Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ"

Όμορφη πόλη, 
βαθύς σκούρος, 
νοτισμένος ουρανός
σε σκεπάζει.
Κατεβαίνει τόσο χαμηλά, 
που ακουμπά τις πλάτες μας
και βαραίνει τους ώμους.
Στην καρδιά που χτυπάει
δυνατά,
ήδη η μελαγχολία
έχει απλώσει τα δίχτια της
και το χέρι σου,
που κρατάει το δικό μου,
σιγουριά και προστασία,
δεν μπορεί να μου δώσει.
Πατάω γερά στο πεζοδρόμιο,
σταματάω στο κόκκινο φανάρι
των πεζών.
Και όταν το πράσινο ανάψει,
πέφτω στις ρόδες του πρώτου
αυτοκινήτου που
θα βρεθεί μπροστά μου...

Κυριακή 23 Νοεμβρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. ΤΑ "ΑΔΕΣΠΟΤΑ" ΠΟΙΗΜΑΤΑ.

Ουρανός βαρύς και μουντός.
Μέρα βροχερή και υγρή,
ενός χειμώνα πού μπαίνει 
και καταλαμβάνει κάθε κομμάτι 
της ψυχής και του κορμιού .
Το ρίγος που σε διαπερνά,
δύσκολα μπορείς να πείς
αν είναι από το κρύο 
ή από τον φόβο.
Οι ώρες περνούν, 
χωρίς να μπορείς να διακρίνεις
την αλλαγή στο φώς της μέρας.
Σαν να σταμάτησε ο χρόνος
και η ζωή,
Και σύ, συνεχίζεις 
σε ένα δρόμο πού
δεν σε βγάζει πουθενά.

Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ" ΠΟΙΗΜΑΤΑ.

Είσαι σαν τον αδερφό μου πιά.
Ζωντανός εσύ, 
αλλά πεθαμένος.
Και σ' αγαπώ, ακόμα,
χωρίς να σε κρίνω.
Μόνο μ'ενα παράπονο 
στο στόμα.
Πού σφράγισε,
με το τελευταίο σου φιλί
Ιούδα...
Τότε που φίλαγες εμένα
και σκεφτόσουν εκείνη...
Τότε που φίλαγες εκείνη για αντίο,
κι' ερχόσουν σε μένα,
να με φιλήσεις για καλωσόρισμα.
Είσαι σαν τον αδερφό μου πιά!
Κλεισμένος στην ψυχή μου.
Πεθαμένος.
Και ας είσαι ζωντανός
για την άλλη.

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ. "ΣΚΛΗΡΟ ΚΟΜΜΑΤΙ ΓΚΡΙΖΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ".

Σκληρό κομμάτι γκρίζου ουρανού,
σκεπάζει τη φωνή μου.
Ανελέητα πιέζει το στήθος μου,
και την ανάσα μού κόβει.
Σκληρό κομμάτι γκριζου ουρανού,
πατάει πάνω μου
σε μια προσπάθεια να με ισοπεδώσει.
Σφίγγω τα χείλια,
σφίγγω τα δόντια,
σφίγγω τις γροθιές,
αντιστέκομαι.
Θυμώνω,
βουρκώνω,
πεισμώνω.
Σκληρό κομμάτι γκρίζου ουρανού,
χειμωνιάτικο και υγρό,
εγώ θα σε νικήσω
με την φωτιά που καίει 
την ψυχή μου.

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΑ ΑΔΕΣΠΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ".

Εδώ λοιπόν πάλι!
Με το χέρι μου 
να χαϊδεύει το στέρνο σου,
και το χέρι σου
δικό μου μαξιλάρι.
Αγαπώ
τη μυρωδιά σου!
Αυτή μου λείπει
τα ατέλειωτα
μοναχικά μου βράδια.
Το ραντεβού των 2.30μμ.
κρατάει πάντα
τρία τέταρτα.
Και μετά,
αρχίζει πάλι 
η ατέλειωτη αναμονή...

Πέμπτη 23 Οκτωβρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΒΡΕΧΕΙ" στη μάνα...



