρό τώρα...
Δεν θα μπορέσω ποτέ να περπατήσω μαζί του αγκαλιά στο δρόμο.
Δεν υπάρχει ποτέ καμμιά πιθανότητα να κοιμηθούμε και να ξυπνήσουμε μαζί το πρωί...
Δεν θα πάμε ποτέ εκδρομή, δεν θα φάμε ποτέ μαζί έξω, δεν θα τον συστήσω ποτέ με καμάρι έτσι όπως νοιώθω μέσα μου οταν τον κοιτάω, στους φίλους μου, και 'κείνος δεν θα με παρουσιάσει ποτέ στους δικούς του...
Θα γυρίζω σπίτι μου και απλά θα σκέφτομαι πόσο ωραία θα ήταν αν ήμουν η γυναίκα του, αν μπορούσε να είναι ο δικός μου αντρας, και όχι κάποιας άλλης!
Θα γυρίζω πίσω από τα ξενύχτια μου τα βράδυα με τις άλλες παρέες και θα σκέφτομαι εκείνον...
Ασε μας ρε φιλενάδα!!!
"Μεγάλος έρωτας"... Με πρόκοψε...
Τόσο μεγάλος, που δεν ξέρω πως να τον εξηγήσω, δεν ξέρω γιατί ασχολούμαι με αυτόν, δεν ξέρω γιατί εχει πάει τέσερεις το πρωί και 'γω αντί να κοιμάμαι τον σκέφτομαι, και οταν θα ξαπλώσω στο κρέβάτι θα κλείσω τα μάτια και τα στον φέρω στο μυαλό μου για να αποκοιμηθώ...
Μεγάλος έρωτας, όπως όλοι οι ανεκπλήρωτοι έρωτες!!!
Τόσο μεγάλος, που δεν χωράει στη ζωή μου, και δεν χωράω στη δική του...
Και τελικά, χορταίνουμε και οι δύο μας με ότι μένει στο περιθώριο!!!

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ"...

Αν ζούσες, θα γιόρταζες σήμερα...
Χρόνια πολλά λοιπόν αγάπη μου!
Αραγε θα είμασταν ακόμα μαζί; Θα γιορτάζαμε στο σπίτι με τους συγγενείς και τους φίλους;
Και τα παιδιά να τρέχουν πάνω κάτω και να κάνουν φασαρία;
Ή θα είχαμε αφήσει πίσω μας τα πάντα και θα είχαμε φύγει οι δύο μας κάπου να μην μας βρεί κανείς;
Μπορεί και να είμαστε κλεισμένοι στο σπίτι οι δυό μας, να μην σηκώνουμε τηλέφωνα, να μην απαντάμε στα κουδούνια, με καφέδες και τσιγάρα και βιβλία και μουσικές, όλη μέρα χωμένοι στο κρεβάτι, και απο το κρεβάτι στην κουζίνα και μετά λίγο στο σαλόνι , και πάλι στο κρεβάτι.
Μια μικρή σπηλιά το σπίτι, όπως τότε που είμασταν μαζί ευτυχισμένοι.
Μα η ευτυχία δεν κρατάει ποτέ πολύ!
Γι'αυτό είναι και ευτυχία...
Το "λίγο" της είναι αυτό που ορίζει και το μέγεθος... και την ένταση...
Μια απόλυτη, τεράστια ευτυχία, δεν μπορεί παρά να διαρκέσει μόνο μιά στιγμή...
Και εγώ αυτή την στιγμή μαζί σου την είχα.
Τι παραπονιέμαι λοιπόν τώρα;.
"Είναι άδικο" λέω μέσα μου...
Μα, ποιός ορίζει το δίκαιο και το άδικο να πάω να του ζητήσω τα ρέστα...
Και αφού την έζησα τη "στιγμή" μου, δικαιούμαι ρέστα;
Μια στιγμή ακόμα...
Και μετά,
και άλλη μιά...
και μετά δεν θα ήταν ευτυχία, θα είχε γίνει πιά συνήθεια...
Έφυγες γρήγορα απο αυτή τη ζωή, και, έτσι και αλλοιώς, σε είχα αφήσει εγώ πρίν...
Αλλα, να!
Θάθελα τώρα να σε δώ, να μπορούσα να σου πώ "χρόνια πολλά"...
Ετσι όπως κάνουν οι άνθρωποι οι άλλοι, απο συνήθεια, στις γιορτές...

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΝΑ ΑΔΕΙΟ ΠΑΚΕΤΟ ΤΣΙΓΑΡΑ"...

Είχε ξεμείνει πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού.
Το άδειο πακέτο απο τα αρωματικά τσιγάρα που είχε αγοράσει στο τελευταίο της ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη.
Στο τασάκι τα κομμένα φίλτρα ανακατεμένα με τη στάχτη και τα αποτσίγαρα, και η γλυκειά μυρωδιά του καπνού.
Στο στόμα της η πικρή γεύση του χωρισμού τους.
Ανακατεμένη με το αλκοόλ και την πίκρα της κοινής τους ζωής, που είχε πιά τελειώσει.
Στην κουζίνα τα βρώμικα πιάτα απο το τελευταίο τους δείπνο μαζί.
Ενα πιάτο, δυό πηρούνια, δυό ποτήρια...
Ακόμα και σήμερα, είχαν φάει όπως πάντα από τότε που γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν τρελλά ο ένας τον άλλον, από ενα πιάτο...
Μετά, εκείνος σηκώθηκε, φόρεσε το σακκάκι του, την φίλησε τρυφερά, αλλά χωρίς πάθος στο μέτωπο και αφήνωντας τα κλειδιά του σπιτιού στο τραπεζάκι, άνοιξε την πόρτα και έφυγε.
Έμεινε καθισμένη στον καναπέ, μέχρι που κάπνισε όλο το πακέτο.
Υστερα σηκώθηκε, έσβησε τα φώτα στο σαλόνι, πήρε το τασάκι και το άδειασε στα σκουπίδια, και ανέβηκε να κοιμηθεί...
Αύριο, σκέφτηκε, έπρεπε να βρεί ποιός θα ταξίδευε στην Πόλη σύντομα για να της φέρει κι'άλλα.
Της άρεσαν αυτά τα τσιγάρα... Της άρεσαν πολύ!

Πέμπτη 25 Νοεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΣΑΝ ΑΕΡΑΣ ΣΤΑ ΠΑΝΙΑ ΣΟΥ"...

Σαν αέρας στα πανιά μου, σαν πνοή ζωής, σαν δύναμη να κουνήσω τα φτερά μου...
Ετσι επεφτε πάνω μου η ματιά σου.
Και με ζωντάνευε.
Ξανά και ξανά.
Οσες φορές και αν πέθαινα,μιά σου ματιά έφτανε να με ανεβάσει ψηλά πάλι.
Να με κάνει να πετάξω.
"Το κορίτσι μου" έλεγες, και 'γω, γινόμουν άγγελος και αετός μαζί, και πέταγα ψηλά, πάνω από τα φαράγγια και τις βουνοκορφές, και χανόμουν στα σύννεφα, και μετά βουτούσα πάλι με δύναμη προς τα κάτω και πάταγα στη γή, και την ένοιωθα να τρίζει κάτω από τα πόδια μου.
Ετσι όπως έτριζε το παληό μας κρεβάτι, οταν τα μεσημέρια του καλοκαιριού ενώναμε τα κορμιά και τις ψυχές μας σε μιά δύναμη.
Ετσι όπως έτριζαν τα ξερά φύλλα μέσα στο δάσος του φθινοπώρου, οταν περπατούσαμε πιασμένοι χέρι χέρι και κάναμε όνειρα, πως θα δέσουμε τις ζωές μας σε μια βάρκα και τις δύο...
Και δεν ξέραμε τότε, οι ανόητοι, πως δεν δένονται οι ζωές, πως η δύναμη κάπια στιγμή τελειώνει,και πως, αμα πετάς πολύ ψηλά, και πλησιάζεις τον ήλιο, τα φτερά λειώνουν και τσακίζεσαι στη γή.
Και αυτό το τρίξιμο του τσακίσματος, έχει άλλο ήχο, άλλο παλμό.
Και οταν πέσεις, δεν ξανασηκώνεσαι ποτέ πιά...

Τρίτη 23 Νοεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΡΟΖ"...

Το νερό ζεστό, στην γεμάτη μπανιέρα, βαφόταν σιγά σιγά, ρόζ.
Το αίμα κυλούσε αργά, και αραίωνε στο νερό, απλώνοντας μιά γλυκειά θαλπωρή στο κορμί της.
Δεν κρύωνε, δεν ένοιωθε τίποτα. Άκουγε μέσα από το δωμάτιο την απαλή μουσική, και έτσι οπως ήταν βυθισμένη μέσα στην μπανιέρα, έβλεπε το χρώμα του νερού που συνεχώς άλλαζε, και γινόταν όλο και πιό έντονο κόκκινο, και αυτή, νύσταζε λίγο λίγο , και αφηνόταν στην γλυκιά μουσική, και την ζέστα του νερού που τώρα ήταν ανακατεμένο με το αίμα, και όλο και νύσταζε πιό πολύ, και πιό πολύ, και πιό πολύ...
Έκλεισε τα μάτια της και άφησε τον εαυτό της να ακούει την μουσική και την καρδιά της που χτυπούσε όλο και πιο αδύναμα, καθώς οι δυνάμεις της την εγκατέλειπαν, και τυλιγόταν στο ζεστό, ροδοκόκκινο σύννεφο.
Και ένοιωθε ελαφριά, πολύ ελαφριά...
Σαν να μην είχε πιά καθόλου βάρος, ούτε στο σώμα της, ούτε και στη ψυχή της!
Και νύσταζε, επιτέλους νύσταζε και ήθελε να κοιμηθεί... να κοιμηθεί.
"Αφήστε με ήσυχη" έλεγε σ'αυτούς που την ξυπνούσαν!
"Αφήστε με ήσυχη"!
Και βυθιζόταν όλο και πιό πολύ, στο ροζ σύννεφο, στη ζέστα και την θαλπωρή της μήτρας που την είχε γεννήσει και μετά την κορόϊδεψε και την πέταξε έξω στο κρύο και το γκρίζο...
Δεν της το είχε πεί αυτό από πρίν... Την άφηνε εννιά ολόκληρους μήνες να πιστεύει πως έτσι θα ήταν πάντα, μια ρόζ τσιχλόφουσκα με γεύση φράουλας και ζέστη, που θα την τύλιγε και θα την προστάτευε. Και την ξεγέλασε!
Αλλά τώρα, ήταν πάλι εκεί... τυλιγμένη στη αρχέγονη θαλπωρή της...
Και τι βλάκες αυτοί, που τους άκουγε να λένε "είναι αργά" "είναι πλέον πολύ αργά δυστυχώς"...
Τί αργά;
Αυτή, όλα,τώρα μόλις άρχιζαν...

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Η ΦΩΝΗ ΤΟΥ"...

Αντηχούσε στ' αυτιά της ώρες μετά που είχε κλείσει το τηλέφωνο.
Η φωνή του!
Αυτή η βραχνή ζεστή φωνή, πού δεν είχε ποτέ της ξεχάσει, από την πρώτη φορά που της είχε ψιθυρίσει σιγανά στ'αυτί, τα ερωτικά τους γλυκόλογα.
Δεν την είχε ξεχάσει ποτέ, και ας είχαν περάσει τόσα χρόνια πιά!
Και μπόρεσε αμέσως να διακρίνει την θλίψη και την νοσταλγία που έκρυβε μέσα της.
Ίδια νοσταλγία με αυτήν που έκρυβε η δική της ερώτηση αν "ήταν καλά"...
Άλλα ήθελε να του πεί οταν τον ρώτησε αν ήταν καλά, και ήταν σίγουρη πως και εκείνος άλλα ήθελε να της απαντήσει οταν της είπε πως, "ναί ,καλά ήταν, μόνο λίγο αγχωμένος από την δουλειά"...
Μα ο κόμπος στο λαιμό της δεν την άφησε.
Τον ρώτησε τα τυπικά, αυτά που έπρεπε να ρωτήσει και μετά, δίστασε για λίγο, δεν ήθελε να κλείσει το τηλέφωνο, αλλά ήξερε πως δεν θα άντεχε και να μείνει ακόμα για πολύ στη γραμμή.
Τελικά συμφώνησαν να μιλήσουν κάποια στιγμή, μερικές μέρες αργότερα, για αυτά που ήθελε να μάθει.
Και έκλεισαν το τηλέφωνο.
Και έμεινε εκεί, κρατώντας το, κοιτάζοντάς το, βουβό πιά κι' αυτό όπως και εκείνη...
Τελικά τον είχε αγαπήσει πολύ!
Ακόμα τον αγαπούσε!
Δεν είχε να κάνει με το αν ο καθένας τους πιά τραβούσε τον δρόμο του.
Τελικά, τον είχε αγαπήσει πολύ!
Μόνο αυτόν είχε αγαπήσει έτσι στη ζωή της.
Και το ήξερε πως ποτέ πιά δεν θα ξαναγαπούσε έτσι, κανέναν άλλον.
Δεν την ένοιαζε τι έλεγαν οι άλλοι, τί έλεγε και αυτή η ίδια, αν "άξιζε τον κόπο" ή όχι.
Ούτε ήξερε, ούτε την ένοιαζε, γι' αυτό τώρα πιά μπορούσε να είναι σίγουρη.
Τόσος πόνος, τόση αγάπη, τόσα δάκρυα...
Δεν το έψαχνε πιά, αν αξιζε τον κόπο ή όχι.
Τον είχε αγαπήσει δυνατά, είχε σπαράξει από το κλάμα πάνω στο κρεβάτι της, είχε πονέσει από την απουσία και την έλλειψή του.
Είχε νοιώσει μέσα της την μαχαιριά να μπήγεται βαθειά στην καρδιά της.
Την είχε παραλύσει ο πόνος της αγάπης, το να τον θέλει απελπισμένα, και να ξέρει οτι δεν μπορεί, δεν γίνεται πιά να τον έχει.
Το είχε νοιώσει αυτό, και άξιζε τον κόπο. Όσο και αν το είχε πληρώσει ακριβά.
Αξιζε γιατί, έτσι είχε νοιώσει πως ήταν ζωντανή!
Γιατί ζωντανός, δεν είσαι μόνο οταν γελάς, είσαι και όταν κλαίς... ιδίως όταν κλαίς.
Όταν νοιώθεις πως η ψυχή σου κοντεύει να φτάσει στο στόμα σου από τον πόνο!
Έτσι όπως σου κόβεται η ανάσα από ενα φιλί, την μιά στιγμή, και την άλλη, η πίκρα και το παράπονο σε σκοτώνουν όπως το δηλητήριο.

Πέμπτη 11 Νοεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΦΥΣΟΥΣΕ Ο ΑΕΡΑΣ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ ΤΗΣ"...

