Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΚΕΙ"...

Εκεί,
Εκεί πού νόμιζες οτι όλα θα φτιάξουν τελικά...
Εκείνη τη στιγμή που νομίζεις οτι,
θα πατήσεις το κουμπί
και το καρουσέλ του Λούνα-Παρκ θα αρχίσει να γυρίζει
και να παίζει επιτέλους η μουσική,
Εκεί είναι,
πού
ξαφνικά, πέφτει ο διακόπτης.
Και δεν υπάρχει πιά ηλεκτρικό ρεύμα.
Και βυθίζονται ολα στο σκοτάδι και στη ησυχία.
Τίποτα δεν κουνιέται.
Μόνο το μυαλό σου εξακολουθεί να δουλεύει,
αλλά, προς την αντίθετη κατεύθυνση!
Οι αριθμοί μετριούνται ανάποδα,
τα ρολόγια παίρνουν αντίθετη φορά,
ο Χρόνος, μικραίνει αντί να μεγαλώνει...
Εκεί, θυμάσαι και τα τελευταία του λόγια,
λίγο πριν ξεψυχήσει.
"Τελικά, η εξίσωση πάει και ανάποδα"...
"πάει και ανάποδα"...
Τις πιό πολλές φορές!
Σχεδόν όλες τις φορές,
εκτός μόνο, απο τα Μαθηματικά...
Η εξίσωση πάει ανάποδα..............

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΜΟΝΗ.ΤΩΡΑ ΠΙΑ ΜΟΝΟ ΕΓΩ"...

Πόσο πιό αργά φαίνεται να περνάνε οι ώρες απο προχτές που "έφυγες".
Σαν να έχει σταματήσει ο χρόνος.
Φράσεις χιλιοειπωμένες, ευχαριστήριες απαντήσεις πού κάθε φορά, με φέρνουν όλο και πιό κοντά στην πραγματικότητα που πρέπει να αντιμετωπίσω.
Έχει τελειώσει πιά!
Δεν θα με χαϊδέψεις ποτέ πιά, δεν θα με φιλήσεις ποτέ ξανά, δεν θα μου κρατήσεις ποτέ πιά το χέρι στα δύσκολα.
Κανενός το κορίτσάκι και η "πριγκίπισα" δεν θα είμαι πιά.
Τώρα, πρέπει να αγωνιστώ για να είμαι πάντα η ομορφότερη στα μάτια κάποιου, και κανένας δεν θα μου ξανασυγχωρήσει τα λάθη μου "άνευ όρων"...
Κυριακή βράδυ, το πιό δύσκολο βράδυ της ζωής μου!
Από αύριο πιά, θα είμαι μόνη μου στη ζωή.
Οι ρίζες μου θα μπούν βαθειά μέσα στη γή.
Και άλλες ρίζες δικές μου, που να τις εφτιαξα εγώ για να κρατηθώ, δεν υπάρχουν...
Τώρα πιά το χέρι σου δεν θα περάσει ποτέ ξανά απ'το μέτωπό μου για να δεί αν έχω πυρετό.
Πρέπει μόνη μου να μάθω να σκεπάζομαι τη νύχτα.
Κανείς δεν θα με ρωτήσει πια αν έφαγα, και πότε.
Δεν θα με πάρεις ποτέ πιά να με ξυπνήσεις το πρωί, και γώ δεν θα μπορέσω ποτέ πιά να σου θυμώσω γιατί με ξύπνησες!
Και αν ήξερες!
Και τί δεν θά' δινα για να μπορέσω να σου ξαναθυμώσω από το κουδούνισμα του τηλεφώνου.
Να σου γκρινιάξω γιατί μου τηλεφωνείς οταν εχω δουλειά, γιατί με ρωτάς εκατό φορές το ίδιο πράγμα.
Απόλυτη ησυχία.
Δεν θέλω μουσική, δεν θέλω να ακούω κανένα θόρυβο.
Αχ! και να μπορούσα να ακούσω την φωνή σου!
Ακόμα μια φορά.
Να με ρώταγες κάτι, οτιδήποτε, και ας σου τό' χα απαντήσει μόλις πρίν...
Κάνει κρύο και νυστάζω, και πρέπει να το πάρω απόφαση οτι δεν θα με πάρεις να μου πεις καληνύχτα, μόνη μου θα κοιμήθω απόψε.
Εξω έχει συννεφιά και 'γω, μάταια ψάχνω στον ουρανό, να βρώ ενα αστέρι να το κοιτάξω, για να πάω να κοιμηθώ...