Βρέχει...
Θα ποτίσει το κυκλάμινό σου,
Θα ριζώσει το κλαδί
που σου φύτεψα,
θα κρατήσει λίγο ακόμα
ζωντανά,
τα λουλούδια που ακούμπησα
στο άσπρο μάρμαρο...
Θα σβήσει το καντήλι σου.
Μα δεν πειράζει.
Αυτό καίει πάντα
στην καρδιά μου....

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΡΩΤΙΚΟ 2".

Όμορφο αγόρι, 
με το φαρδύ στέρνο 
και τους ήδη γκρίζους κροτάφους,
πώς να γιατρευτώ 
απο σένα;
Τί κι' αν κυλιόμαστε 
περιστασιακά 
σε ξένα κρεβάτια.
Μαζί δεν θα μας 
πάρει ποτέ ο ύπνος.
Κανένα ξημέρωμα
δεν θα μας βρεί 
ποτέ αγκαλιά.
Πόσο ν' αντέξω 
ακόμα
την απουσία σου;
Πώς να συνηθίσω
την ερημιά
του άλλου μισού μου 
κρεβατιού;
Όμορφο αγόρι,
το άδειο μαξιλάρι σου
ουρλιάζει τη νύχτα
εντός μου.
Και οι κραυγές του
μου τρυπάνε την ψυχή!
Βγές απ' το μυαλό μου!
Φύγε απ' τα 'ονειρά μου!
Λύτρωσέ με 
από την απουσία σου,
Έλα!

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΡΩΤΙΚΟ"

Μικρό αγόρι...
Θα σε διεκδικήσω πάλι,
όταν η σάρκα
θα είναι αδιάφορη
για την ηδονή.
Τότε, πού ο έρωτας
θα είναι μόνο 
μια θύμηση παλιά,
και η γλυκειά επιθυμία
του μυαλού.
Όταν το κορμί μου
δεν θα ιδρώνει
στην ανάσα σου
και δεν θα ριγεί
στη σκέψη σου.
Τότε θα σε διεκδικήσω!
Πάλι! 
Ξανά!
Γιατί είσαι δικός μου.
Και κανένας δεν μπορεί 
να σ' έχει άλλος!



Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."ΑΤΙΤΛΟ".

Χείλη σφιγμένα, βλέμμα σκοτεινό.
Μια υποψία πίκρας στην άκρη του χαμόγελου.
Μάτια που γυαλίζουν στο σκοτάδι
και κρύβουν τα δάκρυα.
Το σάλιο στο στόμα,φαρμάκι.
Μια ζωή που περνά με πόνο 
και αγκομαχητό.
Κάθε ανάσα, βγαίνει με κόπο
σαν να 'ναι η τελευταία.
Ζωή, 
που ξημερώνεις με ελπίδα
και βραδυάζεις με απογοήτευση...
Για να περάσεις τη νύχτα σου
παλεύοντας με τα θηρία.
Και να σε βρεί το χάραμα
αποκαμωμένη,
να μαζεύεις τα κομμάτια σου
για να συνεχίσεις...

Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΠΛΗΓΗ"...

Πληγή γλυκειά,
ρόδο πορφυρό το αίμα της 
να στάζει.
Πληγή αγάπη,
με την σκιά του χωρισμού 
στα μεγάλα μάτια.
Κοίτα με 
Φίλησέ με,
άφησε να γλυκάνω 
τον πόνο σου.
Δώς μου το χέρι σου
κράτα με σφιχτά,
μη φοβηθείς,
όσο δίπλα σου στέκω
τίποτα δεν μπορεί να σε πονέσει πια.
Κι' όταν θα φύγω,
πάλι μαζί σου θα 'μαι...

Πέμπτη 11 Σεπτεμβρίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΣΕΠΤΕΜΒΡΗΣ 2014".

