Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΓΙΑΤΙ".

Όταν έρχεσαι το βράδυ,
πάντα σε ρωτώ γιατί.
Γιατί, έφυγες,
γιατί, γύρισες,
γιατί, δεν με κοίταξες ποτέ
στα μάτια,
γιατί, άργησες
γιατί το χαμόγελό σου ήταν
πάντα λυπημένο,
γιατί, δεν μου έπιασες ποτέ
το χέρι,
γιατί, δεν με κράτησες όταν
έπεσα,
γιατί, δεν με βοήθησες να σηκωθώ.
Μα εσύ με κοιτάς,
και δεν μιλάς.
Απάντηση δεν έχεις να μου δώσεις.
Δεν απαντούν οι σκιές,
δεν μιλούν τα φαντάσματα.
Μόνη ξυπνάω πάντα
το πρωί,
μ΄όλα τα "γιατί" μου
στο κρεβάτι.
Δυό - δυό τα καταπίνω
βιαστικά μαζί με τον καφέ,
και χάνομαι στην κίνηση της μέρας.
Ύστερα, όταν το βράδυ
σπίτι θα γυρίσω πάλι,
εκεί, θα έρθεις να με βρείς ξανά...
Κι' απ' την αρχή,
θα πιάσουμε το παιχνιδάκι μας
και πάλι...

Σάββατο 13 Απριλίου 2013

Στον αδερφό μου...

Έστηνες τα ντενεκάκια απέναντι, κάτω από το πεύκο. 
Μετά, γέμιζες το όπλο... 
Μου το έδινες, χαμογελούσες, καθώς βάραιναν τα χεράκια μου κάτω από το βάρος του, και έβλεπες να σουφρώνω τα χείλια μου με πείσμα, για να μην δείξω οτι ήταν βαρύ. 
Έσκυβες δίπλα μου, μου ίσιωνες το σημάδι, κατεύθυνες το κεφάλι μου στο σημαδάκι, έτσι μου έλεγες, "βλέπεις το σημαδάκι;" "μέσα από 'κει θα περνάει η γραμμή και θα σημαδεύεις"... 
Ένα, δύο, τρία, τέσσερα... σε κάθε ντενεκάκι που έπεφτε από το τραπεζάκι, τιναζόμουν ολόκληρη... και συνέχιζα.
Και σύ, κοιτούσες, χαμογελούσες και καμάρωνες... 
Ο μεγάλος μου αδερφός, με μάθαινε σημάδι, με μάθαινε να καθαρίζω μαζί του τα όπλα, με έπαιρνε και καμμιά φορά, μαζί του μαζί με τον πατέρα, στο κυνήγι...
Γελούσαν μαζί μου, καθώς ακολουθούσα μαζί με τα σκυλιά... σαν σκυλάκι και γώ... η μικρή, 
η "μικρή σου"...
Ύστερα, πέρασε καιρός...
Το πεύκο ξεράθηκε και το κόψαμε. 
Εσύ έλειπες στο εξωτερικό, εγώ μεγάλωνα, ο πατέρας πέθανε, η μάνα πέθανε, εγώ ήμουνα πάντα η μικρή σου, και μετά, πέθανες!
Πέθανες και σύ!!!
Και έμεινα εγώ, "μικρή", χωρίς μεγάλο αδερφό πιά...
Και βλέπω τους αετούς να πετάνε ψηλά στα βουνά, και κανένας δεν είναι πιά, δίπλα μου να μου δείξει πως πλανάρουν, εσύ δεν είσαι μαζί να μοιραστούμε το πέταγμα, την χαρά, το γέλιο, την λύπη...
Ποτέ πια δεν θα είσαι δίπλα μου από δω και μπρος...
Όσους αετούς και γεράκια και να δώ, εσύ δεν θα τους βλέπεις, όσες θάλασσες και αν κολυμπήσω, εσύ δεν θα τις μοιραστείς μαζί μου, δεν θα μου ξαναπείς ποτέ τι θα φυτέψεις στο χτήμα, δεν θα σε ξαναμαλώσω ποτέ γιατί έκοψες τα χέρια σου σκάβοντας, και "τι διπλωματικός είσαι εσύ με τέτοια χέρια"... 
Η λιμνη που βούταγες με τις μπουκάλες, είναι σκοτεινή και κρύα, και σύ δεν είσαι μέσα πιά, εγώ δεν σε περιμένω απ'έξω με αγωνία να δω το κεφάλι σου να ξεπροβάλλει...
Σου άρεσε που ήταν "σκοτεινά και ήσυχα"... έτσι μου είχες πεί  όταν σε ρώτησα τι βλέπεις εκεί κάτω στο βυθό.
Άραγε, εκεί που είσαι τώρα έτσι είναι; 
Τουλάχιστον είσαι ήρεμος; είσαι καλά;
Τουλάχιστον δεν πονάς πια... δεν υποφέρεις...
Τώρα εδώ είναι άνοιξη, σήμερα έχει και λιακάδα είναι απόγευμα...
Σε λίγο θα αρχίσει να σουρουπώνει. 
Δεν αλλάζει ο πόνος για μένα... 
Ο χαμός, είναι ίδιος και με ήλιο και με βροχή. 
Πονάει πάντα το ίδιο. 
Θα συνηθίσω, λέω...
Πάντα θα μου λείπεις οταν θα πετάνε οι αετοί ψηλά στον ουρανό, και όταν θα γυαλίζει ο ήλιος στη θάλασσα, και όταν θα βρέχει.
Θα είμαι πάντα "η μικρή σου". 
Και σύ θα είσαι πάντα ο μεγάλος μου αδερφός.
Δεν έχει σημασία που αντί να σε πάρω τηλέφωνο, τώρα κοιτάω ψηλά στον ουρανό, τη νύχτα, τ' αστέρια, και σε ψάχνω εκεί...
Και έχω τρία δικά μου στη σειρά, να λάμπουν. 
Τα έχω σταμπάρει... 
Και πριν κοιμηθώ, σας λέω,
Καληνύχτα πατέρα, καληνύχτα μάνα, καληνύχτα φρούλη μου... 


Τρίτη 2 Απριλίου 2013

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ.

Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ.

Πρόσεξες την λύπη 
στην λάμψη των ματιών μου;
Αυτή την αόρατη πίκρα 
στην άκρη του χαμογέλου;
Πόσο καλά με κοίταξες
όταν μου ψιθύρισες
"υπέροχη φωτογραφία";
Γιατί δεν είδες
τον πόνο
στο σούφρωμα των φρυδιών μου;
Σε ξεγέλασε ο ήλιος
που με τύφλωνε;
Η εγώ,
που πέτρωσα την καρδιά μου
για να μην σπάσει
από τον πόνο της
απουσίας σου;