Καληνύχτα μαμά.

Πέμπτη 21 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΟΝΤΗ, ΧΟΝΤΡΗ ΚΑΙ ΑΣΧΗΜΗ"...

Κοντή, χοντρή και άσχημη…
Λάθος!
Κακιά, εγωίστρια, ατημέλητη και παραιτημένη.
Και ύστερα, της φταίει η “άλλη” γυναίκα.
Αρνείται να παραδεχτεί οτι έχασε την μάχη τριάντα χρόνια πρίν, όταν έπαψε να χαμογελάει στον άντρα της, όταν ανεξάρτητα από το ποιανού ήταν το λάθος, οι ζωές τους χώρισαν και χώθηκαν σε ξεχωριστά κουκούλια, και ας έμεναν “μαζί” ακόμα “για τα παιδιά”... αλλά, και για όλα τα υπόλοιπα που συνόδευαν τα παιδιά…
Το όνομα στο κουδούνι της πόρτας, “κυρία Τάδε” … τον κοινό λογαριασμό που με τις ενοχές και την ευθύνη του συζύγου δεν αδειάζει ποτέ, το άνετο σπίτι, απο το οποίο δεν έφυγε αυτή, αλλά αυτός, τριάντα χρόνια μετά, παίρνοντας μαζί του μόνο τις τύψεις που τόσα χρόνια του φόρτωνε εκείνη με μαεστρία.
“Μόνη και εγκαταλελλειμένη” με όλα τα κομφόρ…
Βολικό ε;
Ιδανικός τρόπος για να δικαιολογήσεις , σε ποιόν άραγε; το οτι μετά τα πρώτα 2-3 χρόνια της κοινής σας ζωής, δεν μπήκες ποτέ στον κόπο να προσπαθήσεις να χαμογελάσεις στον άλλον, και ας μην είχες κέφι, δεν χτένισες ποτέ τα μαλλιά σου και δεν έβαλες ποτέ λίγο κραγιόν, και λίγο άρωμα οταν άκουγες το απόγευμα την πόρτα της επιστροφής να ανοίγει.
Και τώρα, σου φταίει η “άλλη”.
Πού δεν σε ξέρει, ούτε την ξέρεις.
Πού δεν σε χώρισε, από αυτόν τον άντρα που είχες ήδη χάσει τριάντα χρόνια πρίν, αλλά που σου θυμίζει ότι για τριάντα χρόνια δεν έκανες τίποτα για να τον ξανακερδίσεις!
Φταίει, γιατί γελάνε μαζί, γιατί μαζί περνάνε καλά, γιατί διασκεδάζουν χωρίς προσπάθεια, χωρίς επιτίδευση, έτσι απλά, και με το ελάχιστο...
Μην κρύβεσαι πίσω απο το δάχτυλό σου!
Κανένας δεν σου πήρε τίποτα που εσύ μόνη σου δεν είχες πετάξει στα σκουπίδια, χρόνια πρίν!
Kαμμιά γυναίκα δεν σε χώρισε απο αυτόν που θέλεις να αποκαλείς άντρα σου.
Σας χώριζε έτσι και αλλοιώς, εδώ και πάρα πολλά χρόνια , το χάος!

Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."ΚΥΡΙΑΚΗ ΒΡΑΔΥ ΣΤΗΝ ΒΡΟΧΕΡΗ ΑΘΗΝΑ..."