Έμπαινε γλυκά ο Σεπτέμβρης. 
Με μια μπόρα ξαφνική, μετά μιά λιακάδα γεμάτη θλίψη και μελαγχολία, με την μυρωδιά του βρεγμένου χώματος να σου καίει τα ρουθούνια. 
Να φουσκώνουν τα πνευμόνια σου για να βρούν μέσα στον αέρα της πόλης το οξυγόνο, ανακατεμένο με το καυσαέριο και την φασαρία απο τα μηχανάκια και τα αυτοκίνητα.
Και αυτός ο καταγάλανος ουρανός της Αττικής, με τα άσπρα σύννεφα, διάσπαρτα να ταξιδεύουν με την ταχύτητα του αέρα που αρχίζει να κρυώνει και κάνει το σώμα σου να ριγεί στην επαφή μαζί του, σαν εραστής, που τον θέλεις απελπισμένα.
Περπατάς στην Πειραιώς, και τα φουγάρα απο τα παλιά εργοστάσια και το Γκάζι, υψώνονται ψηλά, προς τον ουρανό και σε κάνουν να θές να μπορούσες να πετάξεις...ψηλά.
Τα πόδια σου όμως μένουν καρφωμένα στο φρεσκοπλυμένο απο την σκόνη του καλοκαιριού πεζοδρόμιο....
Πατούν γερά στην αττική γή, νοιώθουν τον παλμό της, την ψυχή της... 5000 χρόνια δρόμος...
Πόσα πόδια τον περπάτησαν, πόσοι πόθοι στάθηκαν να ξαποστάσουν στο χώμα της, κι' ύστερα να συνεχίσουν την πορεία τους...
Πόσα αντίο να κρύβει άρα γε ο Κεραμεικός;
Πόσα καλοσωρίσματα η επιστροφή απο τον Πειραιά στο "Κλεινόν Άστυ";
Πού και πού, ανάμεσα στα μισογκρεμισμένα κτήρια, ξεφυτρώνουν μια συκιά, ένα αγριόδεντρο, μια μαργαρίτα, ένα χορτάρι...
Σ'αυτόν τον δρόμο, σ' αυτή την πόλη που την σκέπασε το τσιμένο και η άσφαλτος, υπάρχει ακόμα μιά καρδιά, απο κάτω, στα σπλάχνα της, που χτυπάει, αιώνες τώρα με τον ίδιο ρυθμό πάντα...
Σκύβω να δέσω το κορδόνι του παπουτσιού μου.
Το φανάρι είναι πράσινο για τους πεζούς, μα εγώ ακινητώ.
Δεν θέλω να πάω πουθενά.
Εδώ θέλω να μείνω.
Έτσι ακίνητη πιά.
Σαν άλλη Καρυάτιδα, να κρατήσω καλά κλεισμένα μέσα από το ντροπαλό και φειδωλό χαμόγελό μου, τα μυστικά της δικής μου εποχής...
Για τους επόμενους, που ίσως μια μέρα, περνώντας βιαστικοί και αφηρημένοι από τις σκοτούρες τους, τύχει και με προσέξουν...

Σάββατο 30 Αυγούστου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. " ΕΦΙΑΛΤΕΣ".

Οι εφιάλτες χτυπούν πάντα
το ξημέρωμα.
Έρχονται να σου θυμήσουν
τα λάθη σου, τα πάθη σου,
τις ενοχές και τα παράπονά σου.
Ανοίγεις τα μάτια στον ουρανό
που μόλις χαράζει ...
Μια καινούργια μέρα αρχίζει.
Μα, οι περασμένες δεν σβήνουν
απ' το μυαλό σου
ποτέ.....

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΝΑ ΖΕΣΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΔΕΥΤΕΡΑΣ".

ΕΝΑ ΖΕΣΤΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ.

Η ζέστη κολλούσε στο κορμί της και ο ιδρώτας, κυλούσε στη ραχοκοκκαλιά της αφήνοντας πίσω του ενα ρίγος γλυκό...που την διαπερνούσε.
Το χέρι της βαρύ, πονούσε από το πρωί σήμερα και κανένα παυσίπονο δεν κατάφερνε να το ηρεμήσει.
Κι' όσο το χέρι παρέλυε και παραδινόταν, τόσο η ψυχή της δεν ησύχαζε λεπτό...
Ούτε και το μυαλό της που δούλευε συνέχεια...σε χιλιάδες σκέψεις, αγωνίες και απορίες.
Κάποιος στη διπλανή πολυκατοικία πότιζε και ο θόρυβος του νερού που κυλούσε, πέρασε μέσα απ' τ' αυτιά της και της τύλιξε το κορμί με μια φανταστική δροσιά, κάνοντάς την να πάρει μιαν ανάσα,τόσο βαθειά, που βγήκε και ακούστηκε σαν αναστεναγμός.
Έκλεισε τα μάτια της και είδε μπροστά της την παραλία του σπιτιού στο χωριό. 
Ξαφνικά, η ζέστη δεν την ενοχλούσε πιά. 
Οι ευκάλυπτοι και το κύμα μαζί με τα τζιτζίκια, σε συμφωνία, πλημμύρισαν το μυαλό της με μια μουσική μαγική.
Κράτησε τα μάτια της κλειστά, συνειδητά πιά, να κρατήσει την στιγμή, όσο πιο πολύ μπορούσε.
Στο κουρασμένο πρόσωπό της, τα δάκρυα απο τα μάτια ανακατεύτηκαν με τον ιδρώτα που κυλούσε απο τους κροτάφους της, και αν δεν την ήξερες καλά, για να δείς τα σφιγμένα απο το παράπονο και τη νοσταλγία χείλη της, με τίποτα δεν θα μπορούσες να καταλάβεις οτι έκλαιγε....

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ .

Δώδεκα χρόνια πρίν, είχα ήδη αρχίσει να μετράω ανάποδα τέτοια ώρα...
Περίμενα στην αίθουσα αναχωρήσεων να βρεθεί πτήση να γυρίσω στην Αθήνα.... 
Από το πρωί, με είχε πάρει η αδερφή μου να μου πεί να γυρίσω, πως "έφτανε πια η ώρα"... και 'γω, με ενα βιβλίο στο χέρι και την τσάντα μου είχα πάει στο αεροδρόμιο, είχα εξηγήσει το επείγον της κατάστασης και περίμενα σε ποιά πτήση θα χωρούσα να πετάξω και αν θα πρόφταινα...να φτάσω έγκαιρα.
Έγκαιρα γιατί; 
Ακούγεται τόσο τραγικά αστείο το έγκαιρα όταν μιλάμε για τον θάνατο...
Και πρόφτασα... 
Τον κράτησα αγκαλιά όλη τη νύχτα. 
Του ψιθύριζα συνέχεια στο αυτί, να την αφήσει την ψυχή του να πετάξει σαν τον "Αετό του Πάρνωνα ", που ήταν, όταν ήταν "καπετάνιος" ατρόμητος εκεί στο βουνό του το αγαπημένο.
Εκείνο που νόμιζε οτι έβλεπε στον άσπρο τοίχο απέναντι απο το κρεβάτι του,τους τελευταίους μήνες... 
'Ολη τη νύχτα πάλευε με τον Χάρο, και ΄γω, εκεί, του κρατούσα το χέρι, του έλεγα "είμαι εδώ, δίπλα σου", ήξερα πως με ένοιωθε... το ένοιωθα και γώ... 
Με τύλιγε η αγάπη του, η έννοια του, πανοπλία λές γύρω απ' το κορμί μου σαν να έκανε την ψυχή του... 
Ξημέρωσε η μέρα, τον έπλυνα, του δρόσισα το μέτωπο που έκαιγε και ένοιωσα τα κρύα πόδια... 
Από τα χαμηλά ξεκινά να σε νικάει ο θάνατος...
Μεχρι να μπεί η μέρα, είμασταν και τα τρία του παιδιά, δίπλα του. 
Τον κρατούσα αγκαλιά συνέχεια. Ήμουν πάντα η μικρότερη και η χαϊδεμένη του. Ο "τουρίστας" της οικογένειας όπως έλεγε...
Κάποτε που είχε φύγει ταξίδι, τρίχρονο κοριτσάκι ακόμα, χώθηκα στη ντουλάπα με το κουστούμι του αγκαλιά, για νά'χω τη μυρωδιά του και με έψαχναν για ώρες... 
Μου φύσυξε στο πρόσωπο, τις τρείς τελευταίες ανάσες του. 
Και έφυγε, με μιά γκριμάτσα σαν να ξερνούσε όλη την αηδία αυτού του κόσμου που είχε ζήσει...
Κράτησα στις τρείς αυτές ανάσες, την δύναμη της ψυχής του, το πείσμα να μην σκύβω το κεφάλι και την περηφάνια της γενιάς μου, που μου την κληρονόμησαν εκείνος και η μάνα μου.
Έμαθα από αυτήν την αηδία της τελευταίας του γκριμάτσας, να παραμερίζω απ' τη ζωή μου τα άχρηστα, τα ανούσια, τα κενά...
Πέταξα από πάνω μου σιγά σιγά, μέσα σ'αυτά τα δώδεκα χρόνια πολλά ... 
Άχρηστα όλα, ανόητα και ψεύτικα πράγματα.
Έπρεπε να χάσω τη γή κάτω απ' τα πόδια μου με τον χαμό του, για να μπορέσω να πατήσω γερά στα πόδια μου και να σηκώσω το κεφάλι μου ψηλά...
Έκλαψα πρίν απο την κηδεία του, και μετά, ποτέ πιά, δάκρυ δεν κύλησε απο τα μάτια μου όταν ο θάνατος μου στερούσε εναν έναν τους δικούς μου αγαπημένους. 
Όταν κλαίει και σπαράζει η ψυχή, στερεύουν τα δάκρυα.
Τώρα δακρύζω μόνο για το μπλέ της θάλασσας και τ' ουρανού. Για το πράσινο του πεύκου που φτάνει μέχρι το κίτρινο κάποιες στιγμές ανάλογα με το φώς του ήλιου. 
Για την μυρωδιά της φρεσκοβρεγμένης γης, μετά την καταιγίδα. 
Δακρύζω με μια  μελωδία του Μπαχ, ίδια όσο με ενα ζεϊμπέκικο, ή μ' ενα στίχο  από ενα ποίημα.
Μου'μαθες πολλά και σου χρωστάω...
Μα αυτό που με τίποτα δεν ξεπληρώνεται πατέρα μου, είναι πού με έμαθες να ζώ την κάθε στιγμή της ζωής μου στην ανάσα της... 
Ούτε πρίν, ούτε μετά. 
Μόνο εκείνη τη στιγμή! 
Την μοναδική και την υπέροχη!
Καληνύχτα μπαμπά μου. 






