Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Παρασκευή 18 Μαΐου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. " ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ"...

Μπαίνει μέσα στο σπίτι και την καλωσορίζει η ηλεκτρονική φωνή του συναγερμού... "Disarm Mode" βραχνή, βαριά και σοβαρή... εκείνη απλά χαμογελάει γλυκόπικρα και ψιθυρίζει... "γειά σου σπίτι....εδώ είμαι... γύρισα!" ... 
Μετά αρχίζει η βραδινή ιεροτελεστία. Βγάζει το παλτό της, τα ρούχα της, φοράει την φόρμα της και τις παντόφλες, κατεβαίνει ξανά στην κουζίνα, και αρχίζει να ετοιμάζει το βραδινό φαγητό της... Στρατιωτάκια στη σειρά, μέσα στο πιάτο, το κρέας, τα λαχανικά, το ψωμί, μετρημένα όλα ένα προς ένα, κάθε "τέλεια" μπουκιά, περιέχει και από τα τρία, μπαίνουν όλα μαζί στο φούρνο μικροκυμάτων, 1,2,3,10,30 δευτερόλεπτα... Το πιάτο βγαίνει από τον φούρνο, τοποθετείται στο δίσκο με το υφασμάτινο σουπλά, ,την χαρτοπετσέτα, το ποτήρι με το νερό...τα χάπια για τον πονοκέφαλο, τα χάπια για το στομάχι, τις καθημερινές βιταμίνες... 
Μπροστά στην τηλεόραση, συγκεκριμένη ώρα, συγκεκριμένη εκπομπή, αργό μάσημα, μετρημένο, να διαρκέσει το δείπνο όσο και το σήριαλ... 
Στην τελευταία διαφήμιση πριν το φινάλε, ο δίσκος πάει στην κουζίνα... Το πιάτο πλένεται τα υπόλοιπα τακτοποιούνται στα ντουλάπια τους...
Τελειώνει και το έργο... νικάνε πάντα οι καλοί... 

Μόνο που τελευταία, πάντα κάποιος πεθαίνει... 
Έχουν αρχίσει να λιγοστεύουν οι άνθρωποι γύρω της, ακόμα και στην τηλεόραση όλο και κάποιο θάνατο μετράει... 
Πατάει το κοντρόλ να κλείσει την τηλεόραση, να βάλει το τηλέφωνο που πάλι δεν χτύπησε στη θέση του, να σβήσει ένα ένα τα φώτα του σαλονιού, να τινάξει τα μαξιλάρια, να μην φαίνονται ακατάστατα... 
"καληνύχτα σπίτι" ψιθυρίζει και πατάει το κουμπί του συναγερμού... Η ίδια βραχνή, σοβαρή, φωνή της απαντά "Home Mode"...
Ανεβαίνει την σκάλα, για την κρεβατοκάμαρα... 

Κανείς δεν είναι στο κρεβάτι να την περιμένει, κανείς δεν μπορεί να μπεί, στο ασφαλισμένο σπίτι.... 
Μονο η μοναξιά τρυπώνει από τις χαραμάδες, και κυκλοφορεί σαν φάντασμα παντού... 
Μα δε βαριέσαι... ακόμα και αυτή, είναι μια κάποια συντροφιά....

Τρίτη 15 Μαΐου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "..."

Δεν θέλω, 
δεν μπορώ, 
ν'αντέξω άλλο πόνο.
Στέγνωσαν τα χείλη μου,
στέγνωσαν τα μάτια μου,
στέγνωσε η ψυχή μου.
Στέρεψαν τα λόγια
Σταμάτησαν οι σκέψεις.
Τέλειωσε λες,
το κουράγιο.
Μόνο ο Χρόνος
συνεχίζει να κυλάει...
Ακατάπαυστα. 

Σάββατο 5 Μαΐου 2012

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. " ΕΝΑ ΜΠΑΛΟΝΙ".