Κάτι αλλάζει στην Αθήνα όταν βρέχει.
Δεν είναι η λάσπη και η βρώμα στους δρόμους. Ούτε τα βρωμόνερα που σε πιτσιλάνε από τα αυτοκίνητα που περνάνε χωρίς να σε υπολογίζουν.
Κάτι αλλάζει στην ατμόσφαιρα.
Κάτι,στην διάθεση των ανθρώπων που βρίσκονται στον δρόμο, αλλά και των υπόλοιπων, αυτών που κάθονται κλεισμένοι στα σπίτια τους.
Λες και οι σταγόνες της βροχής, σαν το κινέζικο μαρτύριο, πέφτουν σιγά σιγά μια-μια πάνω μας και μας τρελαίνουν...
Δεν έχω άλλη εξήγηση γιατί, δεν μπορούμε να αντέξουμε τον θόρυβο της βροχής, γιατί σε κάθε αστραπή κλείνουμε τα μάτια μας και σε κάθε βροντή τρομάζουμε σαν μικρά παιδιά.
Περνάνε τα αυτοκίνητα έξω από το σπίτι, και ο θόρυβος που κάνουν τα λάστιχα πάνω στον βρεγμένο δρόμο,νομίζω πως με μαστιγώνει.
Λες και τα απόνερα που πέφτουν δεξιά και αριστερά στο πεζοδρόμιο,μου'ρχονται σαν χαστούκι βρώμικο, στο καθαρό μου μάγουλο.
Και αυτές οι βρώμικες ψιχάλες, ανακατεύονται με τα δάκρυά μου και δεν μπορώ, ούτε να τα σκουπίσω, γιατί μόνο πιο πολύ να βρωμίζομαι καταφέρνω...
Και μουτζουρώνω το πρόσωπό μου ανακατεύοντας τις λάσπες και τα δάκρυα και τις σταγόνες της βροχής με τις μπογιές των ματιών μου σε ένα ζωγραφικό πίνακα σκούρο και τρομακτικό σαν αυτούς των Γερμανών ζωγράφων του 20 αιώνα...
Και φοβάμαι.
Φοβάμαι να κοιταχτώ στον καθρέφτη, μήπως τρομάξω από το είδωλό μου, φοβάμαι να βγώ έξω στη βροχή και να σηκώσω το κεφάλι ψηλά προς τον ουρανό, να αφήσω την δυνατή βροχή να ξεπλύνει τις μουτζούρες... Επιτέλους!
Να καθαρίσω.
Κάτι αλλάζει στην Αθήνα όταν βρέχει...
Αλλά δεν φταίει η πόλη.
Εγώ φταίω.
Εγώ αλλάζω.
Εγώ φοβάμαι μη βραχώ, και ας είμαι ήδη μούσκεμα...

Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ... ΛΙΓΟ ΠΡΙΝ ΦΥΓΩ...

Τα στενά πλακόστρωτα σοκκάκια, η υγρασία της νύχτας ανακατεμένη με τις μυρωδιά της θάλασσας και της βροχής. Η μελαγχολία των μισοσκότεινων σπιτιών.
Οι μυρωδιές απο το παζάρι των μπαχαρικών. Το καυτό τσάϊ, που σου ζεσταίνει τα σωθικά σου ετσι οπως το καταπίνεις γουλιά γουλιά.
Το Μπλε Τζαμί, απέναντι και κόντρα στην Αγιά Σοφιά.
Αιώνιοι αντίπαλοι και εραστές.
Η φωνή του ιμάμη πριν καν χαράξει η μέρα.
Το ξύπνημα της Πόλης, η φασαρία, ο κόσμος που πάει κι' έρχεται.
Ο Βόσπορος, η Θάλασσα του Μαρμαρά, ο Κεράτειος Κόλπος.
Τα Τείχη, χορταριασμένα πιά, μα πάντα όρθια, πάντα στη θέση τους.
Ακουμπάω στις μισοφαγωμένες πέτρες, νοιώθω την σιγουριά της προστασίας τους.
Χώνομαι στις εσοχές τους, κουρνιάζω, θέλω να κλείσω τα μάτια μου και να μείνω εδώ, να κοιμηθώ,να ηρεμήσω.
Αισθάνομαι τις πέτρες ποτισμένες, ζεστές ακόμα από το αίμα τόσων και τόσων που προσπάθησαν να τις κατακτήσουν.
Και απ'την μέσα και απ'την έξω πλευρά την τειχών...
Δεν εχει σημασία απο πιά μεριά ήταν, το αίμα που τις πότισε ήταν το ίδιο.
Ιδιος ο πόνος, ίδιες οι χαμένες ζωές.
Η βροχή δυναμώνει και με διώχνει απο εδώ.
Μπαίνω στο παζάρι.
Ζέστη και κόσμος, ενα πολύβουο μελίσσι που με ζαλίζει γλυκά.
Θέλω να πιώ ενα καφέ τούρκικο.
Δυνατό, αρωματικό το φρεσκοκαβουρδισμένο χαρμάνι, με ξυπνάει στον πολύχρωμο κόσμο του παζαριού, στα ζωγραφισμένα ταβάνια, στα χιλιάδες μαγαζάκια με τα μπιχλιμπίδια, τα χαλιά, και ο,τι άλλο βάλει ο νούς σου.
Περιπλανιέμαι χωρίς σκοπό αφήνομαι να χαθώ στα δρομάκια του,
Η Κωνσταντινούπολη τελικά, είναι σαν μια γυναίκα που πέρασαν απο πάνω της χιλιάδες πολιτισμοί /κατακτητές, και παρόλα αυτα καταφερε να μείνει παρθένα...

Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Ο ΘΟΡΥΒΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ"...

"Τί περίμενες λοιπόν από την ζωή σου ανόητη;" έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της κλαίγοντας με λυγμούς.
Δεν την πείραζε που έκλαιγε, αντίθετα, ξαλάφρωνε όλο το βάρος που μάζευε μήνες τώρα μέσα της. Είχε περάσει πάνω από χρόνος και εκείνη άντεχε ακόμα, ισορροπούσε σε ένα τεντωμένο σκοινί.
Έτρωγε το ενα χαστούκι μετά το άλλο, κρατιόταν όμως, σηκωνόταν και πάλι, προχωρούσε.
Ζούσε τη ζωή της περνώντας την κάθε μέρα, για την μέρα.
Κάθε πρωί που ξημέρωνε, είχε καταφέρει να βγάλει ακόμα μια μέρα, και μια ακόμα ξεκίναγε.
Ένας αγώνας χωρίς τέρμα!
Γιατί δεν ήξερε πότε θα τελείωνε αυτό το μαρτύριο!
Από Χριστούγεννα σε Πάσχα, και πάλι στα Χριστούγεννα, και μετά έμπαινε η άνοιξη και ήρθε και το καλοκαίρι, και πέρασε και αυτό, μέσα στην αγωνία της επόμενης μέρας, και ήταν ήδη πάλι χειμώνας!
Έβλεπε τους άλλους στις τακτοποιημένες ζωές τους να περνάνε μπροστά της σαν κινηματογραφική ταινία.
Και 'κείνη νόμιζε ότι ήταν η πρωταγωνίστρια ενος θρίλερ που είχε βρεθεί σε λάθος σκηνικό...
Και έτσι το δικό της το θρίλερ δεν θα τελείωνε ποτέ γιατί, εκείνη ήταν στο λάθος έργο, αλλά κανένας δεν φαινόταν να το καταλάβαινε.
Όλοι την θαύμαζαν, όλοι την αγαπούσαν, όλοι την ήθελαν στην παρέα τους.
Όλοι τους, έβλεπαν μόνο την μία πλευρά του νομίσματος, μόνο το πρώτο πλάνο, μόνο το μισό σκηνικό.
Κανένας ποτέ δεν μπορούσε να φανταστεί πως πίσω, στα παρασκήνια, εκείνη έτρωγε μόνη της το φαγητό της στη κουζίνα, μέσα από το τάπερ, γιατί δεν είχε το κουράγιο ούτε ενα πιάτο να βάλει στο στο τραπέζι.
Κανένας ποτέ δεν την είδε να κλείνει ένα-ένα τα φώτα του σπιτιού αργά το βράδυ, και να ανεβαίνει μόνη της στο δωμάτιό της.
Αυτά τα ίδια φώτα που είχε ανάψει μερικές ώρες πρίν, στο έρημο σαλόνι, στην άδεια κουζίνα, στον κρύο κήπο που δεν βρισκόταν κανείς.
Άψογη ζωή, τέλεια οικοδέσποινα, ικανή και δυνατή γυναίκα, που μπορούσε να αντέξει και να ξεπεράσει τα πάντα, ο,τι και αν ήταν αυτό.
Κάποτε πιο παλιά, όταν ξυπνούσε και κατέβαινε να φτιάξει καφέ έβαζε και το ραδιόφωνο.
Να παίζει, όλη τη μέρα, για να ακούγεται κάποια φωνή.
Τώρα πιά, δεν ήθελε να ακούει τίποτα.
Ακόμα και ο θόρυβος της σιωπής την ενοχλούσε!
Αυτός ιδίως! Αυτόν δεν τον άντεχε...
Έμενε τα βράδια ξάγρυπνη, σχεδόν ξημέρωνε για να καταφέρει να κοιμηθεί...
Πέρναγε το σκουπιδιάρικο στις τρείς τη νύχτα, άρχιζαν να κελαϊδάνε τα κοτσύφια στις τεσσεράμισι,
χάραζε σιγά σιγά η επόμενη μέρα και τότε κοιμόταν, βαθειά, σαν ναρκωμένη, με τα μάτια της μισάνοιχτα και την πλήρη επίγνωση του δωματίου και της ζωής της...