Κυριακή 17 Αυγούστου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΔΥΟ ΜΕΡΕΣ ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟ"

Μικρή, γλυκειά, υπέροχη φίλη.
Ζωή! που, ούτε μια στιγμή
δεν μου αρνήθηκες
το δάκρυ και τον πόνο,
το γέλιο και την ευτυχία.
Ζωή, που με συντρόφεψες
ως τα τώρα, ακούραστα,
σε κάθε βήμα μου.
Πού ποτέ δε τσιγγουνεύτηκες
να μου στέλνεις
λύπες και χαρές.
Άσε με πια να φύγω!
Κουράστηκα να σε κρατώ 
απ' το χέρι.
Βαριά είναι τώρα, τα βήματά μου
καθώς σ΄ακολουθούν 
στο δρόμο που μου χαράζεις...
Δεν θέλω πια να "παίξω".
Πάρε το κουβαδάκι μου, 
και δώστο σ' άλλο παιδάκι.
Κι' άσε 'δώ,
σ'αυτή την ήσυχη γωνιά
του πάρκου,
σ' αυτό το παγκάκι.
Να γείρω και να κοιμηθώ
Και το πρωί, 
σαν θα με βρούν οι φύλακες, 
να μην ξυπνήσω άλλο πιά...

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑΤΙΚΗ ΜΠΟΡΑ".

Βρέχει! 
Ενώνονται οι σταγόνες του ιδρώτα στο μέτωπο, με αυτές της βροχής... 
Νοστιμίζει η βροχή, απ' τ' αλάτι του ιδρώτα, δροσίζεται το κορμί, από το καθαρό νερό της βροχής.
Καμμιά φορά, φτάνει τόσο βαθειά, που ξεπλένει και την ψυχή, για λίγο. 
Και την νοιώθεις πιό ανάλαφρη. 
Για λίγο μόνο... Όσο χρειάζεται για να πάρεις ανάσα βαθειά και κουράγιο να συνεχίσεις.....
Για τόσο μόνο...
Γιατί τα πόδια σου, πάντα πατούν στη γή. 
Και ή σκονίζονται ή πατάνε στη λάσπη.
Άλλη επιλογή, σ' αυτή τη ζωή, δεν έχει.....