- "Μπες μέσα!"
Φώναζε πάντα η μάνα μου σαν έβγαινα στον κήπο το βράδυ με την πανσέληνο.
"Θα κρυώσεις!"
Τι όμορφα που ήξερε να λέει ψέμματα, και ας ήταν σίγουρη πως τα καταλάβαινα...
Δεν φοβόταν μην κρυώσω...
Εκείνο το τεράστιο ολοστρόγγυλο φωτεινό μπαλόνι ψηλά στον ουρανό φοβόταν, που ήξερε πως με ξετρέλαινε και με έκανε κουρέλι...
Μα εγώ πάντα, σαν υπνωτισμένη, κανέναν δεν άκουγα.
Μου τρυπούσαν τα ρουθούνια οι μυρωδιές του κήπου, οι πορτοκαλιές, τα τριαντάφυλλα, οι γλυσίνες, όλα μαζί ανακατωμένα... Με μεθούσαν, με ζάλιζαν, γύριζε το κεφάλι μου, και όπως έπεφτε το φεγγαρόφωτο πάνω μου και με φώτιζε, έφευγα ψηλά, πάνω από τα δέντρα, πάνω από τα σύννεφα, πετούσα.
Έψαχνα εκείνη που με είχε αφήσει μισή, τόσα χρόνια πριν, στην γωνία, ψηλά, πάνω στο ταβάνι...
Αυτή που δεν κατέβηκε, γιατί το φως, ήταν πιο δυνατό από την φωνή που άκουγε να την παρακαλάει να "μην του το κάνει αυτό"...
Αυτή που με ξεγέλασε και με άφησε να γυρίσω πίσω, μόνη μου, μισή...
Να παλεύω μετά, μόνη μου με τα θηρία, και να την νιώθω πάντα από ψηλά, άλλοτε να με κοροϊδεύει, και άλλοτε να με σπρώχνει να προχωρήσω, να προσπαθήσω, να αντέξω, να σταθώ στα πόδια μου, να μην σκύψω το κεφάλι, να μην λυγίσω...
"Μπες μέσα!"
Δεν είσαι πια εδώ να μου το φωνάξεις...
Μπορώ να κάτσω έξω στον κήπο όσο θέλω τώρα... κανείς δεν θα μου φωνάξει, κανείς δεν θα ανησυχήσει.
Δεν υπάρχει πια κανείς...
Μου' πες να γυρίσω πίσω, να μην σου το κάνω αυτό, κι' ύστερα, έφυγες και μ' άφησες...
Μου' πες  να μπω μέσα, να μην κρυώσω, μα το σπίτι είναι άδειο και κρύο...
Και το φεγγάρι είναι ολοστρόγγυλο και φωτεινό, εκεί έξω...
Σαν μπαλόνι...
Να, νομίζω ότι βλέπω και το κορδόνι του που κρέμεται και περιμένει να το πιάσω...
Έτσι δα, αν απλώσω το χέρι μου, λες, θα τα καταφέρω...
Και θα με σηκώσει ψηλά.
Πάνω από τον κήπο, πάνω από τα δέντρα, πάνω και από σένα, που με κορόϊδεψες...
Μόνο οι μυρωδιές της Άνοιξης φτάνουν εκεί πάνω...
Και 'γω, δεν χρειάζομαι πια τίποτα περισσότερο...
Πιάνω το σκοινί γερά, και αφήνομαι...
Πήγαινέ με φεγγάρι μου, όπου θες εσύ...
Δεν με νοιάζει πια που .......


ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΛΕΙΣΕ ΜΟΥ ΤΑ ΜΑΤΙΑ"

Κλείσε μου τα μάτια, 
νυστάζω.
Δεν θέλω να βλέπω πια το φως, 
με κουράζουν οι εικόνες.
Την μορφή σου, έτσι κι' αλλιώς, 
την έχω χαραγμένη 
στο μυαλό μου.
Δεν μου χρειάζονται τα μάτια μου
για να σε βλέπω.
Είσαι μέσα μου,
κυλάς στις φλέβες μου
σαν το αίμα μου.
Και δεν καταφέρνω να χωρέσω πουθενά
ποτέ. 
Θέλω να αδειάσω 
το αίμα μου, 
να το στραγγίσω  μέχρι την τελευταία 
σταγόνα του
μήπως και καταφέρω 
να σε αφήσω 
να με αφήσεις...
Και μετά να κοιμηθώ...

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ".


Αγάπη μου,
Τι σημασία έχουν
οι λέξεις;
Οι χτύποι της καρδιάς
μετράνε.
Η ντροπή
που χάνεται
σαν στέκομαι μπροστά σου
ολόγυμνη.
χωρίς να φοβάμαι...
χωρίς να διστάζω,
χωρίς να με νοιάζει
ο "πορφυρός μου έρπητας"...
Αγάπη μου,
όλο τον κόσμο μπορώ
να λέω έτσι
Μα μόνο εσένα
να εννοώ...