Μπερδεύονταν οι μπούκλες της καθώς τις φυσούσε με μανία ο αέρας.
Έπεφταν ανακατωμένες μπροστά στο πρόσωπό της και την τύφλωναν, δεν μπορούσε να δεί καθαρά, και οι άκρες τους, καθώς εμπαιναν καμμιά φορά μέσα στα μάτια της την έκαναν να δακρύζει.
Μα εκείνη, έτσι κι'αλλοιώς, ήταν δακρυσμένη. Ετσι και αλλοιώς, ηταν τυφλωμένη από τον θυμό και τον έρωτα, έτσι και αλλοιώς, δεν έβλεπε τίποτα μπροστά της.
Μόνο το πρόσωπό του, τη φιγούρα του έβλεπε με το νού της, καθώς ξεμάκραινε, έτσι ψηλός και αδύνατος, με τις φαρδειές του πλάτες, και το νωχελικό, σχεδόν αναιδές περπάτημά του...
Να φεύγει τον έβλεπε, με το νού της, γιατί τα μάτια της δεν διέκριναν τίποτα πιά.
Είχε χαθεί από τον ορίζοντά της, εδώ και αρκετή ώρα, μπορεί και ώρες, ούτε ήξερε πιά πόσος χρόνος είχε περάσει.
Ηταν ακόμα εκεί, καθισμένη στο πυροβολείο, με την θάλασσα ανταριασμένη μπροστά της, τον αέρα να της ανακατεύει τα μαλλιά και τα μυαλά, και την φιγούρα του να φεύγει , πίσω της!
Είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει και η υγρασία της θάλασσας την τύλιγε σε ενα μανδύα απραξίας.
Ακίνητη, καθόταν εκεί, με τα μάτια της βουρκωμένα και τα μέλη της μουδιασμένα, σαν την ψυχή της.
Σιγά σιγά, άρχισαν να παγώνουν τα χέρια της και τα πόδια της, ήταν Νοέμβρης πιά, όση λιακάδα και αν είχε το πρωί τώρα το βράδυ, είχε κρύο.
Έκανε μιά προσπάθεια να σηκωθεί. Παραπάτησε, και όπως ακούμπησε την παλάμη της στο χώμα για να στηριχτεί, ενα αγκάθι μπήχτηκε στο δάχτυλο της και την πόνεσε.
Τώρα πιά, τα δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά της χωρίς σταματημό. Ηταν παράπονο, ήταν ο πόνος από το αγκάθι, ήταν ο πόνος του χωρισμού, ήταν η μελαγχολία του σούρουπου, η θάλασσα που ήταν φουρτουνιασμένη, ο αέρας που φυσούσε και την μπέρδευε...
Προσπάθησε να σηκωθεί ξανά, στάθηκε για ένα λεπτό όρθια, ακίνητη, κοιτώντας τη θάλασσα.
Μαζεψε τα μαλλιά της, έτσι μπερδεμένα όπως ήταν πίσω σε μια μικρή αλογοουρά και σκουπίζοντας τα μάτια της, πήρε τον δρόμο του γυρισμού για το σπίτι.
Η φιγούρα του δεν ήταν πουθενά πιά...Ούτε στο δρόμο ουτε στο μυαλό της. Είχε χαθεί...
Μέχρι να φτάσει στο σπίτι από το στενό δρομάκι, είχε αρχίσει να ψιχαλίζει, ενώ η θάλασσα και ο αέρας κόπαζαν σιγά σιγά.
"Θα κάνει μπόρα" σκέφτηκε κοιτάζοντας τον μολυβί ουρανό...
Μα δεν την ένοιαξε...
Για 'κείνη, η μπόρα είχε ήδη ξεσπάσει, και κόντευε κιόλας να κοπάσει...

Σάββατο 6 Νοεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟ ΦΕΓΓΑΡΙ".

0% FULL. Έτσι έγραφε ο δείκτης του φεγγαριού στην ιστοσελίδα της.
0%... Εντελώς καινούργιο δηλαδή.
Ανύπαρκτο και υπαρκτό συγχρόνως, στο 0% , σαν την ζωή της!
Πόσο πολύ μπορεί να είναι το 0%, όταν στη ζωή σου ψάχνεις για το 100% και δεν συμβιβάζεσαι ούτε με το 99%;
Είχαν χωρίσει γιατί της έλειπε αυτό το 1% του, γιατί αυτό το καταραμένο 1% βρισκόταν αλλού, σε κάποιο άλλο σπίτι, σε μιαν άλλη ζωή.
Σήμερα το βράδυ κοίταζε τον πανέμορφο ουρανό γεμάτο αστέρια, χωρίς ούτε ένα σύννεφο, και ούτε καν μιά ιδέα φεγγαριού να τον φωτίζει, και αναρρωτιόταν τί σήμαινε το 0% του φεγγαριού...
Πού ήταν δηλαδή το φεγγάρι σήμερα; Ποιό κομμάτι τ' ουρανού φώτιζε αυτό το 0%.
Και πόσο λειψή μπορεί να είναι η πανσέληνος του 99%;
Πόσο λιγότερο φώτιζε τον ουρανό από το 100% της;
Ενα παιχνίδι ποσοστών ήταν τελικά όλα...
Ηταν όμως πράγματι έτσι;
Και εκείνο το σφίξμο στο στομάχι της κάθε φορά που έβλεπε το βλέμμα του να σκοτεινιάζει;
Εκείνο δεν ήταν σημαντικό; Και ας ήταν μόνο το 1%!
Έστρεψε πάλι το βλέμμα της στον ουρανό.
Έψαξε να βρεί την αγαπημένη της Μικρή Άρκτο... Και στην άκρη της τ' αστέρι του βοριά...
Την πυξίδα της! Τον οδηγό τής ζωής της.
Current Moon Phase, 0% of full. New Moon...

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΚΕΙ"...

Εκεί,
Εκεί πού νόμιζες οτι όλα θα φτιάξουν τελικά...
Εκείνη τη στιγμή που νομίζεις οτι,
θα πατήσεις το κουμπί
και το καρουσέλ του Λούνα-Παρκ θα αρχίσει να γυρίζει
και να παίζει επιτέλους η μουσική,
Εκεί είναι,
πού
ξαφνικά, πέφτει ο διακόπτης.
Και δεν υπάρχει πιά ηλεκτρικό ρεύμα.
Και βυθίζονται ολα στο σκοτάδι και στη ησυχία.
Τίποτα δεν κουνιέται.
Μόνο το μυαλό σου εξακολουθεί να δουλεύει,
αλλά, προς την αντίθετη κατεύθυνση!
Οι αριθμοί μετριούνται ανάποδα,
τα ρολόγια παίρνουν αντίθετη φορά,
ο Χρόνος, μικραίνει αντί να μεγαλώνει...
Εκεί, θυμάσαι και τα τελευταία του λόγια,
λίγο πριν ξεψυχήσει.
"Τελικά, η εξίσωση πάει και ανάποδα"...
"πάει και ανάποδα"...
Τις πιό πολλές φορές!
Σχεδόν όλες τις φορές,
εκτός μόνο, απο τα Μαθηματικά...
Η εξίσωση πάει ανάποδα..............

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΜΟΝΗ.ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΜΟΝΟ ΕΓΩ"...

Πόσο πιό αργά φαίνεται να περνάνε οι ώρες απο προχτές που "έφυγες".
Σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος.
Φράσεις χιλιοειπωμένες, ευχαριστήριες απαντήσεις πού κάθε φορά, με φέρνουν όλο και πιό κοντά στην πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπίσω.
Έχει τελειώσει πιά!
Δεν θα με χαϊδέψεις ποτέ πιά, δεν θα με φιλήσεις ποτέ ξανά, δεν θα μου κρατήσεις ποτέ πιά το χέρι στα δύσκολα.
Κανενός το κορίτσάκι και η "πριγκίπισα" δεν θα είμαι πιά.
Τώρα, πρέπει να αγωνιστώ για να είμαι πάντα η ομορφότερη στα μάτια κάποιου, και κανένας δεν θα μου ξανασυγχωρήσει τα λάθη μου "άνευ όρων"...
Κυριακή βράδυ, το πιό δύσκολο βράδυ της ζωής μου!
Από αύριο πιά, θα είμαι μόνη μου στη ζωή.
Οι ρίζες μου θα μπούν βαθειά μέσα στη γή.
Και άλλες ρίζες δικές μου, που να τις εφτιαξα εγώ για να κρατηθώ, δεν υπάρχουν...
Τώρα πιά το χέρι σου δεν θα περάσει ποτέ ξανά απ'το μέτωπό μου για να δεί αν έχω πυρετό.
Πρέπει μόνη μου να μάθω να σκεπάζομαι τη νύχτα.
Κανείς δεν θα με ρωτήσει πια αν έφαγα, και πότε.
Δεν θα με πάρεις ποτέ πιά να με ξυπνήσεις το πρωί, και γώ δεν θα μπορέσω ποτέ πιά να σου θυμώσω γιατί με ξύπνησες!
Και αν ήξερες!
Και τί δεν θά' δινα για να μπορέσω να σου ξαναθυμώσω από το κουδούνισμα του τηλεφώνου.
Να σου γκρινιάξω γιατί μου τηλεφωνείς οταν εχω δουλειά, γιατί με ρωτάς εκατό φορές το ίδιο πράγμα.
Απόλυτη ησυχία.
Δεν θέλω μουσική, δεν θέλω να ακούω κανένα θόρυβο.
Αχ! και να μπορούσα να ακούσω την φωνή σου!
Ακόμα μια φορά.
Να με ρώταγες κάτι, οτιδήποτε, και ας σου τό' χα απαντήσει μόλις πρίν...
Κάνει κρύο και νυστάζω, και πρέπει να το πάρω απόφαση οτι δεν θα με πάρεις να μου πεις καληνύχτα, μόνη μου θα κοιμήθω απόψε.
Εξω έχει συννεφιά και 'γω, μάταια ψάχνω στον ουρανό, να βρώ ενα αστέρι να το κοιτάξω, για να πάω να κοιμηθώ...

Καληνύχτα μαμά.

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΟΝΤΗ, ΧΟΝΤΡΗ ΚΑΙ ΑΣΧΗΜΗ"...

Κοντή, χοντρή και άσχημη…
Λάθος!
Κακιά, εγωίστρια, ατημέλητη και παραιτημένη.
Και ύστερα, της φταίει η “άλλη” γυναίκα.
Αρνείται να παραδεχτεί οτι έχασε την μάχη τριάντα χρόνια πρίν, όταν έπαψε να χαμογελάει στον άντρα της, όταν ανεξάρτητα από το ποιανού ήταν το λάθος, οι ζωές τους χώρισαν και χώθηκαν σε ξεχωριστά κουκούλια, και ας έμεναν “μαζί” ακόμα “για τα παιδιά”... αλλά, και για όλα τα υπόλοιπα που συνόδευαν τα παιδιά…
Το όνομα στο κουδούνι της πόρτας, “κυρία Τάδε” … τον κοινό λογαριασμό που με τις ενοχές και την ευθύνη του συζύγου δεν αδειάζει ποτέ, το άνετο σπίτι, απο το οποίο δεν έφυγε αυτή, αλλά αυτός, τριάντα χρόνια μετά, παίρνοντας μαζί του μόνο τις τύψεις που τόσα χρόνια του φόρτωνε εκείνη με μαεστρία.
“Μόνη και εγκαταλελλειμένη” με όλα τα κομφόρ…
Βολικό ε;
Ιδανικός τρόπος για να δικαιολογήσεις , σε ποιόν άραγε; το οτι μετά τα πρώτα 2-3 χρόνια της κοινής σας ζωής, δεν μπήκες ποτέ στον κόπο να προσπαθήσεις να χαμογελάσεις στον άλλον, και ας μην είχες κέφι, δεν χτένισες ποτέ τα μαλλιά σου και δεν έβαλες ποτέ λίγο κραγιόν, και λίγο άρωμα οταν άκουγες το απόγευμα την πόρτα της επιστροφής να ανοίγει.
Και τώρα, σου φταίει η “άλλη”.
Πού δεν σε ξέρει, ούτε την ξέρεις.
Πού δεν σε χώρισε, από αυτόν τον άντρα που είχες ήδη χάσει τριάντα χρόνια πρίν, αλλά που σου θυμίζει ότι για τριάντα χρόνια δεν έκανες τίποτα για να τον ξανακερδίσεις!
Φταίει, γιατί γελάνε μαζί, γιατί μαζί περνάνε καλά, γιατί διασκεδάζουν χωρίς προσπάθεια, χωρίς επιτίδευση, έτσι απλά, και με το ελάχιστο...
Μην κρύβεσαι πίσω απο το δάχτυλό σου!
Κανένας δεν σου πήρε τίποτα που εσύ μόνη σου δεν είχες πετάξει στα σκουπίδια, χρόνια πρίν!
Kαμμιά γυναίκα δεν σε χώρισε απο αυτόν που θέλεις να αποκαλείς άντρα σου.
Σας χώριζε έτσι και αλλοιώς, εδώ και πάρα πολλά χρόνια , το χάος!

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΡΑΔΥ ΣΤΗΝ ΒΡΟΧΕΡΗ ΑΘΗΝΑ..."

Κάτι αλλάζει στην Αθήνα όταν βρέχει.
Δεν είναι η λάσπη και η βρώμα στους δρόμους. Ούτε τα βρωμόνερα που σε πιτσιλάνε από τα αυτοκίνητα που περνάνε χωρίς να σε υπολογίζουν.
Κάτι αλλάζει στην ατμόσφαιρα.
Κάτι,στην διάθεση των ανθρώπων που βρίσκονται στον δρόμο, αλλά και των υπόλοιπων, αυτών που κάθονται κλεισμένοι στα σπίτια τους.
Λες και οι σταγόνες της βροχής, σαν το κινέζικο μαρτύριο, πέφτουν σιγά σιγά μια-μια πάνω μας και μας τρελαίνουν...
Δεν έχω άλλη εξήγηση γιατί, δεν μπορούμε να αντέξουμε τον θόρυβο της βροχής, γιατί σε κάθε αστραπή κλείνουμε τα μάτια μας και σε κάθε βροντή τρομάζουμε σαν μικρά παιδιά.
Περνάνε τα αυτοκίνητα έξω από το σπίτι, και ο θόρυβος που κάνουν τα λάστιχα πάνω στον βρεγμένο δρόμο,νομίζω πως με μαστιγώνει.
Λες και τα απόνερα που πέφτουν δεξιά και αριστερά στο πεζοδρόμιο,μου'ρχονται σαν χαστούκι βρώμικο, στο καθαρό μου μάγουλο.
Και αυτές οι βρώμικες ψιχάλες, ανακατεύονται με τα δάκρυά μου και δεν μπορώ, ούτε να τα σκουπίσω, γιατί μόνο πιο πολύ να βρωμίζομαι καταφέρνω...
Και μουτζουρώνω το πρόσωπό μου ανακατεύοντας τις λάσπες και τα δάκρυα και τις σταγόνες της βροχής με τις μπογιές των ματιών μου σε ένα ζωγραφικό πίνακα σκούρο και τρομακτικό σαν αυτούς των Γερμανών ζωγράφων του 20 αιώνα...
Και φοβάμαι.
Φοβάμαι να κοιταχτώ στον καθρέφτη, μήπως τρομάξω από το είδωλό μου, φοβάμαι να βγώ έξω στη βροχή και να σηκώσω το κεφάλι ψηλά προς τον ουρανό, να αφήσω την δυνατή βροχή να ξεπλύνει τις μουτζούρες... Επιτέλους!
Να καθαρίσω.
Κάτι αλλάζει στην Αθήνα όταν βρέχει...
Αλλά δεν φταίει η πόλη.
Εγώ φταίω.
Εγώ αλλάζω.
Εγώ φοβάμαι μη βραχώ, και ας είμαι ήδη μούσκεμα...

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ... ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΦΥΓΩ...

Τα στενά πλακόστρωτα σοκκάκια, η υγρασία της νύχτας ανακατεμένη με τις μυρωδιά της θάλασσας και της βροχής. Η μελαγχολία των μισοσκότεινων σπιτιών.
Οι μυρωδιές απο το παζάρι των μπαχαρικών. Το καυτό τσάϊ, που σου ζεσταίνει τα σωθικά σου ετσι οπως το καταπίνεις γουλιά γουλιά.
Το Μπλε Τζαμί, απέναντι και κόντρα στην Αγιά Σοφιά.
Αιώνιοι αντίπαλοι και εραστές.
Η φωνή του ιμάμη πριν καν χαράξει η μέρα.
Το ξύπνημα της Πόλης, η φασαρία, ο κόσμος που πάει κι' έρχεται.
Ο Βόσπορος, η Θάλασσα του Μαρμαρά, ο Κεράτειος Κόλπος.
Τα Τείχη, χορταριασμένα πιά, μα πάντα όρθια, πάντα στη θέση τους.
Ακουμπάω στις μισοφαγωμένες πέτρες, νοιώθω την σιγουριά της προστασίας τους.
Χώνομαι στις εσοχές τους, κουρνιάζω, θέλω να κλείσω τα μάτια μου και να μείνω εδώ, να κοιμηθώ,να ηρεμήσω.
Αισθάνομαι τις πέτρες ποτισμένες, ζεστές ακόμα από το αίμα τόσων και τόσων που προσπάθησαν να τις κατακτήσουν.
Και απ'την μέσα και απ'την έξω πλευρά την τειχών...
Δεν εχει σημασία απο πιά μεριά ήταν, το αίμα που τις πότισε ήταν το ίδιο.
Ιδιος ο πόνος, ίδιες οι χαμένες ζωές.
Η βροχή δυναμώνει και με διώχνει απο εδώ.
Μπαίνω στο παζάρι.
Ζέστη και κόσμος, ενα πολύβουο μελίσσι που με ζαλίζει γλυκά.
Θέλω να πιώ ενα καφέ τούρκικο.
Δυνατό, αρωματικό το φρεσκοκαβουρδισμένο χαρμάνι, με ξυπνάει στον πολύχρωμο κόσμο του παζαριού, στα ζωγραφισμένα ταβάνια, στα χιλιάδες μαγαζάκια με τα μπιχλιμπίδια, τα χαλιά, και ο,τι άλλο βάλει ο νούς σου.
Περιπλανιέμαι χωρίς σκοπό αφήνομαι να χαθώ στα δρομάκια του,
Η Κωνσταντινούπολη τελικά, είναι σαν μια γυναίκα που πέρασαν απο πάνω της χιλιάδες πολιτισμοί /κατακτητές, και παρόλα αυτα καταφερε να μείνει παρθένα...