Σάββατο 12 Ιουλίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΟΥΒΕΝΤΕΣ ΣΤΟ ΒΡΟΝΤΟ".

Τώρα με κοιτάζεις, από το παράθυρο, δίπλα στο γραφείο μου.
Η κολλημένη στο τζάμι φωτογραφία σου, δεν μπορεί να σβήσει την πίκρα του χαμόγελου που είναι ζωγραφισμένο στα χείλη σου. 
Και αυτά τα μάτια σου, που με κοιτούν και στάζουν τόση θλίψη... 
Αχ! 
Να μπορούσα να'ξερα τι θέλουν να μου πούν...
Μάταιο. 
Με την απορία θα μείνω το ξέρω.
Να περιμένω ν'ακούσω τη φωνή σου, που δεν θα μιλήσει ποτέ πιά.
Τόσος πόνος! 
Τόσος θάνατος! 
Τόση απώλεια! 
Πόση μπορεί να αντέξει μια καρδιά χωρίς να σπάσει;
Κι' αμα σπάσει, σε πόσα κομμάτια μπορεί ακόμα ν'αντέξει και να συνεχίζει να χτυπά;
Γεμίζουν στο σπίτι, σιγά σιγά, οι τοίχοι με φωτογραφίες πεθαμένων. 
Πάνε πια οι πίνακες με τα λουλούδια και τα σεντόνια... 
Γίνεται σιγά σιγά η ζωή μου ολόκληρη μια "νεκρή φύση"...
Δεν με πονάει που "έφυγες".
Που μ'άφησες πίσω δεν μπορώ ν'αντέξω...

Δευτέρα 7 Ιουλίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΑΝΑΜΝΗΣΗ" 2.

Κι' είχαν τα χέρια μου
την μυρωδιά της σάρκας σου
και τα χείλη μου ακόμα
τη γεύση από τον λαιμό σου...
Έμεινε στα μάτια μου η εικόνα 
από το γκρίζο σου κεφάλι
και στ' αυτιά μου η φωνή σου 
αντηχούσε τ' ονομά μου.
Δεν θυμάμαι πιά τί μου έλεγες,
μα δεν θα το ξεχάσω ποτέ.

Κυριακή 6 Ιουλίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΒΑΡΕΘΗΚΑ".