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΟ ΛΟΥΚΕΤΟ"...

"Σκόρπιες σκέψεις μου πάνω στο χαρτί, βρίσκονται εδώ μέσα. Αν θές, διαβασέ τες"...
έγραφε στο σημείωμα που είχε αφήσει πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο πιάτο με το κρύο πλέον φαγητό.
Είχαν καυγαδίσει νωρίτερα, και εκείνη είχε βροντήξει την πόρτα και είχε φύγει από το σπίτι φανερά θυμωμένη.
Εκείνος, είχε μείνει για αρκετή ώρα στον καναπέ, με τα χέρια σταυρωμένα και τα χείλη σφιγμένα, το κεφάλι σκυμμένο και τις σκέψεις του να τον προβληματίζουν.
Στο μυαλό του γύριζαν ξανά και ξανά οι κουβέντες που του είχε πεί αυτή, οι αλήθειες που έβγαιναν μέσα από αυτές τις κουβέντες,αλλά και η σκληρότητα με την οποία τις είχε ξεστομίσει και που τον είχε κάνει να δακρύσει σε κάποια στιγμή,σαν να είχε φάει ενα δυνατό χαστούκι.
Είχε δίκιο, δεν μπορούσε να της το αρνηθεί, όμως, όλα όσα είχε πεί, του τα είχε πετάξει κατάμουτρα με τέτοιο τρόπο, που δύσκολα μπορούσες να δεις από μέσα μόνο αγάπη και καλή πρόθεση.Ηταν πολύ σκληρή, αλλά εκείνη έλεγε πάντα αυτό που σκεφτόταν χωρίς περιστροφές.
Δίκιο, άδικο, ποιός αλήθεια μπορούσε να κρίνει τι είναι τελικά ποιό;
Το κεφάλι του πονούσε και η απουσία της τον έκανε να θέλει να βάλει τις φωνές, να βάλει τα κλάμματα, να κουλουριαστεί στο κρεβάτι του και να κρυφτεί, κάτω από τα σεντόνια.
Τίποτα απο αυτά δεν ωφελούσε όμως!
Εκείνη ήταν απούσα, είχε φύγει, δεν ήταν εκεί, και αυτός, τώρα την είχε ανάγκη, τώρα ήθελε να τον πάρει αγκαλιά και να τον καταλάβει, τώρα χρειαζόταν να του κρατήσει το χέρι και να τον στηρίξει...

Εκείνη περπατούσε στους δρόμους χωρίς σκοπό, για αρκετή ώρα.
Ηθελε σαν τρελλή να γυρίσει σπίτι κοντά του, αλλα μέσα της ήξερε οτι ήταν ανώφελο.
Τίποτα ποτέ δεν θα άλλαζε, εκείνος δεν θα'παιρνε ποτέ τις αποφάσεις που αυτή του ζητούσε.
Μπορεί και να μην ήθελε τελικά, να το είχε μόνη της φτιάξει όλο αυτό , στο μυαλό της...
Να μην είχε σκοπό ποτέ να το φτάσει μέχρι εδώ...
Αναρωτιόταν αν, ζούσαν μαζί ενα χρόνο τώρα ολη αυτή την ιστορία, ή αν τελικά την είχε ζήσει μόνη της.
"Δεν μπορεί γαμώτο! Δεν μπορεί να τα φαντάστηκα όλα αυτα!"
"Κάτι υπήρχε! Δεν μπορεί να το έφτιαξα όλο αυτό στο μυαλό μου!"
Αλλα, απάντηση δεν έπαιρνε...
Σκεφτόταν τα τραγούδια που της αφιέρωνε, τις κουβέντες του,
τις εκμυστηρεύσεις της.
Βέβαια, αυτή ήταν που του έλεγε για την ζωή της πάντα. Εκείνος, άκουγε, σχολίαζε, αλλα για την δική του δεν μιλούσε ποτέ...
Κα αυτή δεν τον ρώταγε...
"Σ'ευχαριστώ που με καταλαβαίνεις", της είχε πεί κάποια φορά...
Και τώρα συνειδητοποιούσε οτι, πάντα αυτό άκουγε, απ'ολους.
"Σ'ευχαριστώ που με καταλαβαίνεις."
"Σ'ευχαριστώ που έχεις κατανόηση".