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Ο ΘΟΡΥΒΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ"...

"Τί περίμενες λοιπόν από την ζωή σου ανόητη;" έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της κλαίγοντας με λυγμούς.
Δεν την πείραζε που έκλαιγε, αντίθετα, ξαλάφρωνε όλο το βάρος που μάζευε μήνες τώρα μέσα της. Είχε περάσει πάνω από χρόνος και εκείνη άντεχε ακόμα, ισορροπούσε σε ένα τεντωμένο σκοινί.
Έτρωγε το ενα χαστούκι μετά το άλλο, κρατιόταν όμως, σηκωνόταν και πάλι, προχωρούσε.
Ζούσε τη ζωή της περνώντας την κάθε μέρα, για την μέρα.
Κάθε πρωί που ξημέρωνε, είχε καταφέρει να βγάλει ακόμα μια μέρα, και μια ακόμα ξεκίναγε.
Ένας αγώνας χωρίς τέρμα!
Γιατί δεν ήξερε πότε θα τελείωνε αυτό το μαρτύριο!
Από Χριστούγεννα σε Πάσχα, και πάλι στα Χριστούγεννα, και μετά έμπαινε η άνοιξη και ήρθε και το καλοκαίρι, και πέρασε και αυτό, μέσα στην αγωνία της επόμενης μέρας, και ήταν ήδη πάλι χειμώνας!
Έβλεπε τους άλλους στις τακτοποιημένες ζωές τους να περνάνε μπροστά της σαν κινηματογραφική ταινία.
Και 'κείνη νόμιζε ότι ήταν η πρωταγωνίστρια ενος θρίλερ που είχε βρεθεί σε λάθος σκηνικό...
Και έτσι το δικό της το θρίλερ δεν θα τελείωνε ποτέ γιατί, εκείνη ήταν στο λάθος έργο, αλλά κανένας δεν φαινόταν να το καταλάβαινε.
Όλοι την θαύμαζαν, όλοι την αγαπούσαν, όλοι την ήθελαν στην παρέα τους.
Όλοι τους, έβλεπαν μόνο την μία πλευρά του νομίσματος, μόνο το πρώτο πλάνο, μόνο το μισό σκηνικό.
Κανένας ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί πως πίσω, στα παρασκήνια, εκείνη έτρωγε μόνη της το φαγητό της στη κουζίνα, μέσα από το τάπερ, γιατί δεν είχε το κουράγιο ούτε ενα πιάτο να βάλει στο στο τραπέζι.
Κανένας ποτέ δεν την είδε να κλείνει ένα-ένα τα φώτα του σπιτιού αργά το βράδυ, και να ανεβαίνει μόνη της στο δωμάτιό της.
Αυτά τα ίδια φώτα που είχε ανάψει μερικές ώρες πρίν, στο έρημο σαλόνι, στην άδεια κουζίνα, στον κρύο κήπο που δεν βρισκόταν κανείς.
Άψογη ζωή, τέλεια οικοδέσποινα, ικανή και δυνατή γυναίκα, που μπορούσε να αντέξει και να ξεπεράσει τα πάντα, ο,τι και αν ήταν αυτό.
Κάποτε πιο παλιά, όταν ξυπνούσε και κατέβαινε να φτιάξει καφέ έβαζε και το ραδιόφωνο.
Να παίζει, όλη τη μέρα, για να ακούγεται κάποια φωνή.
Τώρα πιά, δεν ήθελε να ακούει τίποτα.
Ακόμα και ο θόρυβος της σιωπής την ενοχλούσε!
Αυτός ιδίως! Αυτόν δεν τον άντεχε...
Έμενε τα βράδια ξάγρυπνη, σχεδόν ξημέρωνε για να καταφέρει να κοιμηθεί...
Πέρναγε το σκουπιδιάρικο στις τρείς τη νύχτα, άρχιζαν να κελαϊδάνε τα κοτσύφια στις τεσσεράμισι,
χάραζε σιγά σιγά η επόμενη μέρα και τότε κοιμόταν, βαθειά, σαν ναρκωμένη, με τα μάτια της μισάνοιχτα και την πλήρη επίγνωση του δωματίου και της ζωής της...

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΟ ΛΟΥΚΕΤΟ"...

"Σκόρπιες σκέψεις μου πάνω στο χαρτί, βρίσκονται εδώ μέσα. Αν θές, διαβασέ τες"...
έγραφε στο σημείωμα που είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο πιάτο με το κρύο πλέον φαγητό.
Είχαν καυγαδίσει νωρίτερα, και εκείνη είχε βροντήξει την πόρτα και είχε φύγει από το σπίτι φανερά θυμωμένη.
Εκείνος, είχε μείνει για αρκετή ώρα στον καναπέ, με τα χέρια σταυρωμένα και τα χείλη σφιγμένα, το κεφάλι σκυμμένο και τις σκέψεις του να τον προβληματίζουν.
Στο μυαλό του γύριζαν ξανά και ξανά οι κουβέντες που του είχε πεί αυτή, οι αλήθειες που έβγαιναν μέσα από αυτές τις κουβέντες,αλλά και η σκληρότητα με την οποία τις είχε ξεστομίσει και που τον είχε κάνει να δακρύσει σε κάποια στιγμή,σαν να είχε φάει ενα δυνατό χαστούκι.
Είχε δίκιο, δεν μπορούσε να της το αρνηθεί, όμως, όλα όσα είχε πεί, του τα είχε πετάξει κατάμουτρα με τέτοιο τρόπο, που δύσκολα μπορούσες να δεις από μέσα μόνο αγάπη και καλή πρόθεση.Ηταν πολύ σκληρή, αλλά εκείνη έλεγε πάντα αυτό που σκεφτόταν χωρίς περιστροφές.
Δίκιο, άδικο, ποιός αλήθεια μπορούσε να κρίνει τι είναι τελικά ποιό;
Το κεφάλι του πονούσε και η απουσία της τον έκανε να θέλει να βάλει τις φωνές, να βάλει τα κλάμματα, να κουλουριαστεί στο κρεβάτι του και να κρυφτεί, κάτω από τα σεντόνια.
Τίποτα απο αυτά δεν ωφελούσε όμως!
Εκείνη ήταν απούσα, είχε φύγει, δεν ήταν εκεί, και αυτός, τώρα την είχε ανάγκη, τώρα ήθελε να τον πάρει αγκαλιά και να τον καταλάβει, τώρα χρειαζόταν να του κρατήσει το χέρι και να τον στηρίξει...

Εκείνη περπατούσε στους δρόμους χωρίς σκοπό, για αρκετή ώρα.
Ηθελε σαν τρελλή να γυρίσει σπίτι κοντά του, αλλα μέσα της ήξερε οτι ήταν ανώφελο.
Τίποτα ποτέ δεν θα άλλαζε, εκείνος δεν θα'παιρνε ποτέ τις αποφάσεις που αυτή του ζητούσε.
Μπορεί και να μην ήθελε τελικά, να το είχε μόνη της φτιάξει όλο αυτό , στο μυαλό της...
Να μην είχε σκοπό ποτέ να το φτάσει μέχρι εδώ...
Αναρωτιόταν αν, ζούσαν μαζί ενα χρόνο τώρα ολη αυτή την ιστορία, ή αν τελικά την είχε ζήσει μόνη της.
"Δεν μπορεί γαμώτο! Δεν μπορεί να τα φαντάστηκα όλα αυτα!"
"Κάτι υπήρχε! Δεν μπορεί να το έφτιαξα όλο αυτό στο μυαλό μου!"
Αλλα, απάντηση δεν έπαιρνε...
Σκεφτόταν τα τραγούδια που της αφιέρωνε, τις κουβέντες του,
τις εκμυστηρεύσεις της.
Βέβαια, αυτή ήταν που του έλεγε για την ζωή της πάντα. Εκείνος, άκουγε, σχολίαζε, αλλα για την δική του δεν μιλούσε ποτέ...
Κα αυτή δεν τον ρώταγε...
"Σ'ευχαριστώ που με καταλαβαίνεις", της είχε πεί κάποια φορά...
Και τώρα συνειδητοποιούσε οτι, πάντα αυτό άκουγε, απ'ολους.
"Σ'ευχαριστώ που με καταλαβαίνεις."
"Σ'ευχαριστώ που έχεις κατανόηση".

Σ'ευχαριστώ που δεν διαμαρτύρεσαι, που δεν ζητάς αυτά που σου αξίζουν, που δεν απαιτείς, που με αφήνεις να σε πατάω και να προσπερνάω μετά, με την σιωπή μου, με την εξαφάνισή μου.
Κοίταζε απέναντι στο πεζοδρόμιο δυο νεαρά παιδιά που ήταν αγκαλιασμένα και φιλιόντουσαν σαν να ήταν αυτό το φιλί ολη τους η ζωή...
"Εμένα δεν με φίλησε ποτέ" σκεφτηκε...
"Δεν με κοίταξε ποτέ στα μάτια! Ούτε μιά φορά!"
"Δεν μ'άγγιξε ποτέ έτσι!"...
Πέρασε έξω από το μπαράκι που ειχαν συναντηθεί για πρώτη φορά.
Οι καρέκλες και τα τραπεζάκια ήταν στοιβαγμένα πιά, ηταν χειμώνας, δεν υπήρχαν τραπεζάκια έξω...
Η πόρτα είχε μια χοντρή αλυσίδα και ενα λουκέτο, τα φώτα μέσα ήταν όλα κλειστά.
Τέλειωσε! είπε μέσα της...
Κοίταξε το λουκέτο στην πόρτα ακόμα μια φορά...
"Μπήκε λουκέτο" ειπε πάλι μέσα της...
Γύρισε στο σπίτι με αργά, βαριά, κουρασμένα βήματα...
Ψάχνοντας για τα κλειδιά της, βρήκε στην τσάντα της ενα μικρό ξέμπαρκο κλειδί...λουκέτου.
Το πήρε και το πέταξε στα σκουπίδια.
Για να μην ξανανοίξει ποτέ πιά αυτή την πόρτα...

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΚΟΜΑ ΕΔΩ"...

Φυσικα και είμαι εδώ.....
Που περίμενες οτι θα ήμουν;
Εδώ, και περίμενα νέα σου... Τι σημασία έχει που είναι οι άλλοι κάτω;
Εσύ δεν είσαι μαζί τους...
Και γώ, είμαι κολλημένη στην οθόνη του υπολογιστή, και περιμένω ένα μήνυμά σου...
Ενα μήνυμα που έρχεται, οχι πάντα, αλλά καμμιά φορά, και πάντα μισό, διστακτικό.
Ενα μήνυμα που νοιώθω οτι κάτι θέλει να πεί, αλλά τελικά δεν το λέει, κάτι προσπαθεί να δείξει, αλλά τελικά δεν βλέπω τίποτα.
Και αναρωτιέμαι, αν εγώ δεν βλέπω κάτι ή αν τελικά, τίποτα δεν υπάρχει για να δώ.
Και μετά, μιά λέξη πάλι, μιά κουβέντα.
Ετσι, πεταμένη τυχαία.
Τυχαία; Που, κάτι προσπαθεί να πεί; ή μηπως που εγώ θέλω απελπισμένα να ακούσω;
Κι' όλα πάλι απ' την αρχή, ξανά...
Τραγούδια αφιερωμένα, που ο στίχος τους έχει νόημα.
Και νόημα δεν βγάζω.
Αλλά, τον ακούς τον στίχο; Η τελικά μόνο εγώ διαβάζω τα ποιηματάκια στους χτύπους της καρδιάς μου;
Ενα μήνυμα που δεν έρχεται, μια ατελείωτη σιωπή που με τσακίζει.
Και που λέει ταυτόχρονα οσα τα λόγια δεν μπορούν να πουν, οσα εμείς φοβόμαστε ή δεν τολμάμε να ξεστομίσουμε.
Μάτια που είναι βουρκωμένα και που δεν λένε να ξεσπάσουν.
Πως γαμώτο να σου πώ οτι μου λείπεις;
Και,Τί μου λείπει από σένα, που ποτέ δεν είχα ετσι κι'αλλοιώς;
Αποχή, Σιωπή, Απουσία.
Είσαι αραγε κρυμμένος πίσω απο την οθόνη και κοιτάς οπως και 'γω;
Η έχεις κλείσει τελείως τα ρολλά και έχεις κατεβάσει τον διακόπτη;
Υπομονή, Υπομονή, Υπομονή.
Μόνο ο χρόνος μπορεί να μου δώσει απάντηση...
Και του αρέσει να με βασανίζει έτσι...
Το ξέρω το παιχνίδι του.
Το'χω μάθει, από μικρό κορίτσι...
Να μετράω τα λεπτά, τις ώρες, τις μέρες...
Να κοιμάμαι και να ξυπνάω περιμένοντας την απάντησή μου...
Και αυτή να μην έρχεται... και 'γώ να περιμένω...
Πείσμα. Πίστη. Ελπίδα. Διαίσθηση.
Μένω ακόμα εδώ.
Περιμένω.
Θά'ρθει!
Δεν μπορεί! Θά'ρθει!
Κάποια στιγμή...θά'ρθει.

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Ο,ΤΙ ΑΓΑΠΟΥΣΕΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ"...

Ο,τι αγαπούσες από μένα, το σκότωσες...
Και μετά εγώ, αναγκάστηκα να μου δώσω την χαριστική βολή.
Για να με λυτρώσω.
Δεν υπάρχει τίποτα πιά που να έχει μείνει από μένα...
Τώρα, πρέπει να περάσει πολύς καιρός, για να υπάρξει μιά καινούργια "άλλη", διαφορετική "εγώ", να σε τραβήξει και να την αγαπήσεις... Γι’αυτό το "άλλο" που θα είναι "εκείνη".
Αλλά αυτή η "άλλη", δεν θα είμαι πιά η "εγώ" που ήξερες.
Και θα πρέπει να σου αρέσω και να με μάθεις πάλι από την αρχή....
Με καινούργιους καυγάδες, και καινούργια ψέμματα, γιατί, αυτά είναι χαρακτηριστικά που δεν αλλάζουν δυστυχώς, τα κρατάς και τα κουβαλάς πάντα μαζί σου...
Και έτσι, θα ξαναφτάσουμε πάλι στο αδιέξοδο.
Πού, δεν θα είναι το ίδιο αδιέξοδο με αυτό που μας οδήγησε εδώ, αλλά θα είναι ενα "άλλο", παρόμοιο αδιέξοδο.
Γιατί, και τα αδιέξοδα δεν αλλάζουν.
Ακριβώς όπως και τα ψέμματα... και οι καυγάδες, μένουν πάντα τα ίδια.

Θυμάμαι πως άπλωνες το μπράτσο σου και ‘γω ακουμπούσα το κεφάλι μου επάνω, και ας με πόναγε ο σβέρκος μου μετά, και αποκοιμιόμασταν έτσι.
Επιανα το δάχτυλο του χεριού σου, και το κρατούσα με την παλάμη μου σαν μωρό.
Ηταν η σιγουριά μου για την νύχτα.
Τι ψεύτικη που είναι η σιγουριά που έχουν ανάγκη οι άνθρωποι!!!

Τώρα,ξαπλώνω μόνη στο κρεβάτι και ακούω στο ipod τον Μαχαιρίτσα να τραγουδάει το "Φλασακι", και θυμάμαι, οταν με είχες αρπάξει ψηλά και με γύριζες...γύρω γύρω στο σαλόνι του σπιτιού μου.
Με κρατούσες αγκαλιά, και μου ψιθύριζες γλυκόλογα στ’αυτί.
Με την βραχνή σου την φωνή...
Αυτή που δεν μπορώ να ξεχάσω ακόμα...
Πάει και αυτό!
Πέρασε...
Έσβησε....
Έμεινε μόνο το τραγούδι στο ipod…

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΕΣ ΟΤΑΝ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ"...