Βαρέθηκα!
Είπε, και έκλεισε τα μάτια της....
Και έτσι μαγικά, σβήστηκαν όλα απ’ το μυαλό της....
Ένα απέραντο λευκό κενό, κάτι σαν πουρές πατάτας, ζεστός , λαχταριστός νόστιμος...
Μόνο αυτό ένοιωθε ότι είχε στο κεφάλι της...
Της γέμιζε και το στομάχι, ένοιωθε χορτάτη, ευτυχισμένη,
χωρίς να ξέρει ούτε γιατί, ούτε πώς...
Μετά από εκείνο το «βαρέθηκα» που είχε πει, έτσι τουλάχιστον άκουγε να λένε οι άλλοι, γιατί αυτή, δεν νοιαζόταν πια..
Μια μοβ χάρτινη πεταλούδα, δεμένη σε ένα λεπτό σύρμα και ενωμένη με ένα ηλιακό μηχανάκι, γύριζε σαν τρελή γύρω γύρω από τα δεσμά της, μπηγμένη σε ένα γλαστράκι βασιλικού.
Δεν την ένοιαζε που ήταν χάρτινη, πετούσε και έτσι, και έπειτα, ποιός την βεβαίωνε ότι και αυτή δεν είχε ψυχή;
Το βράδυ που ο ήλιος σταμάταγε να τροφοδοτεί το μηχανάκι, έστεκε ακίνητη.
Από την έξω μεριά του παραθύρου.
Από την μέσα μεριά, έστεκε αυτή, και την παρατηρούσε...
Τα χρώματα, τα σχέδια, τις πιτσίλες...
Καμμιά φορά, αν φυσούσε λίγο, τρεμόπαιζε στον αέρα... η πεταλούδα.
Γιατί εκείνη έστεκε ακίνητη... με ένα μισό, θλιμμένο χαμόγελο στα χείλη της και μια παραιτημένη ηρεμία στα μεγάλα της μάτια.
Είχε πάψει να μιλάει εδώ και καιρό.
Τι να πεί;
Και σε ποιόν;
Και γιατί;
Άκουγε όλα όσα της έλεγαν, κανείς δεν μπορούσε να πεί αν κατανοούσε..
Λές και έμπαινε από μιά μυστική σύριγγα ο ήλιος μέσα στις φλέβες, της, σαν ναρκωτικό, και την ανέβαζε σε άλλους ουρανούς...
Μόνο τον ήλιο κοιτούσε, μόνο αυτόν δεχόταν πια να την αγγίξει.
Και μόνο αυτός την άγγιζε πιά.
Είχε πάρει τόση στενοχώρια στην ψυχή της, δεν χωρούσε άλλη έλεγε κάθε φορά. Και μετά από λίγο, πάλι άδειαζε λίγος χώρος, και ξαναγέμιζε με καινούρια.
Ποιά κατάρα την κυνηγούσε; Ποιά κατάρα που την έβγαζε το κορμί της; Λες και την γεννούσε η ίδια πάντα.
Κρύωνε. Την διαπερνούσε ένα ρίγος θανάτου. Μα μόνο μέχρι εκεί έφτανε, και σταματούσε.
Δεν συνέχιζε, τουλάχιστον να την λυτρώσει.
Κρύωνε όπως τότε... στο Μόναχο...
Μόνο που τώρα δεν υπήρχε φως,
Δεν υπήρχε ηρεμία, δεν υπήρχε ούτε ο πατέρας της από την από δω μεριά της ζωής, να της ζητήσει να μείνει.
Είχαν όλοι χαθεί...
Και αυτή είχε μείνει μόνη στο σκοτάδι και στον σκατόκοσμο που την περιτριγύριζε.
Και το μισούσε πια αυτό, δεν το άντεχε άλλο.
ΒΑΡΕΘΗΚΑ! Ξανασκέφτηκε.
ΒΑΡΕΘΗΚΑ! Ψιθύρισε σιγανά στον εαυτό της...
ΒΑΡΕΘΗΚΑ!
Και έκλεισε τα μάτια της.


Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΧΑΝΟΝΤΑΙ ΟΛΑ".

Χάνονται όλα.
Αλλά, αυτή η ζωή,
είναι για να χάνεις 
έτσι και αλλοιώς.
Το κέρδος σου,
μόνο το σκορπάς.
Το ζείς.
Μαζί σου φεύγοντας,
μόνο ο,τι έχεις ξοδέψει
παίρνεις.
Όλα τα άλλα μένουν 
εδώ.....

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΣΙΓΑ ΣΙΓΑ".

Μαθαίνεται ο πόνος!
Χαρακιά και αλάτι
στη πληγή.
Κι' ύστερα,
κι' άλλη χαρακιά
και πάνω της
κι' άλλο αλάτι.
Σιγά σιγά
συνηθίζεται 
κι' αυτό,
όπως όλα.
Σιγά σιγά
σε πλησιάζει 
ο θάνατος.

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ODE TO BILLIE HOLIDAY".

ODE TO BILLIE HOLIDAY.

Βαθιά φωνή, μελωδική.
Βραχνή και μισοναρκωμένη
Το ρούχο να κολλάει
πάνω στο ιδρωμένο κορμί
και η υγρασία του Νότου,
να ποτίζει τη σκούρα σάρκα.
Ακόμα ένα ποτό...
Και η Μπίλι να σιγομουρμουρίζει
τον πόνο της καρδιάς της.
Βάλε ακόμα ένα!
Η τελευταία γουλιά στο ποτήρι μου,
μόλις έγινε ιδρώτας
στο μέτωπο.
Βάλε κι’ άλλο!
δάκρυα γίνεται στα μάτια...
Διψάω τόσο γι’ αγάπη!
Κι’ αυτή, μόνο πόνο μου δίνει...
Παράξενο φρούτο

Που είναι ο έρωτας..........