Σ'ευχαριστώ που δεν διαμαρτύρεσαι, που δεν ζητάς αυτά που σου αξίζουν, που δεν απαιτείς, που με αφήνεις να σε πατάω και να προσπερνάω μετά, με την σιωπή μου, με την εξαφάνισή μου.
Κοίταζε απέναντι στο πεζοδρόμιο δυο νεαρά παιδιά που ήταν αγκαλιασμένα και φιλιόντουσαν σαν να ήταν αυτό το φιλί ολη τους η ζωή...
"Εμένα δεν με φίλησε ποτέ" σκεφτηκε...
"Δεν με κοίταξε ποτέ στα μάτια! Ούτε μιά φορά!"
"Δεν μ'άγγιξε ποτέ έτσι!"...
Πέρασε έξω από το μπαράκι που ειχαν συναντηθεί για πρώτη φορά.
Οι καρέκλες και τα τραπεζάκια ήταν στοιβαγμένα πιά, ηταν χειμώνας, δεν υπήρχαν τραπεζάκια έξω...
Η πόρτα είχε μια χοντρή αλυσίδα και ενα λουκέτο, τα φώτα μέσα ήταν όλα κλειστά.
Τέλειωσε! είπε μέσα της...
Κοίταξε το λουκέτο στην πόρτα ακόμα μια φορά...
"Μπήκε λουκέτο" ειπε πάλι μέσα της...
Γύρισε στο σπίτι με αργά, βαριά, κουρασμένα βήματα...
Ψάχνοντας για τα κλειδιά της, βρήκε στην τσάντα της ενα μικρό ξέμπαρκο κλειδί...λουκέτου.
Το πήρε και το πέταξε στα σκουπίδια.
Για να μην ξανανοίξει ποτέ πιά αυτή την πόρτα...

Δευτέρα 4 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΓΩ ΕΙΜΑΙ ΑΚΟΜΑ ΕΔΩ"...

Φυσικα και είμαι εδώ.....
Που περίμενες οτι θα ήμουν;
Εδώ, και περίμενα νέα σου... Τι σημασία έχει που είναι οι άλλοι κάτω;
Εσύ δεν είσαι μαζί τους...
Και γώ, είμαι κολλημένη στην οθόνη του υπολογιστή, και περιμένω ένα μήνυμά σου...
Ενα μήνυμα που έρχεται, οχι πάντα, αλλά καμμιά φορά, και πάντα μισό, διστακτικό.
Ενα μήνυμα που νοιώθω οτι κάτι θέλει να πεί, αλλά τελικά δεν το λέει, κάτι προσπαθεί να δείξει, αλλά τελικά δεν βλέπω τίποτα.
Και αναρωτιέμαι, αν εγώ δεν βλέπω κάτι ή αν τελικά, τίποτα δεν υπάρχει για να δώ.
Και μετά, μιά λέξη πάλι, μιά κουβέντα.
Ετσι, πεταμένη τυχαία.
Τυχαία; Που, κάτι προσπαθεί να πεί; ή μηπως που εγώ θέλω απελπισμένα να ακούσω;
Κι' όλα πάλι απ' την αρχή, ξανά...
Τραγούδια αφιερωμένα, που ο στίχος τους έχει νόημα.
Και νόημα δεν βγάζω.
Αλλά, τον ακούς τον στίχο; Η τελικά μόνο εγώ διαβάζω τα ποιηματάκια στους χτύπους της καρδιάς μου;
Ενα μήνυμα που δεν έρχεται, μια ατελείωτη σιωπή που με τσακίζει.
Και που λέει ταυτόχρονα οσα τα λόγια δεν μπορούν να πουν, οσα εμείς φοβόμαστε ή δεν τολμάμε να ξεστομίσουμε.
Μάτια που είναι βουρκωμένα και που δεν λένε να ξεσπάσουν.
Πως γαμώτο να σου πώ οτι μου λείπεις;
Και,Τί μου λείπει από σένα, που ποτέ δεν είχα ετσι κι'αλλοιώς;
Αποχή, Σιωπή, Απουσία.
Είσαι αραγε κρυμμένος πίσω απο την οθόνη και κοιτάς οπως και 'γω;
Η έχεις κλείσει τελείως τα ρολλά και έχεις κατεβάσει τον διακόπτη;
Υπομονή, Υπομονή, Υπομονή.
Μόνο ο χρόνος μπορεί να μου δώσει απάντηση...
Και του αρέσει να με βασανίζει έτσι...
Το ξέρω το παιχνίδι του.
Το'χω μάθει, από μικρό κορίτσι...
Να μετράω τα λεπτά, τις ώρες, τις μέρες...
Να κοιμάμαι και να ξυπνάω περιμένοντας την απάντησή μου...
Και αυτή να μην έρχεται... και 'γώ να περιμένω...
Πείσμα. Πίστη. Ελπίδα. Διαίσθηση.
Μένω ακόμα εδώ.
Περιμένω.
Θά'ρθει!
Δεν μπορεί! Θά'ρθει!
Κάποια στιγμή...θά'ρθει.