"Ολες οι πόλεις είναι ίδιες οταν ξημερώνει","όλες μοιάζουν", μου'χες πεί κάποτε, και δεν σε είχα πιστέψει τότε.
Οταν ξημερώνει, ολες αναστενάζουν στα κρεβάτια τους με τον ίδιο τρόπο.
Και οι εραστές της νύχτας, σιγομουρμουρίζουν και ή αγκαλιάζονται ή σηκώνονται με βαριά βήματα και φεύγουν απο τα ξένα κρεβάτια με το πρώτο φως της μέρας.
Τα μισά ρούχα φορεμένα όπως-όπως, και τα υπόλοιπα στο χέρι, και ένα φιλί απαλό, σιγανό, για να μην ξυπνήσει τον άλλον που κοιμάται...
Και η πόρτα κλείνει πίσω τους προσεκτικά, σιγανά.
Το αυτοκίνητο μπαίνει μπροστά με θόρυβο που μοιάζει εκκωφαντικός, μεσ' την ησυχία της νύχτας, και ακόμα και το γκάζι, είναι νυσταγμένο και βαρύ, από τον μισό ύπνο και την κούραση του έρωτα της προηγούμενης βραδυάς...
Και το άδειο σπίτι της επιστρφής, είναι κρύο και σιωπηλό.
Μόνο τα κοτσύφια έχουν ήδη αρχίσει να κελαϊδάνε στον κήπο.
Ο μισός ουρανός, αρχίζει ήδη να φωτίζει και η μέρα χαράζει, την ώρα που εσύ μπαίνεις κάτω από το ντούς και αφήνεις το νερό να κυλήσει πάνω σου και να πάρει τις ανάσες και τον ιδρώτα της προηγούμενης βραδυάς.
Ολες οι πόλεις είναι ίδιες μού'χες πεί κάποτε και δεν σε είχα πιστέψει.
Γιατί σε έβλεπα που έφευγες, και εγώ, σε ήθελα στο κρεβάτι μου.
Να σε πάρω αγκαλιά, να πάρω ακόμα μιαν ανάσα σου στο στόμα μου, και να ξαναγυρίσω στα όνειρά μου.
Και σύ, με φίλαγες απαλά στο μάγουλο και έκλεινες πίσω σου σιγανά την πόρτα.
Πόσος καιρός πέρασε από τότε;
Ούτε που θυμάμαι πιά.
Πόσες πόρτες έκλεισα πίσω μου φιλώντας κάποιον απαλά στο μάγουλο και ψιθυρίζοντας καληνύχτα;
Πόσους άδειους δρόμους έχω οδηγήσει μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου;
Πόσο δίκιο είχες τελικά!!!
Ολες οι πόλεις του κόσμου είναι ίδιες στο ξημέρωμά τους...
Ολες αναστενάζουν, ολες στριφογυρίζουν στα κρεβάτια τους, άλλα άδεια, και άλλα γεμάτα με τον έρωτα της νύχτας.
Κάθε ξημέρωμα, κάποια πόρτα κλείνει σιγά, και κάποια άλλη ανοίγει και υποδέχεται την μοναξιά του ταξιδευτή.
Μόνο τα κοτσύφια που κελαϊδάνε στον κήπο είναι πάντα τα ίδια... όπως και το ξημέρωμα.
Οι άνθρωποι αλλάζουν...
Κάποιοι φεύγουν, κάποιοι άλλοι έρχονται.... Τι σημασία έχει σε ποιά πόλη βρίσκεσαι;

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ...1.

Και έτσι, όπως περίμενε στο φανάρι, και την έκαιγε αυτός ο ήλιος ο φθινοπωρινός, ο μαγικός...
Και έμπαινε μέσα και το αεράκι, που λίγο πιά, έχει δροσίσει , τόσο όσο χρειάζεται για να σε κάνει να αφήνεσαι στον ήλιο...
και στο ραδιόφωνο ακουγε τους DIRE STRAITS, σε εκείνο το θεϊκό σόλο κιθάρα..... που μπορεί να σου τρυπήσει το μυαλό και την καρδιά ταυτόχρονα...
Εκεί, λοιπόν, που περίμενε το φανάρι να γίνει πράσινο, για να ξεκινήσει,κάπως της ήρθε, και έβγαλε φλάς δεξιά, κοίταξε από το καθρεφτάκι να δεί αν ερχόταν κάποιο αυτοκίνητο από πίσω, ψιθύρισε "ρε δε γαμιέται".....
πάτησε γκάζι και έφυγε....
με άγνωστη κατεύθυνση...και προορισμό την θάλασσα.

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΟΙ ΜΠΑΣΕΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ"...

Γράψε μου μόνο,
μπάσες μουσικές!
Σαν την φωνή σου
τη βραχνή.
Σαν την καυτή σου
την ανάσα.
Αυτή, που μού ψιθύριζε
εχτές
πως, οτι ζούμε
είναι ετούτες οι στιγμές
και
τα κομμάτια της ψυχής
που δίναμε και παίρναμε
τις νύχτες...

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΝΑ ΛΑΘΟΣ"...

Χτύπησε το ρολόϊ τρείς, πέρασε και το σκουπιδιάρικο, κάνοντας τις γάτες να τρέχουν αλαφιασμένες δεξιά και αριστερά από την τρομάρα τους.
Ο αέρας μόλις που κινούσε λίγο τις κουρτίνες, η ζέστη του δωματίου αφόρητη, η νύχτα πηχτή και βαριά.
Στο απέναντι παράθυρο, ενα περιστέρι γουργούριζε ενοχλητικά.
Πού και πού, κανένα αυτοκίνητο έσπαζε την μονοτονία της νύχτας με τον θόρυβο της μηχανής του, και έκανε την αϋπνία που την βασάνιζε, ακόμα χειρότερη.
Και αυτός ο πονοκέφαλος που τρυπούσε το μάτι της και έφτανε μέχρι το μυαλό της, κόντευε να την τρελλάνει.
Δεν μπορούσε να γράψει, δεν μπορούσε να φάει, δεν μπορούσε να κοιμηθεί...δεν μπορούσε να ησυχάσει!
Εψαχνε μέσα της να βρεί πού είχε κάνει το λάθος.
Πότε;
Ποιά στιγμή, στράβωσε το πράγμα;
Πού χάθηκε η ευθεία, πώς ξέφυγε η κατάσταση.
Γύριζε πίσω τον καιρό, και προσπαθούσε να θυμηθεί μιά μιά τις στιγμές, μήπως και καταλάβει. Μάταια!
Ολα της φαίνονταν να έχουν γίνει όπως έπρεπε.
Καμμιά λεπτομέρεια δεν της είχε ξεφύγει, τα πάντα είχαν υπολογιστεί μέχρι το τέλος, είχε εξετάσει κάθε πιθανότητα και είχε προβλέψει κάθε απρόβλεπτο.
Κι' όμως!
Ολα είχαν πάει λάθος τελικά...
Και τώρα, κρατούσε στα χέρια της τα κομμάτια μιας ζωής που αλλοιώς την είχε φανταστεί, και αλλοιώς της είχε βγεί.
Σαν να έψηνε στο φούρνο γλυκό και να είχε τελικά βρεθεί, με ενα ταψί μουσακά...

"Μουσακά λοιπόν, θα φάμε σήμερα", είπε στον άντρα της, που μόλις είχε γυρίσει σπίτι και την ρώταγε τι φαί είχε σήμερα...
Εκοψε δυό κομμάτια και τα σερβίρισε στα πιάτα.
Πήρε και το μπουκάλι με το κρασί, έκοψε δυό φέτες ψωμί, και κάθησε και αυτή μαζί του στο τραπέζι.
"Μου φέρνεις το αλάτι;" της ζήτησε εκείνος μπουκωμένος.
"Αλάτι, ξέχασες να βάλεις"...
Και 'κείνη σαν να την τίναξε το ρεύμα, πετάχτηκε, κατάλαβε...
Μα βέβαια!
Το αλάτι!
Αυτό ήταν!
Αυτό έλειπε απο τη ζωή της!
Συνέχισε να τρώει, μέχρι που άδειασε το πιάτο της.
Μετά, σηκώθηκε, μάζεψε τα πιάτα, τα έβαλε στο πλυντήριο και παίρνοντας την τσάντα της, κατευθύνθηκε προς το σαλόνι που ο αντρας της διάβαζε την εφημερίδα του.
"Πετάγομαι για τσιγάρα στο περίπτερο", του είπε.
Εκλεισε την πόρτα πίσω της, και δεν ξαναγύρισε σπίτι τους ποτέ...

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

ΣΚΟΡΠΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. "ΚΑΙ ΤΩΡΑ;"

Και έμεινε εκεί, με το κασκόλ στα χέρια, να μην ξέρει τι να το κάνει ...
Ηθελε να του το δέσει στο λαιμό του, ήθελε να περάσει τα χέρια της πάνω από τα μαλλιά του, ήθελε να του πεί πως τελικά, δεν είχε πέσει έξω, πως έτσι ήταν, ακριβώς έτσι, αφού, σκέψου, τον αναγνώρισε καθώς περνούσε, και χωρίς καν να τον έχει δεί ποτέ ξανά, αλλά δεν είπε τίποτα, δεν μπορούσε να πεί κουβέντα, μόνο κάπνιζε και έπινε το ποτό της, και ένοιωθε το κεφάλι της να βουίζει και να γυρίζει και άκουγε την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά, που νόμιζε οτι το άκουγαν και οι άλλοι γύρω της,
και ... και... και...
και δεν ήθελε να φύγει, αλλά ούτε να κάτσει περισσότερο μπορούσε.
Και μετά, μπήκε στο αυτοκίνητό της και έμεινε εκεί ακίνητη για ώρα, μέχρι να γυρίσει το κλειδί και να ξεκινήσει για να γυρίσει στο σπίτι της.
Και τώρα;
τι;
Και έτσι θυμήθηκε πως κάπου είχε πρόσφατα διαβάσει, οτι, "κανείς ποτέ δεν είπε οτι η ζωή είναι δίκαιη, παρά μόνο, οτι είναι γεμάτη εκπλήξεις"...

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

LETTERS TO AN IMAGINARY EX-LOVER. "ΚΑΠΟΥ ΕΚΕΙ, ΕΞΩ"...

Κάπου εκεί έξω βρίσκεσαι ακόμα αγάπη μου...
Το ξέρω!
Κάπου πίνεις και με σκέφτεσαι, κάπου περπατάς σαν κολασμένος μεσ τη νύχτα, όπως και 'γώ που κάθομαι εδώ, ολομόναχη στο σπίτι και σε σκέφτομαι, και σε περιμένω.
Ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου και το κορμί σου πονάει από την έλλειψη της παρουσίας μου.
Οπως το δικό μου ματώνει πάνω στο κρεβάτι ψάχνοντας το δικό σου.
Μαχαίρι τα αδεια σεντόνια, μου χαράζουν το κορμί.
Απλώνω το χέρι μου στην δική σου πλευρά και τα καρφιά του άδειου σου μαξιλαριού μου τρυπάνε την ψυχή.
Σφίγγω τα δόντια να μην ουρλιάξω από τον πόνο της απουσίας σου.
Σφιγμένες γροθιές τα χέρια μου ανάμεσα στα σκέλια μου.
Ματώνουν τα νύχια μου τις κλειστές μου παλάμες, προσπαθώ να αντέξω να συνηθίσω χωρίς την αίσθηση του κορμιού σου να ακουμπάει το δικό μου.
Δεν μπορείς να ξυπνήσεις χωρίς εμένα δίπλα σου, παραδέξου το!
Καμμιά άλλη γυναίκα δεν μπορεί να σε ξυπνήσει ετσι όπως σε ξυπνούσα εγώ, και το ξέρεις!
Οπως και 'γώ, ξέρω πως δεν μπορώ να ησυχάσω χωρίς εσένα δίπλα μου!
Λείπει ο θόρυβος της ανάσας σου από το δωμάτιο, και αυτή η απόλυτη ησυχία του, με τρελλαίνει!
Με παίρνει ο ύπνος τα ξημερώματα πιά, και τότε τρυπώνεις στα όνειρά μου και γίνεσαι μαρτύριο.
Πετάγομαι στον ύπνο μου, και μετά, ξανακλείνω τα μάτια μου γρήγορα, και προσπαθώ να σε φέρω πίσω, να μην ξυπνήσω, να σε κρατήσω για λίγο ακόμα μέσα στο μυαλό μου...
Σηκώνομαι ιδρωμένη από την αγωνία και βγαίνω στον κήπο.
Τα κοτσύφια άρχισαν κιόλας να κελαϊδάνε...
Το φεγγάρι έχει κάνει ήδη τον κύκλο του, και έρθει από την μερηά μου τώρα, έτοιμο να με καληνυχτίσει...
Η σκιά του μπαίνει στο δωμάτιο και παίρνει σιγά σιγά το σχήμα και την μορφή σου...
Ακουμπάει στα σεντόνια και μου φωτίζει το πρόσωπο.
Μου σκουπίζει το ιδρωμένο μου κούτελο και λεπτό με το λεπτό, περνάει δίπλα στο μαξιλάρι σου.
Κλείνω ξανά τα μάτια μου, νυστάζω, είμαι κουρασμένη.
Και σύ είσαι δίπλα μου, στο μαξιλάρι, με το ασημένιο σου φώς, και με νανουρίζεις...

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

LETTERS TO AN IMAGINARY EX-LOVER. "ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΑΚΡΕΣ"...

Στις δύο άκρες του ίδιου συναισθήματος...
Σ'αγαπάω πιά, ακριβώς όσο σε μισώ!
Λατρεμένη μου, μισημένη μου αγάπη!
Δεν συναντιόμαστε πιά πουθενά...
Βαδίζουμε σε δύο παράλληλες, αντίθετες πορείες.
Και έχουμε από πολύ καιρό, περάσει το σημείο που βρεθήκαμε μαζί εμείς οι δύο.
Μας μένει πιά, μιάς και η ζωή είναι στρογγυλή όπως και η γή, να ξανακάνουμε τον κύκλο.
Μέχρι τότε, ο καθένας μας πορεύεται μόνος του...

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΞΑΣΤΕΡΙΑ"...

Κοίταζε ψηλά τον ουρανό, που ήταν σκεπασμένος με σύννεφα.
-"Θα βρέξει αύριο μάλλον" της είπε...
-"Ισως", απάντησε εκείνη, ενώ παράλληλα έψαχνε να βρεί ανάμεσα στα σύννεφα κάποιο αστέρι.
Και έτσι όπως γύρισε το κεφάλι της, για να δεί από την άλλη μερηά, εκείνος έσκυψε και την φίλησε.
Ηταν ενα ωραίο φιλί.
Απαλό, ήρεμο, τρυφερό και παράλληλα γεμάτο πάθος.
Ομως, η γεύση που σου άφηνε στο τέλος, ήταν σαν αυτή της τσιχλόφουσκας φράουλας...
Και της άρεσε.
Δάγκωσε απαλά τα χείλια της, και ξανακοίταξε ψηλά στον ουρανό.
Τα σύννεφα είχαν φύγει. Εψαξε για την Μεγάλη Αρκτο.
Μα, κοίταζε ανάποδα, προς την Ανατολή... και δεν μπορούσε να την βρεί...
Μόνο την Αφροδίτη είδε, ευθεία μπροστά της, να λάμπει όπως πάντα πιό πολύ από όλα τα άλλα αστέρια.
Εμεινε ετσι, ακίνητη στη καρέκλα της, δίπλα στη θάλασσα, με την Αφροδίτη να την κοιτά από ψηλά.
Δεν την ένοιαζε πιά να βρεί την ανάποδη κατσαρόλα της Μεγάλης Αρκτου, προτιμούσε να την ξαναφιλήσει εκείνος, που καθόταν δίπλα της και την χάζευε, να κοιτάει τα αστέρια...
Και εκείνος έσκυψε από πάνω της και την ξαναφίλησε...
Τώρα έκλεισε τα μάτια της και δεν ήθελε να βλέπει τίποτα...
Το μυαλό της γέμισε με τη γεύση της φράουλας,που είχε το φιλί στο στόμα της...
Πέρασε την γλώσσα της πάνω από τα ήδη υγρά χείλια της, χάϊδεψε με τα δάχτυλά της το πρόσωπό του.
Ενας γνωστός άγνωστος της ήταν, μά, ήταν γνώριμος ήδη...
-Είναι αργά ",του είπε, "πάμε;"...
Εφυγαν αγκαλιασμένοι, χωρίς να μιλάνε...
Οταν εκείνη μπήκε στο αυτοκίνητό της και έβαλε μπρος, γύρισε να τον κοιτάξει ,για να τον χαιρετίσει...
Και έτσι, εκεί, ακριβώς πάνω από το κεφάλι του, ψηλά στον ουρανό, είδε την Μεγάλη Αρκτο να απλώνει ένα- ένα τα αστέρια της και να της χαμογελά ...

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΟΙ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ"...

