Την Άνοιξη,
άρχισε ο κισσός, σιγά σιγά
να απλώνεται στον τοίχο του κήπου.
Μέχρι να μπεί το καλοκαίρι,
είχε φτάσει στα παράθυρα
μα,
εγώ, δεν τα άνοιγα πιά
και έτσι δεν με πείραζε...
Έπειτα, ο ήλιος με τύφλωνε
και η σκιά του κισσού
λίγο δρόσιζε
αυτή τη ζέστη τη βασανιστική και αποπνικτική.
Και έτσι, δεν τον πείραξα.
Ούτε που το κατάλαβα
για πότε έκλεισε όλες τις πόρτες.
Πώς τα παράθυρα, σφράγισαν ξαφνικά
από τις ρίζες του,
πώς έγινε το σπίτι
μιά σκοτεινή φυλακή με μόνο ένοικο
εμένα.
Τώρα, δεν έχει φως.
Δεν ξέρω πιά
αν είναι νύχτα ή μέρα.
Τι σημασία έχει άλλωστε;
Αφού,
ποτέ δεν πρόκειται να βγώ από δώ.
Νιώθω τις ρίζες του κισσού
να πλησιάζουν όλο και πιό κοντά μου.
Κάνει κρύο εδώ μέσα.
Και είναι σκοτεινά.
Το σπίτι έπαψε να είναι φυλακή.
Και έγινε τάφος!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου