Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 8 Μαρτίου 2021

 ΓΕΝΕΘΛΙΑ.

Μυρίζουν τα χνώτα μου 

από το τσιγάρο,  

και τα δόντια μου κιτρίνιζουν.

Η ανάσα μου, 

μου φέρνει στο νου

τον πεθαμένο μου αδερφό.

Κοιτάζω τα χέρια μου

και μου θυμίζουν 

τα χέρια της μάνας μου.

Πεθαμένη κι' αυτή

πάνε χρόνια τώρα.

Τα δάχτυλα των ποδιών μου

είναι ίδια με του πατέρα μου.

Το προγούλι στο λαιμό μου, 

που ο χρόνος σμιλεύει 

σιγά σιγά, 

μοιάζει κι' αυτό, με του πατέρα.

Πεθαμένος και αυτός, 

ακόμα πιό πολλά χρόνια 

απ' τη μάνα. 

Μεγαλώνω...

Και ο χρόνος, μου δίνει

ένα ένα τα χαρακτηριστικά τους.

Χαρακτηριστικά απ΄τους πεθαμένους μου.

Μα, εγώ είμαι ακόμα

ζωντανή!

Μεγαλώνω...

Κάθε χρόνο, ένα χρόνο ακόμα.

Τα κουβαλάω στη πλάτη μου

όλα τα χρόνια μου.

Εγώ, 

που πρώτη θέλησα να τα πετάξω

από πάνω μου.

Και με τιμώρησε η ζωή,

να μένω και να υπομένω 

τις απώλειες. 

Σαν αντίδωρο, 

τσιγγούνικες και λίγες οι χαρές. 

Μικρές, στιγμιαίες  λιακάδες,

ένα διάλειμμα μόνο 

μέσα στη συννεφιασμένη μου ζωή.

Έρχονται και φεύγουν οι μπόρες,

και 'γώ, στέκω όρθια

σαν ρημαγμένο από τον χιονιά

δέντρο, μόνο του πιά στην άδεια αυλή.

Ζούμε χωρίς να μπορούμε

να πούμε "κουράστηκα".

Ζούμε, συνεχίζουμε να ζούμε,

χωρίς να ρωτάμε.

Χωρίς να μπορούμε να μάθουμε

γιατί, δεν έχουμε το δικαίωμα

εμείς, 

να πούμε φτάνει πιά...




Κυριακή 7 Μαρτίου 2021

Μην τους φοβάσαι τους νεκρούς,

μου είπες. 

Και με χαϊδεψες απαλά, 

στο μάγουλο.

Μα, το χάδι σου δεν το ένιωσα

όπως παλιά.

Μην τους φοβάσαι τους νεκρούς,

είναι η προστασία σου

μου είπες, 

και γώ, προσπαθούσα 

να σου πω, πως δεν 

φοβάμαι τους νεκρούς.

Φοβάμαι τους ζωντανούς.

Φοβάμαι, που πέθανες 

και έμεινα μόνη μου.

Φοβάμαι, που με πνίγει

η μοναξιά,

χωρίς εσένα πιά. 

Φοβάμαι, που αγκαλιάζω

το άδειο σου ρούχο.

Φοβάμαι, που το μαξιλάρι

δίπλα μου

δεν έχει πιά τη μυρωδιά σου.

Μην τους φοβάσαι,

μου ξανάπες.

Και γώ, σου ζήτησα 

να με πάρεις μαζί σου

να μην φοβάμαι άλλο.

Μα, οι νεκροί δεν μας ακούν

εμάς τους ζωντανούς.