Απο το παράθυρο έμπαινε ο θόρυβος του δρόμου, ανακατεμένος με την σκόνη και την υγρή ζέστη της πρώτης βροχής του φθινοπώρου.
Το κρεβάτι ήταν ακόμα ζεστό, από τα σώματά τους, και υγρό από τον ιδρώτα τους.
Τα σεντόνια ήταν πεταμένα στο πάτωμα, μαζί με τα ρούχα και τα μαξιλάρια, σαν ενα κουβάρι μπερδεμένο από έρωτα, πόθο, και απόγνωση μαζί...
Εκείνος, στην αλλη μεριά του δωματίου, έψαχνε στην τσέπη του σακκακιού του για ενα τσιγάρο,και αυτή, έσβηνε το υπόλοιπο της κάψας που την έκαιγε πίνοντας νερό απο τη βρύση της κουζίνας.
Σαν ξεδίψασε, έβαλε κάτω από το νερό που έτρεχε το κεφάλι της, για να δροσιστεί, και έτσι, με τα μαλλιά της να στάζουν, έπεσε πάλι στο κρεβάτι, δίπλα του, ρουφώντας μια τζούρα απο το τσιγάρο του.
Πέρασε το χέρι της στα βρεγμένα της μαλλιά και με την ανάστροφη της υγρής παλάμης της, του χαϊδεψε το στέρνο.
Σταμάτησε στη μικρή λακουβίτσα που σχημάτιζαν τα πλευρά του, και άφησε τις σταγόνες του νερού από τα μαλλιά της, να φτιάξουν μια μικρή λιμνούλα...
Και έπειτα, με το στόμα της, τον φίλησε εκεί ακριβώς, σαν να έπινε νερό από την πηγή της Ζωής...
Σφίχτηκε πάνω του με απελπισία, και αυτός, την αγκάλιασε δυνατά, μα συγρατημένα.
Και 'κείνη τό 'νοιωσε, τό 'ξερε εξ'άλλου, το περίμενε...
Τραβήχτηκε μακρυά του, αγκάλιασε το μαξιλάρι που βρισκόταν δίπλα της στο πάτωμα,και δάγκωσε τα χείλη της βουβά, για να μην ουρλιάξει.
Πόσο ακόμα;
Πόσες φορές θα αντέξουν να βρίσκονται ετσι;
Κάθε φορά που χώριζαν έλεγε πως ήταν η τελευταία.
Και μετά, πολλές φορές ούτε οι ώρες μιας μέρας δεν κατάφερναν να περάσουν, μέχρι να ξαναβρεθούν πάλι.
Ετσι, χωρίς να λένε ούτε μιά κουβέντα, λες και τα λόγια ήταν άσκοπη φλυαρία, μπροστά στην δύναμη αυτού που ένοιωθαν ο ένας για τον άλλον.
Κι'ύστερα, πάλι όλα άρχιζαν απ'την αρχή...
Η αγωνία, ο πόνος της καρδιάς, ο πόνος μέσα στα σωθικά τους, η αναμονή, η λαχτάρα του ενός για τον άλλον, το ταίριασμά τους, το σπαρτάρημά τους, η απόλυτη παράδοσή τους.
Και, εκείνο το ολοστρόγγυλο μικρό δάκρυ που κύλαγε κάθε φορά, από τα μάτια και που μπερδευόταν πάντα με τον ιδρώτα του προσώπου τους...
Για να μπορούν να έχουν μια δικαιολογία για την επόμενη συνάντηση...

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."ΤΑ ΖΕΣΤΑ ΣΕΝΤΟΝΙΑ"

Ζεστά είναι ακόμη τα σεντόνια από τα κορμιά μας.
Και ο έρωτας της νύχτας δεν έχει φύγει ακόμα απ'το πετσί μας.
Εσύ, δεν είσαι πιά εδώ...
Ποτέ δεν μένεις!
Ντύνεσαι και φεύγεις, αθόρυβα πάντα, αφήνοντάς στο κοιμησμένο μου μάγουλο ένα φιλί.
Αλλά η μυρωδιά του ιδρώτα σου, μαζί με το άρωμά σου, είναι ακόμα εδώ, στα μουσκεμένα σεντόνια μου.
Γυρίζεις πάντα σπίτι σου, το βράδυ, μόνη.
Να κοιμηθείς στο άδειο σου κρεβάτι.
Και ας σε παρακαλάω να μείνεις μαζί μου για να ξυπνήσουμε αγκαλιά...
Δεν έχει νόημα να στο ζητήσω, το ξέρω.
Αν δεν το κάνεις μόνη σου, γιατί εσύ το θέλεις, θά'ναι χειρότερο.
Υστερα, περνάει καιρός, πολύς, μέχρι να ξαναβρεθούμε...
Ετσι ίδια πάλι, ακόμα μια φορά, για λίγο...
Και 'γώ, πάντα εξακολουθώ να ελπίζω οτι όλα αυτά τα "λίγο" σιγά σιγά θα γίνουνε "πολύ"...
Και πως μιά μέρα, θα αφήσεις τον εαυτό σου να αποκοιμηθεί στην αγκαλιά μου και 'γώ, θα σε ξυπνήσω το πρωί μ'ενα φιλί...

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

LETTER TO AN IMAGINARY EX-LOVER. LETTER 30. "ΜΕ ΞΕΡΕΙΣ ΚΑΘΟΛΟΥ;"

Μπορείς να μ'αγαπήσεις γι'αυτό που είμαι; Χωρίς να θελήσεις να με αλλάξεις καθόλου;
Μη με ρωτήσεις τι και ποιά είμαι.
Δεν ξέρω ούτε εγώ τι να σου απαντήσω.
Αλλά σου ζητάω να μ'αγαπήσεις έτσι όπως είμαι.
Καλή ή κακιά,εύκολη ή δύσκολη,περίεργη,παράξενη,χαρούμενη ή γκρινιάρα,ο,τι είμαι,έτσι όπως είμαι.
Μην προσπαθήσεις να με αλλάξεις, δεν μπαίνω σε καλούπι.
Είμαι σαν το νερό που κυλάει.
Αν προσπαθήσεις να με βάλεις σε μπουκάλι, θα έχεις ενα κομμάτι μου φυλακισμένο,αλλά η υπόλοιπη θα έχω χαθεί...

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

LETTERS TO AN IMAGINARY EX-LOVER... "ΠΟΝΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ"...

Πόνος στον πόνο, πείσμα στο πείσμα, ψέμα στο ψέμα.
Ξεσκίζονται τα σωθικά μου από τη έλλειψή σου και όμως, δεν κάνω πίσω.
Κολλημένα τα πόδια μου λες, στην ίδια θέση, ανίκανη να προχωρήσω μπροστά, αδύναμη να οπισθοχωρήσω.
Ποιόν προσπαθώ να κοροϊδέψω άραγε;
Δεν τελειώνει η μέρα, δεν περνάει η νύχτα.
Το πρόσωπό σου χαραγμένο στο μυαλό μου, μού σκεπάζει κάθε άλλη εικόνα.
Αδύνατον να δώ πέρα από αυτό.
Καμμιά απάντηση από την άλλη μεριά του ακουστικού, αφού το τηλέφωνό μου έτσι κι'αλλοιώς δεν σε καλεί.
Θυμάσαι πως ήταν τότε που ακόμα αγαπιόμασταν;
Ξαπλώναμε το βράδυ στο κρεβάτι για να κοιμηθούμε , και σού'πιανα το δάχτυλο του χεριού σου, σαν μωρό, για να αισθάνομαι σιγουριά και να μη φοβάμαι.
Και σύ, με έχωνες στην αγκαλιά σου και έτσι κολλημένους τον ένα πάνω στον άλλον μας έπαιρνε ο ύπνος.
Δύσκολη ήταν η αγάπη μας, δύσκολος και ο χωρισμός μας!
Πόσοι άντρες άραγε πρέπει να περάσουν από πάνω μου για να σε ξεχάσω;
Πόσο βαθειά πρέπει να γδάρει κανείς το πετσί μου για να πάψει να έχει χαραγμένα πάνω του τα ίχνη σου;
Μπήκε πάλι το φθινόπωρο!
Το νοιώθω, να μπαίνει κάθε βράδυ, μαζί με το αεράκι, από το ανοιχτό ακόμα παράθυρο.
Πόσα φθινόπωρα εχουν περάσει μακρυά σου; Πότε επιτέλους θα πάψω να τα μετράω;
Τα μαξιλάρια μου έχουν ακόμα τη μυρωδιά σου.
Ξαπλώνω στο κρεβάτι και ψάχνω το χέρι σου, την αγκαλιά σου.
Τη δική σου αγκαλιά, όχι αυτή του σώματος που κοιμάται δίπλα μου!
Μου λείπει η ανάσα σου, μου λείπει αυτή η μικρή λακουβίτσα του στέρνου σου, η φωλιά μου, η κρυψώνα μου.
Για πόσο ακόμα;
Για τόσο...
Οσο...

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΟΙΜΑΣΑΙ?"...

Κοιμάσαι;
Σε ξυπνάω;
Απόψε σ'έχω ανάγκη.
Δεν στό'χω πεί ποτέ άλλοτε αυτό, το ξέρω.
Πρώτη φορά το ακούς από μένα.
Ισως να μην τό'χω πεί και ποτέ πριν στη ζωή μου.
Ξέρω! Δεν μπορούσες να φανταστείς οτι λυγίζω εγώ.
Αλλά, να, που τελικά, κάποια στιγμή, όλοι λυγίζουμε.
Θα σηκωθώ πάλι, μη φοβάσαι.
Μόνο τώρα, έτσι, για μιά στιγμή, μόνο για λίγο, λύγισα.
Μόλις που πρόφτασα να το ξεστομίσω.
Είμαι καλά, τώρα.
Οχι, δεν έχω ανάγκη από τίποτα.
Είμαι καλά, αλήθεια σου λέω.
Πέρασε.
Βλέπεις, χαμογελάω πάλι.
Πέρασε σου λέω.
Τί;
Οχι δεν έκλαιγα, τα μάτια μου είναι κόκκινα από τον πονοκέφαλο.
Οχι, δεν χρειάζεται νά'ρθεις. Είμαι καλά, πέρασε σου λέω.....
Κοιμήσου, καληνύχτα, συγγνώμη που σε ξύπνησα.

Δεν χρειαζόταν νά'ρθεις.
Μα, αν με είχες ρωτήσει αν ήθελα, θα σού'χα πεί "ναι"...

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΣΤ'ΑΚΡΟΔΑΧΤΥΛΑ "...

"Ξημερώματα στο δρόμο ρίχνω πετονιά, πιάνω τον εαυτό μου, και χάνω το μυαλό μου"....
Τέλειωσε το τσίπουρο, τελείωσαν και τα πουράκια... Εκλεισε το μαγαζί...
Μπήκα στο αυτοκίνητο και γύρισα σπίτι...
Οταν οδηγείς, δεν πρέπει να αποδείξεις οτι μπορείς να περπατάς ευθεία...
Ευτυχώς!!!
Αλλά δεν έχει σημασία, γιατί το θέμα μας ήταν η Τ..... οχι εγώ...
Εγώ απλά χόρεψα τη ζεϊμπεκιά μου.
Και στο τέλος, αντί να πιώ το τσίπουρο από το ποτήρι που ήταν κάτω τού'δωσα μιά και το κλώτσησα...
Αϊ στο διάολο... να πάει κι'αυτό και όλα...
Και οταν μου έτεινες το χέρι να μου πείς "μπράβο, σε παραδέχομαι", εγώ, γύρισα την ανάστροφη της παλάμης μου, και σε ακούμπησα με τ'ακροδάχτυλα...
Κι'όταν μου ζήτησες το τηλέφωνό μου, στό'γραψα στη χαρτοπετσέτα, μ'ένα φιλί...
Γιατί αυτό είναι τελικά η ζωή,
Μιά, δυό ,τρείς, δέκα εκατό, χίλιες, στιγμές αυθόρμητες...
Αλλά όλες μοναδικές και όλες αληθινές...

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΤΑ "...

Χτυπάνε τα μηνίγγια μου!
Και ο θόρυβος ακούγεται μέσα στο άδειο μου κεφάλι εκκωφαντικός.
Τα ρουθούνια μου αγωνίζονται να στείλουν τον αέρα της κάθε μου ανάσας στα πνευμόνια μου.
Και κάθε φορά, νοιώθω να πνίγομαι.
Εχω ενα κόμπο στο λαιμό, και αρνούμαι πιά να καταπιώ οτιδήποτε.
Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά!
Επιτέλους!
Ας μου κόψει κάποιος το κεφάλι,
Για να πάψω να σκέφτομαι και να πονώ...
Μάταιο βασίλειο!
Αχρηστοι υπήκοοι!
Ούτε ενα χάπι για την ημικρανία δεν μπορούν να μου προσφέρουν...

Η ΑΙΩΡΑ...

Τι σ'ενόχλησε αλήθεια αγάπη μου;
Το γεγονος οτι κουνιόμουν στην αιώρα και το απολάμβανα σαν μικρό παιδί;
Η, οτι το βιβλίο που διάβαζα αντίθετα με το δικό σου είχε τις σελίδες κομμένες;
Ηταν πάνω από μιά εβδομάδα που σε παρατηρούσα να παίρνεις κάθε μεσημέρι το αναθεματισμένο αυτό βιβλίο, ενα μικρό θησαυρό, στην πραγματικότητα, με τα ποιήματα του Ελύτη, με τις σελίδες του άκοπες ακόμα, και να κατευθύνεσαι προς την αιώρα.
Ξάπλωνες εκεί, και έκανες πως διάβαζες...
Για ποιόν αλήθεια;
Ποιόν προσπαθούσες να κοροϊδέψεις;
Ενα βιβλίο με τις σελίδες άκοπες...
Και σύ, με ύφος περισπούδαστο... να προσπαθείς να μου πείς τί; αλήθεια;
Εγώ μάτια μου, δεν το έχω διαβάσει αυτό το βιβλίο, αλλά τις λέξεις που φτιάχνουν τα ποιήματά του, τις έχω νοιώσει στο πετσί μου.
Τις έχω μέσα στην ψυχή μου. Τις έζησα και τις ζώ καθημερινά.
Πόσο κουράστηκες να το αποκτήσεις;
Ξέρεις, τα βιβλία δεν έχουν αξία αν δεν έχουμε κουραστεί να τα αποκτήσουμε.
Οι σελίδες τους είναι άδειες, κενές, αν δεν έχουμε κοπιάσει για να τις πιάσουμε στα χέρια μας...
Και ο κόπος αυτός για τον οποίο μιλάω εγώ, είναι κόπος ψυχής...
Πόνεσες ποτέ σου;
Νοιάστηκες γι'αυτόν που κοιμόταν δίπλα σου;
Ξενύχτησες με τους εφιάλτες του;
Αν δεν τό'χεις κάνεις, διαβάζεις σε μιά γλώσσα που δεν καταλαβαίνεις...
Οπότε, καλίτερα που δεν μπαίνεις καν στο κόπο να κόψεις τις σελίδες.
Τι μπορεί να σου πεί εσένα το μπλέ της θάλασσας του Ελύτη, οταν εσύ το μετράς με τα τετραγωνικά της βίλας σου και την απόστασή της από την θάλασσα...
Ποιό νανούρισμα νωχελικό και ηδονικό μπορεί να σου προκαλέσει η αιώρα που έχεις στήσει ανάμεσα στα πεύκα, αν την μουσική των τζιτζικιών δεν την έχεις ακούσει πρώτα μέσα από τις σελίδες του Σεφέρη...
Ποιό κρυφό περιγιάλι μπορεί να ανακαλύψει το ακριβό σου σκάφος, αν δεν έχεις αναλογιστεί μόνος σου, πως πήρες τη ζωή σου και πού σε πήγε εκείνη τελικά...
Αστο βιβλίο πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού λοιπόν, πάλι, ξανά, για ακόμα ενα χειμώνα...
Του χρόνου το καλοκαίρι που θα ξανάρθεις εδώ... θα το βρείς στην ίδια θέση...
Και μπορεί κάποιος από τους καλεσμένους σου, να μπεί στον κόπο να το κόψει και να το διαβάσει...
Γιατί εσύ, αυτή τη γλώσσα που είναι γραμμένο, δεν μπορείς να την καταλάβεις, και είναι αργά πιά για να την μάθεις...

Κυριακή 29 Αυγούστου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΟΣΑ ΛΕΓΟΝΤΑΙ ΧΩΡΙΣ ΠΟΤΕ ΝΑ ΕΙΠΩΘΟΥΝ"...

