Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΑΤΩΜΕΝΟΣ ΓΑΜΟΣ"...

Κρατούσες το μολύβι με τ'αριστερό,
σαν η καρδιά σου να 'φτανε 
ως τ' ακροδάχτυλα...
Με τρεις γραμμές μπορούσες
τον κόσμο ολόκληρο να ζωγραφίσεις.
Πάνω στο άσπρο χαρτί
το μαύρο μολύβι κεντούσε 
σταυροβελονιά
και νυφικό φουστάνι έραβε
για την όμορφη κόρη.
Μοσχοβόλαγε το σκίτσο,
αγιόκλημα και άνθη άγριας λεμονιάς...
Ήταν Νοέμβρης.
Μόνος σου γύρισες στο άδειο σπίτι
μέσα από βρώμικα σοκάκια
στην κρύα και έρημη πόλη.
Άναψες όλα τα φώτα,
πήρες το μπλοκ για να σκιτσάρεις,
και όπως σε τρύπησε στο δάχτυλο
το καλοξυσμένο σου μολύβι,
μια κατακόκκινη σταγόνα αίμα,
έβαψε το νυφικό...

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΡΗΜΑΤΑ".

Αγαπάω
Αντιστέκομαι
Αντέχω
Πονάω
Υπομένω
Περιμένω
Χαραμίζομαι
Μαγαρίζομαι
Απελπίζομαι
Κουράζομαι
Παραδίνομαι
Χάνομαι
Πετάω
Έφυγα...

 "Κατ' εικόνα και καθομοίωσιν"

Ήτανε τότε, που ακόμα με πονούσαν οι κουβέντες σου.
Που ένιωθα ένα σφίξιμο όταν έβλεπα τις φωτογραφίες σου,
που πίστευα ακόμα ότι θα με στήριζαν οι φίλοι μου, που νόμιζα
πως, είχα φίλους!
Τότε που δεν τους είχα ακόμα δει με τον θυμό στο πρόσωπο,
να με χτυπάνε με τα λόγια τους, σαν σφαίρες, για να με σκοτώσουν, να με ισοπεδώσουν.
Όχι όλοι, το ομολογώ, αλλά ακόμα χειρότερα, αυτοί πού, ποτέ δεν πίστευα ότι μπορεί να το κάνουν...
Ήτανε τότε, που ακόμα πίστευα πως μπορεί, και να γινόταν το "θαύμα". Γιατί, ακόμα τότε, δεν είχα συνειδητοποιήσει πως, αφού εγώ, δεν πίστευα σε κανένα Θεό πια, τι θαύμα θα μπορούσα να περιμένω; και από ποιόν;
Έφευγα από το ένα σπίτι, για κάποιο άλλο. Τότε ήτανε.
Πίστευα ότι μπορούσα να αφήσω πίσω μου στο παλιό σπίτι, ό,τι τόσα χρόνια με είχε τσακίσει στη ζωή.
Δεν ήξερα η ανόητη πως, ό,τι μας τσακίζει μπαίνει στο πετσί μας, γίνεται τατουάζ ανεξίτηλο, χαράζεται λίγο λίγο στις ρυτίδες του προσώπου μας, γίνεται ουλή που πονάει σε κάθε γύρισμα του καιρού. Και το κουβαλάμε πάντα μαζί μας.
Ποιοι καναπέδες, ποια τραπέζια, ποιοι πίνακες, νόμιζα πως είχαν κρατήσει την δυστυχία της ζωής μου;
Άψυχα πράγματα που ποτέ δεν τα άγγιξε το κλάμα μου. Μπορεί να έμειναν κάποιοι λεκέδες πάνω τους, από τα δάκρυα, αλλά αυτό ήταν μόνο.
Όλα τα άλλα τα κουβαλούσα μέσα μου. Όπου και αν πήγαινα.
Τζάμπα πλήρωνα τα μεταφορικά...
Τόσα όνειρα, τόσος πόνος, τόση απογοήτευση, για μιαν ελπίδα χαράς και ευτυχίας!
Πόσα ψέμματα!
Πόσο ανόητος μπορεί να είναι ο άνθρωπος κάποιες φορές...
Πόσο τυφλός μπροστά στην αλήθεια που τον πονά και φοβάται να την αντιμετωπίσει.
Έφυγες και σύ, και εσύ και εσύ και οι άλλοι! Όλοι σας φύγατε τελικά. Εγώ σας έδιωξα!
Και στο τέλος, έφυγα και γώ...
Άφησα τα κοτσύφια μου, τις τριανταφυλλιές, το νυχτολούλουδο και την γλυσίνια, τα γιασεμιά και τους πανσέδες μου.
Τα άφησα όλα πίσω.
Πήρα τη λύπη μου μόνη αποσκευή, και έφυγα.
Έκλεισα την πόρτα πίσω μου, και ευχήθηκα νά'ναι τυχερό το σπίτι, για τον καινούργιο ιδιοκτήτη...
Ένα κλαδάκι αγιόκλημα έκοψα βγαίνοντας μόνο και κράτησα τη μυρωδιά του στα ρουθούνια μου, όσο πιο πολύ μπορούσα .
Εκεί που πήγαινα, δεν ήξερα τις καινούργιες μυρωδιές που θα συναντούσα.
Μα, τι σημασία είχε;
Αφού, και τις μυρωδιές, όπως και τους έρωτες και τις ελπίδες, μόνοι μας τα φτιάχνουμε να μας αρέσουν ή όχι.
Τώρα το ήξερα πια. Το είχα μάθει.
Όλα "στο χέρι του θεού" είναι...
Και το χέρι του θεού, τι τραγικά αστείο, είναι "Κατ᾽ εἰκόναν και καθ᾽ ὁμοίωσιν", το ίδιο με το δικό μας...

Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΟΡΘΙΑ"

Τελικά,
όλοι οι άνθρωποι
λυγίζουν
κάποια στιγμή.
Να, που λύγισα και 'γω
αγάπη μου!
Κι' ας έχω μέσα μου
μια βέργα μεταλλική
να με κρατάει ίσια.
Λύγισα και δεν άντεξα.
Και εκεί, στη στροφή
του δρόμου,
σχημάτισα τον αριθμό σου.
Ν' ακούσω τη φωνή σου
ήθελα.
Να σου πω
πως είμαι ζωντανή!
Και λύγισα.
Μα, το 'κλεισα αμέσως.
Και έμεινα εκεί.
Στη μέση του δρόμου,
όρθια τελικά...

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. "ΦΟΒΑΜΑΙ"

Φοβάμαι!
Και δεν έχω
κανένα
να το πω.
Όχι! Δεν είναι ποίημα
αυτό.
Είναι η Αλήθεια της
ζωής μου.
Και κανείς δεν
την πιστεύει.
Φοβάμαι!
Και είμαι μόνη.
Είναι νύχτα,
και όλοι κοιμούνται.
Και δεν έχω κανένα
να μιλήσω.
Φοβάμαι!
Και πνίγω τον φόβο
μέσα στα δάκρυα
που κυλούν
απ' τα μάτια μου.
Φοβάμαι!
Και ούτε ο ύπνος
δεν είναι πια,
μαζί μου.
Με άφησε κι' αυτός.
Όπως όλοι.
Γιατί, κανένας δεν
πιστεύει
πως μπορεί
κι' εγώ, να
Φοβάμαι...

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΕΛΕΙΩΜΕΝΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ".

Κάθε βράδυ, πνίγεις στο φτηνό κρασί, 
τους φανταστικούς εραστές μου... 
Κάθε βράδυ, μαχαιρώνεις τον εαυτό σου 
με το μαχαίρι της ζήλειας σου.
Εμένα δεν με αγγίζεις πλέον.
Με σκότωσες όταν έπαψα να σε πιστεύω...
Λύτρωση, μόνο για τον εαυτό σου
 ψάξε πιά.
Εγώ λυτρώθηκα μέσα στα βρώμικα λόγια σου...
Και βγήκα καθαρή, 


μέσα από την παράλογη και άρρωστη ψυχή σου.
Και να σκεφτείς πως,
σε είχα παράφορα αγαπήσει...