Την κοίταζε στα μάτια, κρατώντας της σφιχτά το χέρι...
Αυτό της το βλέμμα, το χαμένο και απλανές, την τσάκιζε.
"Τι σκέφτεσαι μάνα μου;" τη ρώτησε. Αλλά απάντηση δεν πήρε...
Της χάϊδεψε με το ένα χέρι το κεφάλι και το πρόσωπό, το άλλο, της το κρατούσε σφιχτά, δεν της το άφηνε...
"Πού είναι η μαμά σου;" την ρώτησε...
"Εδώ, μάνα μου, εδώ", της απάντησε."Μέσα πήγε λίγο, στο άλλο δωμάτιο"...
"Α..."
Εμειναν έτσι ακίνητες και αμίλητες για κάμποση ώρα, η καθεμιά τους βυθισμένη στις σκέψεις της.
Η κόρη κρατούσε το χέρι που η μάνα έσφιγγε και δεν άφηνε, και αναρωτιόταν πού πήγε η μάνα που πάταγε και έτριζε η γή γύρω.
Η μάνα δεν μιλούσε, δεν σκεφτόταν , κοιτούσε αφηρημένα μπροστά, και έσφιγγε το χέρι της κόρης που νόμιζε για μάνα της, με δύναμη και φόβο.
Σαν μωρό παιδί...
Σιγά σιγά, όσο περνούσε η ώρα, και η κόρη έπαψε να σκέφτεται.
Μόνο ένοιωθε και απολάμβανε το σφίξιμο του χεριού.
"όσο ακόμα το έχω, όσο προλαβαίνω"... Γιατί ο χρόνος τώρα, μετρούσε ανάποδα.
Κοίταγε το μικροκαμωμένο ζαρωμένο κορμί με μιαν αγάπη μητρική σχεδόν, και συνειδητοποιούσε πως δεν ήξερε πιά, αν ήταν μάνα, ή αν ήταν κόρη, ή αν τελικά ήταν και τα δυό μαζί.
Σαν πέρασε η ώρα, σηκώθηκε.
"Αντε μάνα μου, πάω τώρα, αύριο πάλι θά'ρθω"...
"Ναί , ναί αγάπη μου, να προσέχεις,να προσέχεις, σ'αγαπώ πολύ, πάρα πολύ!"
"Θα προσέχω αγάπη μου, μην ανησυχείς εσύ"...
Τελικά, η μάνα, ακόμα και έτσι δεν ξέχναγε ποτέ να είναι μάνα.
Και η κόρη, που δεν έκανε δικά της παιδιά, μάθαινε τώρα από την μάνα της, τι θα πεί μητρότητα...

Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "PUTE DE VIE"...

Elle a bien laissé ses traces sur son corps. Mais celles qui lui faisaient le plus de mal c'étaient les traces sur son coeur...
Είχαν χωρίσει φιλικά...
"Δεν σε καταλαβαίνω", "δεν μπορώ να σε καταλάβω", της είχε πεί, εκεί, μπροστά στην ανοιχτή πόρτα του αυτοκινήτου του, με τα ρούχα και τα βιβλία του ριγμένα ακατάστατα στο πίσω κάθισμα.
Εκείνη δεν μιλούσε.
Δεν είχε τίποτα πιά να πεί...
Και έτσι εκείνος είχε μπεί στο αυτοκίνητο, είχε βάλει μπρος τη μηχανή, την κοίταξε μιά τελευταία φορά, πρίν κάνει όπισθεν, και μετά βγήκε από το γκαράζ, ενώ, ένοιωθε ήδη οτι αυτή είχε κλείσει την πόρτα πίσω της...
Ενα χρόνο και, αργότερα, στεκόταν πάλι στο ίδιο ακριβώς σημείο.
Εσφιγγε τα χείλη της και δεν μιλούσε.
Εκείνος τη ρώτησε αν ένοιωθε "ανακουφισμένη"...
"Δεν θέλω να συζητήσω τί νοιώθω" του απάντησε...
Εκλεισε την πόρτα πίσω της,
Τι ένοιωθε στ'αλήθεια;
"Δεν θέλω να το συζητήσω" είπε στον εαυτό της.
Ανέβηκε στην κουζίνα και έψησε καφέ.
Μετά, μπήκε στον υπολογιστή της και άρχισε να σβήνει τις φωτογραφίες τους.
Δεν ήθελε πιά να θυμάται... Δεν ήθελε να βλέπει...
"Πως φτάσαμε ως εδώ;" αναρωτήθηκε.
"Γιατί γαμώτο να γίνονται τελικά οι άνθρωποι έτσι;"
Πού ήταν τώρα πιά τα γέλια τους; Πού ήταν η ευτυχία που ξεχύλιζε από τα πρόσωπά τους λίγους μήνες πρίν;
Τώρα δεν είχαν μείνει παρά δυό χαρακωμένες ψυχές, δυό καρδιές που αιμοραγούσαν, δυό σώματα που οι πληγές τους έτσουζαν σαν να είχαν πάνω τους αλάτι αντί για βάλσαμο.
"Πουτάνα ζωή"! ψιθύρισε.
"Πουτάνα ζωή!" πιό δυνατά αυτή τη φορά, και τα μάτια της άρχισαν να βουρκώνουν...
"Ολα τα διαλύεις, όλα σου τα χρωστάω τελικά..."
"Αραγε, θα πατσίσω ποτέ μαζί σου;" αναρωτήθηκε.
"Ο επόμενος!"
Ακούστηκε η φωνή του ταμία της τράπεζας, και την έβγαλε βιαστικά από τις σκέψεις της...
Κατέβασε τα γυαλιά της από το κεφάλι της, για να καλύψει τα βουρκωμένα μάτια της, πλησίασε το γκισέ...
"Καλημέρα, μία ανάληψη, δύο πληρωμές λογαριασμών και μία κατάθεση... ψυχής...

Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "POESIAS DE AMOR"...

"And now you're mine"...
Και ξαφνικά, έπαψε να είναι κάποιου άλλου, έπαψε να ανήκει στον εαυτό της, και ανήκε σε 'κείνον...
"Τώρα πιά είσαι δική μου"...
Ετσι, απ΄τη μιά μέρα στην άλλη.
Απ' τη μιά στιγμή στην άλλη...
Κάποιος που μέχρι χτές δεν ήξερε, σήμερα τη διεκδικούσε.
Την ήθελε δική του.
Ήθελε τον αέρα που αναπνέει, τα χρώματα που βλέπουν τα μάτια της, ήθελε όσα αγγίζουν τα χέρια της, όλα τα αρώματα πού μυρίζει η μύτη της, όλες τις γεύσεις που γεύεται το στόμα της.
Ολα αυτά, τα ήθελε να είναι μόνο για εκείνον , όλα αυτά ήθελε να είναι μόνο Αυτός...
Και 'κείνη, ήταν ο Ηλιος και το Φεγγάρι του, και όλα τα αστέρια του ουρανού, ήταν η Γή του, πού πατούσε, αλλά πνιγόταν, έλειωνε κάτω από το βάρος όλης αυτής της απέραντης αγάπης του γι'αυτήν.
Της έγραφε ποιήματα από τις κουβέντες της, ζωγράφιζε γι'αυτήν απ'το χαμόγελό της, έφτιαχνε μουσική από το γέλιο της...
Και 'κείνη, πότιζε τα λουλούδια του κήπου της με τα δάκρυά της, που του τά'κρυβε κάθε βράδι...οταν μετά τον έρωτά τους, αυτός την έπαιρνε σφιχτά στην αγκαλιά του για να σιγουρέψει οτι ήταν εκεί, δική του, και αποκοιμιόταν με την σιγουριά και την ηρεμιά του χορτασμένου αρσενικού...
Ποτέ του δεν κατάλαβε, πως η πρωϊνή δροσιά του τριαντάφυλλου στο βάζο, δίπλα στον καφέ του είχε την γεύση των δακρύων της.
Ούτε γιατί, οταν εκείνη έφυγε απο κοντά του, τα τριαντάφυλλα μαράθηκαν.
Οπως άνθισε αυτή, οταν ένοιωσε επιτέλους μόνη και ελεύθερη...

Σάββατο 14 Αυγούστου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Η ΤΑΡΑΤΣΑ"...

Σήκωσε το στρώμα από το κρεβάτι, άνοιξε τη μπαλκονόπορτα και το έσυρε έξω, στο στενό μπαλκόνι της κρεβατοκάμαρας.
Ισα-ίσα που χώραγε το στρώμα, στο μπαλκόνι, αλλά ήδη, ήταν πιό δροσερά από μέσα.
Εστρωσε το κατωσέντονο και πήρε το μαξιλάρι της. Η ζέστη ήταν τόση που ούτε διανοήθηκε να πάρει και το πανωσέντονο μαζί της.
Ξάπλωσε στο στρώμα, και κοίταξε ψηλά στον ουρανό. Ενα αστέρι έσβηνε εκείνη την ώρα, μα δεν πρόλαβε να κάνει ευχή.
Ομως, σβήνοντας, έφερε λίγη δροσιά στο ιδρωμένο της κορμί, και την έκανε να αναστενάξει...
Από το κάτω μπαλκόνι ανέβαινε στα ρουθούνια της η μυρωδιά του γιασεμιού που είχε η γλάστρα του γείτονα.
Στο ρετιρέ τής απέναντι πολυκατοικίας, δυό κοπελλίτσες κρυφογελώντας, προσπαθούσαν και αυτές να τραβήξουν τα στρώματά τους έξω στη βεράντα, χωρίς να κάνουν φασαρία, μην ξυπνήσουν τους γονείς τους.
Τα διάφανα νυχτικά τους, με τα φιογκάκια και τις δαντελίτσες στους ώμους, τις έκαναν να φαίνονται σαν νεραϊδες έτσι όπως χοροπηδούσαν χαρούμενα μεσ'την ζεστή νύχτα.
Κάπου, λίγο πιό μακρυά, στον παρακάτω δρόμο, ενα ραδιόφωνο έφερνε βραδυνές μουσικές και τις ανακάτευε με τον θόρυβο απο τα αυτοκίνητα.
Δυό γάτοι, στην άκρη του δρόμου έλυναν τις διαφορές τους με δυνατά νιουρίσματα, ενώ ενας τρίτος έψαχνε φασαριόζικα στα σκουπίδια για κανα μεζέ...
Σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα να πάρει ενα ποτήρι κρύο νερό, και αφού πρώτα ξεδίψασε, μετά, με την ανάστροφη της παλάμης της, πήρε την δροσιά του ποτηριού και την πέρασε πίσω απ' τον λαιμό της.
Αφησε το φώς του χώλ ανοιχτό για να φωτίζει λίγο το σπίτι, και βγήκε στο μπαλκόνι. Ξαπλωσε στο στρώμα της και έκλεισε τα μάτια της.
Ολη η πόλη έμοιαζε σήμερα να βρίσκεται στις ταράτσες των σπιτιών.
Απο τις γλάστρες στα μπαλκόνια, τα γιασεμιά και οι γαρδένιες, μαζί με τους βασιλικούς, ανακατεύονταν με το καυσαέριο και την υγρή ζέστη, και σχεδόν σε μεθούσαν...
Στριφογύρισε ακόμα μερικές φορές στο στρώμα της.
Κάθε φορά που λίγο φυσούσε, ένοιωθε να την παίρνει ο ύπνος.
Μετά, η ζέστη γινόταν αφόρητη ξανά και μισοξυπνούσε πάλι.
Κόντευε να περάσει η νύχτα, από την μιά μεριά του ουρανού, είχε κιόλας αρχίσει να χαράζει...
Ενα κουνούπι βούϊζε στ'αυτιά της.
Σηκώθηκε ακόμα μιά φορά. Τώρα, ακούμπησε το σώμα της στα κάγκελα και αφέθηκε, να χαζεύει τον ουρανό που φώτιζε σιγά-σιγά, τ'αστέρια που χάνονταν, το φεγγάρι που είχε βρεθεί από την άλλη μεριά του μπαλκονιού της.
"Ολες οι πόλεις είναι ίδιες" σκέφτηκε, "οταν ξημερώνουν"...
"Κοιμούνται, κάνουν έρωτα, ζεσταίνονται, ιδρώνουν, αναστενάζουν, ονειρεύονται"...
Ολες ίδιες είναι...
Της φάνηκε πως άκουσε ενα κοκκόρι να λαλεί, ή, μπορεί και να ήταν ο ιμάμης από το τζαμί, ίσως και η καμπάνα από την εκκλησία της πλατείας.
Ο ήλιος της τρυπούσε τα μάτια, και το ξυπνητήρι δεν έλεγε να σταματήσει.
Πάτησε το κουμπί για να το κλείσει, κοίταξε την ώρα. 6.30.
Τα κοριτσόπουλα στο απέναντι μπαλκόνι κοιμόντουσαν του καλού καιρού.
Το ραδιόφωνο είχε σωπάσει πιά, το γιασεμί είχε ανακατευτεί με την μυρωδιά του καφέ που σε κάποια κουζίνα ήδη ψηνόταν, και αυτή έπρεπε να σηκωθεί για να πάει στη δουλειά της...

Πέμπτη 12 Αυγούστου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΛΕΙΣΕ ΤΙΣ ΠΕΡΣ(Ε)ΙΔΕΣ"...

Κατέβασε τα ρολλά!
Μην αφήσεις τον ήλιο να μπεί στο σπίτι σήμερα.
Ούτε και την ισχνή γραμμούλα του καινούργιου φεγγαριού, που θα φανεί για λίγο στον ουρανό το βράδυ και γρήγορα θα δύσει, δίνοντας χώρο στην αστερόσκονη που θα πασπαλίσει τα όνειρα εκείνων που ακόμα μπορούν και ονειρεύονται.
Χώσου κάτω από τα σκεπάσματα, όση ζέστη και αν κάνει.
Σκέπασε το κεφάλι σου με το μαξιλάρι, κλείσε τ' αυτιά σου, να μην ακούσουν τραγούδια από τα διπλανά διαμερίσματα.
Τούτη η πόλη είναι βάσανο πιά, σαν τη ζωή που ζούμε.
Πέρσι στο Νότο, την γλύτωσα.
Δεν τα είδα.
Κανένα τους δεν μ'αγγιξε, κανένα τους δεν με ξεγάλασε με ψεύτικες υποσχέσεις...
Μα, φέτος, είμαι πάλι εδώ.
Και 'κείνα, είναι έτοιμα να με χρυσώσουν πάλι, να με μαγέψουν, να μου ψιθυρίσουν γλυκόλογα στ'αυτί, να με πλανέψουν, να τυφλώσουν τα μάτια και το νού μου,να με τρελλάνουν.
Και μετά, το πρωί, με το ξημέρωμα, να χαθούν, αφήνοντάς με να σπαράζω πάνω στο άδειο κρεβάτι...
Μη μ'αφήσεις να βγω στον κήπο το βράδυ.
Κλείσε τα παράθυρα και την πόρτα από τώρα.
Ακου την καρδιά μου, πάει να σπάσει κιόλας από την λαχτάρα...
Θυμάμαι πρόπερσι...
Ξαπλωμένοι στο χορταριασμένο κρεβάτι, πάνω στο σωμιέ, χωρίς στρώμα, με τον ουρανό για ταβάνι και το δάσος για δωμάτιο... και τα πεφταστέρια να μας βρέχουν για να δροσίζουν την κάψα της ψυχής και των κορμιών μας...
"οταν θα πονάει το κορμί μου πιό πολύ απ'τη ψυχή μου", σού'χα πεί, "θέλω να με βάλεις πάνω στη μηχανή, να πατήσεις γκάζι και να μ'αφήσεις να γλυστρίσω σε μιά κλειστή στροφή. Μου το υπόσχεσαι;"
Μα εσύ δεν μου απάντησες...
Το ξέρω πως ξυπνάς τη νύχτα από το παραμιλητό μου.
Κι'ας μη μου λές τί μ'άκουγες να λέω στον ύπνο μου.
Φαίνεται στα μάτια σου.
Κι' έχω τις λέξεις στο στόμα μου, σαν κατακάθι από πικρό καφέ, κάθε πρωί, οταν ξυπνώ.
Τώρα ξέρω γιατί δεν με ξυπνάς πιά οταν φεύγεις το ξημέρωμα.
Γιατί έπαψες να με φιλάς στο στόμα, και μόνο ενα φιλί στο μέτωπο μου δίνεις, πριν κοιμηθείς το βράδι.
Απόψε δεν θέλω να δώ τ'αστέρια να βουτάνε στην ψυχή μου.
Δεν θέλω να μείνω ξύπνια!
Αν δεις ένα σκιάχτρο στην παραλία μη φοβηθείς. Εγώ τό'φτιαξα με τα ρούχα της παλιάς μου ζωής, αυτής που δεν θέλω να θυμάμαι, αλλά που δεν μπορώ να βγάλω και από πάνω μου, γιατί, έχει κολλήσει στο δέρμα μου σαν το πουκάμισο του Ηρακλή...
Ν' ακούσεις τη θάλασσα που θα σου μιλάει.
Σήμερα θα την παρακαλέσω να γίνει αυτή το παραμιλητό μου.
Και θάναι σαν αν με ζάλισε το νυχτολούλουδο και τ αγιόκλημα μαζί...

Σάββατο 7 Αυγούστου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΨΑΧΝΟΝΤΑΣ ΣΤΟ ΠΗΓΑΔΙ"...

Έσκυψε και κοίταξε μέσα, προσπαθώντας να δεί τι κρυβόταν κάτω από το θολό νερό...
Οι πρασινάδες που είχαν φυτρώσει γύρω-γύρω αντικατοπτρίζονταν στην επιφάνεια του νερού, και έκαναν αδύνατη την προσπάθειά της.
Από το μικρό πέτρινο τοιχάκι και τριγύρω, μέχρι το βάθος του πηγαδιού, δεν έβλεπες τίποτα περισσότερο από τα άγρια φυτά, και μόνο, ένοιωθες την δροσιά του νερού από το βάθος, σαν μιά μαγική μυστική δύναμη να σε καλεί να πάς κοντά του.
Έκλεισε τα μάτια της και αφουγκράστηκε το νερό από μέσα από το πηγάδι.
Έσκυψε το κεφάλι της όσο πιό πολύ μπορούσε προς αυτό...
Κάποια στιγμή ένοιωσε οτι το βάρος, την τραβούσε προς τα κάτω...
Σκέφτηκε προς στιγμήν, ν' αφεθεί...
Σαν την Αλίκη, να πέσει μέσα, να βουτήξει, να δροσιστεί και μετά να συνεχίσει προς τα κάτω, να βρεί τον πάτο και να περάσει από κεί, μέσα από το μυστικό πέρασμα στην "άλλη" πόλη, αυτή που κυλάει από κάτω από τα πόδια μας, παράλληλα με τη δική μας.
Αυτή που δεν έχει την καυτή άσφαλτο και τα ψηλά γυάλινα κτήρια που σου κόβουν τον αέρα και την ανάσα.
Εκεί από κάτω, εκεί που ανακατεύονται οι αιώνες.
Και μπορείς να συναντήσεις τα σπίτια της αρχαίας πόλης, ανακατωμένα με αυτά της βυζαντινής...
Πέτρα και ιδρώτας, και μάρμαρο και κόκκινο βυζαντινό τούβλο, όλα μαζί.
Μία ιστορία, μιά ζωή, περασμένη πιά.
Χαμένη, στα σκοτεινά, στενά και υγρά τοιχώματα του πηγαδιού.
Ενα βατράχι αναπήδησε, ανάμεσα στο νερό και τα χόρτα, και ύστερα χάθηκε μέσα στο πηγάδι, αφήνοντας πίσω του μόνο κύκλους στο νερό...
Πού κι'αυτοί, έσβησαν τελικά, χωρίς ν'αφήσουν πίσω τους κανένα ίχνος.
Ξανακοίταξε μέσα.
Τώρα οι ακτίνες το ήλιου έπεφταν κάθετα στο πηγάδι, καθώς ήταν πιά μεσημέρι, και σκέφτηκε πως μπορεί να κατάφερνε να δεί στο νερό την εικόνα της.
Μάταια!
Τα μάτια της δεν μπορούσαν να διακρίνουν παρά το μαύρο, το θολό.
Πού και πού, κάποια ακτίνα γυάλιζε στιγμιαία και την τύφλωνε, και μετά το μαύρο γινόταν ακόμα πιό πηχτό και πιό θαμπό.
Το μόνο που ένοιωθε, ήταν αυτή η κρυάδα από την δροσιά του πηγαδιού, που ανέβαινε ίσια πάνω, και της τρύπαγε τη ραχοκοκκαλιά, κάνοντας τα μπράτσα της να ανατριχιάζουν ...καλώντας την να βουτήξει...
Ο ήλιος της έκαιγε την πλάτη.
Ο θόρυβος από τα φρένα, και η πόρτα πού άνοιξε μπροστά της, την έκαναν τα αναπηδήσει.
Πετάχτηκε από τον λήθαργό της, την είχε πάρει ο ύπνος, εκεί, καθισμένη στον πάγκο της στάσης, περιμένοντας.
Μάζεψε βιαστικά τις σακούλες με τα ψώνια και έτρεξε να προλάβει να ανέβει στο λεωφορείο, αφήνοντας πίσω της το πυρωμένο υπόστεγο της στάσης "Πηγάδι"...
Στο σπίτι, τα παιδιά θα είχαν ήδη γυρίσει και θα την περίμεναν...

Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ'ΕΝΑ ΚΑΙΡΟ ΗΤΑΝ..."...

Ήταν,
Μιά βασιλοπούλα...
Ενας βάτραχος,
Ενα άρρωστο κοριτσάκι...
Μιά μανούλα μόνη της με το αγοράκι της,
Ενας πολύ μοναχικός άνθρωπος...
Μιά γιαγιά εγκαταλελλειμένη από τα παιδιά και τα εγγόνια της,
Ενας αδέσποτος σκύλος...
Ενα μπαλόνι, που ξέφυγε από τον μπαλονά και πετούσε μόνο του πάνω από την πόλη...
Μια μισοξεραμένη γλάστρα με βασιλικό, που την πέταξαν στα σκουπίδια...
Μια νυχτερίδα που συγκατοικούσε με ενα περιστέρι στα χαλάσματα ενός παληού σπιτιού,
Ενας ερωτευμένος φοιτητής, που μόλις είχε χωρίσει από την κοπέλλα του...
Μια κουρασμένη παραδουλεύτρα, που γύριζε σπίτι της ξεθεωμένη, τα ξημερώματα,
Δυό άγνωστοι άνθρωποι που έψαχναν ο ένας τον άλλον...
Μια πόλη, σκληρή και απάνθρωπη στους κατοίκους της,
Ενας συγγραφέας που απελπισμένος, έψαχνε για την έμπνευσή του...

Μια Κυριακή απόγευμα, ενος καυτού Ιουλίου, στην Αθήνα, με διάθεση για ένα παραμύθι..........

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ"...

Παρασκευή απόγευμα.
Καλοκαίρι στην Αθήνα.
Η ζέστη έκαιγε τα πεζοδρόμια και έλειωνε την άσφαλτο στους βρώμικους δρόμους της πόλης.
Αλλά όλα αυτά, ήταν πολύ μακρυά από 'κείνη.
Ξαπλωμένη μπρούμητα επάνω στο κρεβάτι της, διαγώνια, για να μπορεί να εκμεταλλεύεται το μέγιστο δυνατόν μήκος, με δυσκολία κατάφερνε και να αναπνεύσει.
Ακριβώς από πάνω της, ο ανεμιστήρας, γύριζε και αυτός σχεδόν αποκαμωμένος από την ζέστη.
Εκανε και αυτός ό,τι μπορούσε...
Τα τζιτζίκια πάσχιζαν να επιβληθούν στους υπόλοιπους θορύβους του δρόμου, και όλο μαζί, αυτό που άκουγε κανείς, ήταν πολύ... για να μπορέσουν να το αντέξουν τα αυτιά σου.
Σκέτη τρέλλα!
Η ζέστη, ο θόρυβος, το μικρό δωμάτιο, η έλλειψη χώρου, και χρόνου!
Πήρε μιά βαθειά ανάσα, ένοιωσε οτι πνιγόταν!
Το ανοιχτό παράθυρο του μικρού μπάνιου κοίταγε σε εναν άθλιο φωταγωγό. Ούτε οι κατσαρίδες δεν ήθελαν να περπατάνε εκεί...
Είχε όμως ησυχία.
Εκλεισε το καπάκι της λεκάνης και κάθισε στην τουαλέτα.
Σιγά σιγά, άρχισε να συνέρχεται. Δεν άκουγε πιά τα τζιτζίκια, ούτε τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων να της τρυπούν τα τύμπανα.
Ξαφνικά από την απέναντι μερηά, ακούστηκε ο θόρυβος ενός "μπλακ εντ ντεκερ". Και ομιλίες.
Μετά, ενα σφυρί κοπανούσε ενα τοίχο...
Οχι δεν ήταν τοίχος!
Το κεφάλι της πονούσε φρικτά.
Προσπάθησε να σηκωθεί από την τουαλέτα, να πιεί λίγο νερό...
Ενοιωσε οτι το σώμα της δεν την υπάκουε.
Τα χέρια και τα πόδια της ήταν βαριά, ασήκωτα. Και δεν έκαναν βήμα...
Προσπάθησε ξανά, η αγωνία της ολοένα και μεγάλωνε...
Εκανε να φωνάξει, μα δεν έβγαινε φωνή...
Χανόταν...
Σωριαζόταν στο πάτωμα, την στιγμή που εκείνος μπήκε μέσα...
"Αγάπη μου, έβλεπες εφιάλτη, έλα, πάμε να κολυμπήσουμε. Η θάλασσα είναι λάδι και σε λίγο θα βασιλέψει και ο ήλιος..."
"Σου έψησα καφέ και υποβρύχιο... και σε περιμένω στη βεράντα"...
"Ελα, ξύπνα μάτια μου"...

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ"...

Πέρασε το κραγιόν απαλά επάνω από τα χείλη της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Την ικανοποίησε το αποτέλεσμα και χαμογέλασε στο είδωλό της.
Έβαλε ακόμα μια σταγόνα από το άρωμά της και βγήκε από το δωμάτιο, σβήνοντας το φώς πίσω της.
Η ζέστη της μέρας είχε δώσει την θέση της σε μιά υγρή δροσιά, που έκανε το δέρμα να κολάει και τον ιδρώτα της να αναδεικνύει ακόμα περισσότερο το αισθησιακό άρωμά της.
Τα μαλλιά της της ζέσταιναν τον λαιμό της, και έτσι όπως σχηματιζόταν ενα λεπτό στρώμα ιδρώτα επάνω του, Εκείνος με δυσκολία κρατιόταν να μην την φιλήσει, σβήνοντας τη δίψα του με τον ιδρώτα της.
Γύρισε και τον κοίταξε ίσια στα μάτια.
«Είμαι έτοιμη» του είπε, «μπορούμε να φύγουμε όποτε θές».
Αλλά εκείνος δεν ήθελε να φύγει πιά...
Τον κοίταξε χαμογελώντας.
«Μας περιμένουν αγάπη μου»... «δεν μπορούμε να μην πάμε»...
«Να σε φάω θέλω τώρα»... της είπε... «να σε πιώ, ολόκληρη»...
Αυτή, πήρε τα κλειδιά και την τσάντα της, και προχώρησε έξω από την πόρτα...περιμένοντάς τον να την ακολουθήσει.
«Οταν γυρίσουμε του είπε», ψιθυριστά στο αυτί του, σέρνοντας τις λέξεις, αργά, για να μπορεί η ανάσα της να τον ανατριχιάζει ... «οταν γυρίσουμε, το βράδυ, θα σου πώ...» και δεν τελείωσε τη φράση της.
Ετσι έκανε πάντα...
Ποτέ δεν τελείωνε αυτό που ήθελε να πεί...
Μπορεί και να μην ήξερε κατά βάθος, τί ήθελε να πεί...
Αφηνε κάτι μισοτελειωμένο να πλανάται στον αέρα...
Και ο καθένας, πίστευε αυτό που ήθελε αυτός να πιστεύει, για το τέλος της φράσης.
Αφηνε έτσι την ζωή, να την πηγαίνει και αυτή λίγο, όπου ήθελε να την πάει, στην τύχη... δεν ήταν όλα προγραμματισμένα έτσι.
Κανόνιζε αυτή τη ζωή της, αλλά, και η ζωή, της εμπαινε καμμιά φορά από δεξιά, και της έφερνε και κάτι απρόβλεπτο...
Οχι πάντα ευχάριστο, αλλά γαμώτο, ήταν απρόβλεπτο, και αυτό άξιζε τον κόπο... και τον πόνο και το ρίσκο…
Το κεφάλι της πονούσε λίγο όταν γύρισαν σπίτι.
Είχε πάλι πιεί ένα - δυό σφηνάκια παραπάνω. Ψαχούλεψε στην τσάντα της για κανένα παυσίπονο...
Η γλυκειά ζάλη του ποτού, έκανε τις κινήσεις της πιό αργές, αλλά, δεν βαριέσαι, ο χρόνος κάποια στιγμή, παύει τελικά να έχει σημασία.
Ανέβηκε τις σκάλες αργά, βγάζοντας παράλληλα τα δαχτυλίδια της, τα σκουλαρίκια της, τα κολιέ της...
Σαν έφτασε στο δωμάτιό της, είχε κιόλας ξεκουμπώσει το φόρεμά της.
Στάθηκε για λίγο ακίνητη και το άφησε να πέσει αργά κάτω στο πάτωμα.
Μετά μπήκε στο μπάνιο και βούρτσισε τα δόντια της.
Εκείνος ήταν ήδη ξαπλωμένος στο κρεβάττι και την περίμενε.
Την κοιτούσε με λαχτάρα και αγάπη.
Την ήθελε.
Δικιά του.
Και η σκέψη πώς, ποτέ δεν θα μπορούσε να την έχει ολοκληρωτικά, τον τρέλλαινε.
Οταν την αγκάλιαζε το ένιωθε οτι αυτή του γλυστρούσε σαν νερό, μέσα από τα χέρια του, οτι, όσο σφιχτά και αν την κρατούσε, αυτή του ξέφευγε και ήταν αλλού, και τον έπιανε τρέλλα.
«Εδώ είμαι» του έλεγε αυτή, σιωπηλά κοιτώντας τον στα μάτια. Εδώ.
Αλλά, αυτός ήξερε!
Η μισή ήταν εκεί, η άλλη μισή, ήταν πάντα φευγάτη... εκεί ψηλά, στην γωνία , στο ταβάνι...
«Μην το ψάχνεις, δέξου το αν μπορείς έτσι», του’χε πεί κάποτε... και από τότε δεν το ξανασυζήτησαν ποτέ..
Αλλα εκείνη το ήξερε οτι δεν το άντεχε και οτι τον πονούσε κατα βάθος.
Μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’αυτό.
Ετσι ήταν αυτή.
Σαν το νερό που κυλάει.
Αμα το σταματήσεις, αν προσπαθήσεις να το κρατήσεις, γίνεται βούρκος.
Εβαλε στο IPOD την «πριγκιπέσσα» και άρχισε να χορεύει μόνη της, εκεί μπροστά του, ξυπόλυτη, πάνω στο παχύ χαλί…
Kαι μετά, οταν τελείωσε το τραγούδι, και άρχισε το επόμενο, «με τα μάτια κλειστά», ξάπλωσε δίπλα του, τον πήρε αγκαλιά, έσβησε το φώς και του είπε σιγά, «κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να μ’αγαπήσει όπως εσύ»...
και το τραγούδι έπαιζε όσο έκαναν έρωτα...

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ...

Παραμύθι Χωρίς Όνομα…
“Σε μια χώρα του παραμυθιού ζει και κυβερνάει ο βασιλιάς Συνετός. Όλοι είναι ευτυχισμένοι μέχρι που ο καλός άρχοντας πεθαίνει. Στο θρόνο τον διαδέχεται ο υιός του Αστόχαστος, ένας επιπόλαιος κι ανάξιος άνθρωπος, που τα μόνα που τον ενδιαφέρουν είναι τα γλέντια και η άσωτη ζωή. Μοιραία το βασίλειο οδηγείται σε μαρασμό και εξαθλίωση. Σαν φως στο σκοτάδι ο υιός του Αστόχαστου, μη μπορώντας να δεχτεί αυτή τη κατάσταση, αναλαμβάνει πρωτοβουλία να σώσει το βασίλειο. Με τη βοήθεια της φρόνησης και της γνώσης, δυο γυναικών που ζουν μακριά απ' το παλάτι, ξεκινάει μια πορεία γεμάτη περιπέτειες και δυσκολίες. Η παλικαριά αλλά και η ακλόνητη πίστη στο σκοπό του θα τον στρέψει στο τέλος νικητή. Το «Παραμύθι χωρίς όνομα» αποτελεί στην ουσία μια διδακτική αλληγορία -προδίδεται απ' τα ονόματα των ηρώων του- για όλες τις ηλικίες και τις εποχές.” Πηνελόπη Δέλτα, 1910.

Aρχισα να διαβάζω τα βιβλία της Πηνελόπης Δέτα, γύρω στο 1967-68. Η πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα τότε, σε σχέση και με την ηλικία μου, το 1967 ήμουν 8 ετών, σε τίποτα δεν μπορούσαν να με κάνουν να φανταστώ, οτι μπορεί 43 χρόνια αργότερα να ξυπνήσω ενα πρωί σαν το σημερινό, και μέσα από τον υπολογιστή μου και την ανάρτηση του φίλου μου του Μάνου Αντώναρου, να συνειδητοποιήσω έντρομη, οτι το γλυκό, σοφό παραμύθι που συντρόφευε τόσο όμορφα τα παιδικά μου όνειρα, είχε μετατραπεί σε ένα ζωντανό εφιάλτη που τον ζούμε όλοι μας καθημερινά.
Ενας νέος άνθρωπος, ενας καλός ανθρωπος, ενας δημοσιογράφος, που θα μπορούσε να είναι ενας οποιοσδήποτε συνάδελφός μας, είχε πέσει νεκρός, τα ξημερώματα, γαζωμένος από τις σφαίρες κάποιων άνανδρων ανόητων φανατικών ψυχασθενών και κάποιων «άγνωστων» σε μας τους πολλούς, συμφερόντων.
Δεν τον γνώριζα τον άνθρωπο.
Σκέφτομαι με φρίκη τις δύσκολες ώρες που περνά η οικογένειά του, προσπαθώντας να «χωνέψει» την απώλεια που δεν μπορεί να χωρέσει ο νούς.
Και σκέφτομαι με φρίκη οτι ζούμε στην Ελλάδα του 2010, σε «Ενα Παραμύθι Χωρίς Όνομα», σαν αυτό της Πηνελόπης Δέλτα, που κυβερνάει ο βασιληάς Αστόχαστος με την παρέα του, και που, ακόμα, το βασιλόπουλο, ο γιός του Αστόχαστου δεν έχει μεγαλώσει, και η αδερφή του η «Ερήνη» μαζί με την «Κυρα-Φρόνηση» και την κόρη της την «Γνώση» δεν έχουν καταφέρει να ξυπνήσουν τον λαό από τον λήθαργό του, για να βάλουν το βασίλειο σε τάξη...
Ενα χάος η σημερινή Ελλάδα μας, σαν το βασίλειο του βασιληά Αστόχαστου, και ‘μείς, οι υπήκοοι που τό’χουμε ρίξει στο φαγοπότι και την καλοπέραση και αδιαφορούμε για την αλήθεια και το κοινό καλό.
Ξεφυλλίζω σήμερα πάλι τις σελίδες του παιδικού μου παραμυθιού.
Η ψυχή μου είναι από το πρωί βαριά από το τραγικό συμβάν.
Φτάνω στο τέλος του βιβλίου και διαβάζω ξανά και ξανά το ευτυχισμένο τέλος.
Και γεμίζει η καρδιά μου με φόβο, γιατί, η Ελλάδα του 2010, δεν μου δίνει την σιγουριά πως το δικό μας Παραμύθι μπορεί να έχει το ίδιο ευτυχισμένο τέλος...

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ..."

Δεν άντεχε να περπατήσει απο την μεριά του πεζοδρομίου που περνούσε μπροστά από την πόρτα της.
Και έτσι τον βρήκε στη μέση του δρόμου.
Εξω από το σπίτι, το σπίτι τους... εκεί πού πίστευε οτι θα ζούσαν μαζί την υπόλοιπη ζωή τους...
Εκεί από όπου έφυγε μιά μέρα, σαν κλέφτης, με το κεφάλι σκυφτό και την ουρά στα σκέλια...
Εκεί από όπου τον έδιωξε, για να πάψει να πονάει και να αιμορραγεί...χωρίς τέλος, χωρίς έλεος.
Του τό'χε πεί κάποτε, οτι θα τρώγανε τελικά τις σάρκες τους, οτι στο τέλος, θα έφταναν να περπατάνε στα απέναντι πεζοδρόμια και να μην μιλάνε ο ενας στον άλλον.
Και έτσι και έγινε...
Σαν τον αντίκρυσε σήμερα, δεν ήξερε αν έπρεπε να του μιλήσει ή να κάνει οτι δεν τον είδε...
Και έβλεπε καθώς τον παρατηρούσε από απέναντι την ίδια αμηχανία που ένοιωθε και αυτή, και στον ίδιο...
Είχε κοκκινίσει το πρόσωπό του, είχε σκύψει το κεφάλι, και κουνούσε αμήχανα τα χέρια του μιλώντας στην γυναίκα που συνόδευε...
Εκείνη, το ήξερε οτι την είχε δεί.
Και η άλλη, κατάλαβε οτι κάτι συνέβαινε.
Και αυτός, αμήχανος συνέχισε να μιλάει και να χειρονομεί, για να μην δείξει οτι ένοιωθε άβολα...
Και έτσι, ενώ αρχικά θέλησε να του μιλήσει, δίστασε, και τελικά γύρισε το κεφάλι της από την άλλη μεριά, και προχώρησε...
Ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού της και μπήκε μέσα, χωρίς να πεί κουβέντα.
Σαν έκλεισε η πόρτα πίσω της, ακούμπησε πάνω της, και έκλεισε τα μάτια...
"Στό'χα πεί", ψιθύρισε...
"Οταν τελειώσουμε εμείς, θα αλλάζουμε πεζοδρόμιο για να μην πέσουμε ο ένας πάνω στον άλλον"...
"Τόσο πολύ αγαπηθήκαμε"! Σκέφτηκε.
Και μετά, άρχισε να αδειάζει τις σακούλες του σουπερμάρκετ...

Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΑΠΟ ΜΙΑ ΧΑΡΑΜΑΔΑ..."

Τρύπωσες πάλι στην ταλαίπωρη καθημερινότητά μου, και με παρακολουθείς από την χαραμάδα που άφησε στη ψυχή μου η αποχώρησή σου...
Μού'μεινε στο τραπέζι του σαλονιού, η φωτογραφία σου στην ασημένια κορνίζα και το παιχνίδι σου, κάτω από τον καναπέ, να ξεπροβάλλει τόσο, όσο είναι αρκετό για να τρομάζει τους επισκέπτες.
Εχεις μέρες να φανείς, και ανησυχώ, τρώς; κοιμάσαι; είσαι καλά;
Για όλα, υποθέτω και εύχομαι...
Εγώ, σε περιμένω, μάταια κάθε βράδυ, να φανείς, και όταν πιά με παίρνει ο ύπνος, νομίζω πως σε ακούω να γυρίζεις και πετάγομαι στον ύπνο μου...
Αδικα. Γιατί, δεν είσαι πουθενά...
Μετράω τις μέρες που λείπεις, λέω πως θα ξανάρθεις, όπως τότε, την προηγούμενη φορά, θυμάσαι;
Είχα πιά πάψει να ελπίζω στον γυρισμό σου οταν σε είδα να στέκεσαι έξω από την πόρτα και να περιμένεις να σου ανοίξω...
Είχα σαστίσει και δεν ήξερα τι να κάνω... Και αν δεν έβλεπα την ανυπομονησία στις κινήσεις σου, δεν ξέρω πόση ώρα θα στεκόμουν εκεί, στη μέση της κουζίνας άπραγη, να σε κοιτάω... Οι φωνές σου με συνέφεραν και άνοιξα την πόρτα...
Είχες ορμήξει μέσα, έπεσες με τα μούτρα στο φαγητό και μετά κοιμήθηκες και γώ δεν ξέρω πόσες ώρες...
Σε κοιτούσα σαστισμένη, πρώτη φορά μου συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Πέρασαν μέρες μέχρι να ξαναβρείς τον παλιό καλό σου εαυτό, και να ξαναρχίσουν τα χάδια και τα παιχνίδια...
Και έπειτα, ξαφνικά, πάει κιόλας μια βδομάδα από τότε... πάλι τα ίδια...
Περιμένω, περιμένω, περνάει η μέρα και λέω θα γυρίσει μέχρι το βράδυ, και οταν βραδυάζει, λέω, το πρωί θά'ναι πάλι εδώ...
Και οι μέρες περνούν...και σύ άφαντος!
Τελικά εσύ, δεν είσαι γάτος, βάσανο ζωής είσαι...
Βάσανο ζωής!!!

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΟΣΑ ΦΕΡΝΕΙ ΜΙΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑΤΙΚΗ ΜΠΟΡΑ..."

Είχε κουλουριστεί στην γωνιά, ανάμεσα στο πεζοδρόμιο και τον δρόμο.
Τα λασπόνερα που το είχαν μουσκέψει, περνούσαν από πάνω του με ορμή και έπεφταν βιαστικά μέσα στο φρεάτιο, που βρισκόταν μερικά εκατοστά πιό πέρα, και ήταν έτοιμο λές, να το καταπιεί και αυτό, μόλις τα νερά της βροχής, θα το παράσερναν προς τα εκεί.
Το ύφος του ήταν τόσο φοβισμένο και τρομαγμένο...
Δεν καταλάβαινε λέξη από αυτή την παράξενη γλώσσα που μιλούσαν οι άνθρωποι εδώ.
Στην πατρίδα του έβρεχε και 'κεί πολύ, αλλά εκείνη η βροχή, ήταν διαφορετική, και έπειτα, εκείνο ήταν πάντα καλά προφυλαγμένο και έμενε πάντα σε πολύ καλό σπίτι...
Ούτε θυμάται πώς βρέθηκε εδώ. Θυμόταν βέβαια το ταξείδι του, αλλά, έτσι καλά τυλιγμένο και πακεταρισμένο που ήταν δεν είχε καταλάβει και πολλά.
Μετά βρέθηκε σε ενα όμορφο σπίτι, έκανε διάφορες βόλτες, του φέρονταν καλά, ποτέ δεν είχε παράπονο...
Και ξαφνικά, σήμερα το μεσημέρι, έπιασε δυνατή βροχή, και όπως βιαστικά ετοιμάστηκαν όλοι να μπούν στο αυτοκίνητο για να αποφύγουν την μπόρα που τους μούσκευε, κάτι έγινε, και αυτό έμεινε απέξω..στο πεζοδρόμιο, στα λασπόνερα.
Φώναξε, μα δεν το άκουσαν...
Το αυτοκίνητο έφυγε βιαστικά, η μηχανή του μουγκρίζοντας, οι ρόδες σπινάρισαν, και ακόμα περισσότερη λάσπη και νερό έπεσαν πάνω του.
Και μετά, έμεινε μόνο του εκεί, στην άκρη του πεζοδρομίου με τον δρόμο, τα ξερά φύλλα να το σκεπάζουν και τα βρωμόνερα να το πνίγουν...
Εκεί το βρήκε.
Βγήκε σαν κόπασε η μπόρα να πετάξει τα σκουπίδια στον απέναντι κάδο.
Και όπως γύριζε πίσω, έπεσαν τα μάτια της πάνω του, κράτησε το πόδι της στον αέρα, γιατί, παραλίγο θα το πατούσε.
Έσκυψε και το μάζεψε.
Δίστασε λίγο στην αρχή, είναι αλήθεια, έτσι βρώμικο και μουσκεμένο που το είδε.
Κάτι μέσα της όμως, την έκανε να συνεχίσει.
Το σήκωσε από το δρόμο, το μετέφερε στο σπίτι, προσεκτικά, γιατί όσο το κρατούσε εκείνο έσταζε βρωμόνερα και λάσπη, αφήνοντας πίσω του μιά μικρή γραμμή της διαδρομής, από την εξώπορτα, σε όλο το μήκος του κήπου, και μέχρι την πίσω πόρτα της κουζίνας.
-"Τί είναι αυτό αγάπη μου?" της είπε εκείνος βλέποντας την να το κρατά.
-" Ελα σε παρακαλώ, πέτα το... είναι βρώμικο, θα πάθεις τίποτα..."
Τα μάτια της πήραν αυτό το πεισματάρικο βλέμμα, τα χείλια της σούφρωσαν με κάτι, ανάμεσα σε θυμό, παράπονο και πείσμα.
-"Θα το καθαρίσω, θα το πλύνω, δεν παθαίνω τίποτα..."
-"Δεν μπορούσα να το αφήσω στο πεζοδρόμιο, μέσα στα νερά, δεν το καταλαβαίνεις?"
Τα αρκουδάκια, έχουν ψυχή...

Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

ΕΡΧΕΣΑΙ ΚΑΙ ΦΕΥΓΕΙΣ...

Έρχεσαι και φεύγεις!
Με πονάς λίγο, με πονάς πολύ.
Μου γλείφεις τις πληγές μου και τις επουλώνεις με φιλιά και μετά με ξαναματώνεις κα με αφήνεις να αιμορραγώ.
Σου απλώνω το χέρι ζητώντας βοήθεια, και σύ μου ρίχνεις αλάτι στην χούφτα για να τρίψω τις πληγές...
Μόλις πάει να χαράξει το χαμόγελο στα χείλη μου, κοιτιέμαι στον καθρέφτη και τρομάζω.
Μα, το είδωλό μου είναι αυτό που βλέπω, και ο εαυτός μου είναι αυτός που με τρομάζει.
Τόσα χρόνια ξόδεψα την ζωή μου να μαθαίνω τους ανθρώπους και δεν έμαθα εμένα!
Και τώρα, ζω με μιάν άγνωστη... και φοβάμαι!

Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΕΣ ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ...

Πόσο μου λείπουν οι καθημερινές κουβέντες μας!
Διαβάζω κάτι στο ιντερνετ και αμέσως θέλω να σε φωνάξω και να στο πώ... Πόσο μου λείπουν!!!
Επεφτε χτες το βράδυ η βροχή με τόση δύναμη, και 'γώ, ήθελα τόσο πολύ να ήσουν εδώ, δίπλα μου, μαζί μου, να βγούμε στον κήπο και να αφήσουμε την βροχή να μας μουσκέψει μέχρι το κόκκαλο, να αγκαλιαστούμε κάτω από τις αστραπές και να χορεύουμε σαν τους τρελλούς παλιούς Ινδιάνους...
Και μετά, έτσι μουσκεμένοι και οι δυό, να πέσουμε στο κρεββάτι μας και να κάνουμε έρωτα. και να ανακατεύεται ο ιδρώτας των κορμιών μας με το νερό της βροχής, και απ'αυτό να ξεδιψάμε το πάθος μας.
Μα εσύ ήσουν αλλού, γιατί, εγώ σε διώχνω.
Και 'γώ, ήμουν μόνη μου εδώ.
Και ο κήπος κάτω, ήταν έρημος και μας ζητούσε...
Γιατί δεν ήξερε τι να το κάνει τόσο νερό που έπεφτε...

Κυριακή 27 Ιουνίου 2010

ΣΤΟΝ ΡΥΘΜΟ ΤΟΥ "ΒΑΛΣ ΤΩΝ ΧΑΜΕΝΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ"...

Ενα τρελλό ολόγιομο φεγγάρι πάνω από τον Λυκαβηττό και την Ακρόπολη, με κοιτάει να κάθομαι στην βεράντα και με κοροϊδεύει.
Η λάμψη του φτάνει μέχρι το Κερατσίνι και καθρεφτίζεται στην θάλασσα του Πειραιά...
Και γώ, από δώ που βρίσκομαι, τα βλέπω και τα τρία στη σειρά να λαμπιρίζουν και να παίζουν με τις σκιές τους πάνω από την ολόφωτη Αθήνα.
Μιάν Αθήνα που σήμερα ανασαίνει λίγο πιό ήρεμα, βράδυ Σαββάτου, καλοκαιρινό, με δροσιά παραδόξως, και αναστενάζει τις λύπες και τις στεναχώριες της, τις μελαγχολίες της, τους έρωτες και τα βάσανά της.
Η μουσική, ανακατεύεται με τον θόρυβο από τα σκουπιδιάρικα και τα μηχανάκια, και λές και χορεύουν και αυτά στο "Βαλς των Χαμένων Ονείρων" του Χατζιδάκι, μαζί με τις σκέψεις μου, που γυρίζουν κάθε τόσο σε σένα.
"Impossible relationships"! Αδύνατοι έρωτες, σχέσεις χωρίς λύσεις, σχέσεις που δεν οδηγούν πουθενά, χωρισμοί σε αδιέξοδα.
Και το φεγγάρι να με κοιτάει απο ψηλά, ολοστρόγγυλο, κατάφωτο και λαμπερό και να μου γελάει κλείνοντας το μάτι...