Κυριακή 3 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Ο,ΤΙ ΑΓΑΠΟΥΣΕΣ ΑΠΟ ΜΕΝΑ"...

Ο,τι αγαπούσες από μένα, το σκότωσες...
Και μετά εγώ, αναγκάστηκα να μου δώσω την χαριστική βολή.
Για να με λυτρώσω.
Δεν υπάρχει τίποτα πιά που να έχει μείνει από μένα...
Τώρα, πρέπει να περάσει πολύς καιρός, για να υπάρξει μιά καινούργια "άλλη", διαφορετική "εγώ", να σε τραβήξει και να την αγαπήσεις... Γι’αυτό το "άλλο" που θα είναι "εκείνη".
Αλλά αυτή η "άλλη", δεν θα είμαι πιά η "εγώ" που ήξερες.
Και θα πρέπει να σου αρέσω και να με μάθεις πάλι από την αρχή....
Με καινούργιους καυγάδες, και καινούργια ψέμματα, γιατί, αυτά είναι χαρακτηριστικά που δεν αλλάζουν δυστυχώς, τα κρατάς και τα κουβαλάς πάντα μαζί σου...
Και έτσι, θα ξαναφτάσουμε πάλι στο αδιέξοδο.
Πού, δεν θα είναι το ίδιο αδιέξοδο με αυτό που μας οδήγησε εδώ, αλλά θα είναι ενα "άλλο", παρόμοιο αδιέξοδο.
Γιατί, και τα αδιέξοδα δεν αλλάζουν.
Ακριβώς όπως και τα ψέμματα... και οι καυγάδες, μένουν πάντα τα ίδια.

Θυμάμαι πως άπλωνες το μπράτσο σου και ‘γω ακουμπούσα το κεφάλι μου επάνω, και ας με πόναγε ο σβέρκος μου μετά, και αποκοιμιόμασταν έτσι.
Επιανα το δάχτυλο του χεριού σου, και το κρατούσα με την παλάμη μου σαν μωρό.
Ηταν η σιγουριά μου για την νύχτα.
Τι ψεύτικη που είναι η σιγουριά που έχουν ανάγκη οι άνθρωποι!!!

Τώρα,ξαπλώνω μόνη στο κρεβάτι και ακούω στο ipod τον Μαχαιρίτσα να τραγουδάει το "Φλασακι", και θυμάμαι, οταν με είχες αρπάξει ψηλά και με γύριζες...γύρω γύρω στο σαλόνι του σπιτιού μου.
Με κρατούσες αγκαλιά, και μου ψιθύριζες γλυκόλογα στ’αυτί.
Με την βραχνή σου την φωνή...
Αυτή που δεν μπορώ να ξεχάσω ακόμα...
Πάει και αυτό!
Πέρασε...
Έσβησε....
Έμεινε μόνο το τραγούδι στο ipod…

Παρασκευή 1 Οκτωβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΟΛΕΣ ΟΙ ΠΟΛΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΙΔΙΕΣ ΟΤΑΝ ΞΗΜΕΡΩΝΕΙ"...

"Ολες οι πόλεις είναι ίδιες οταν ξημερώνει","όλες μοιάζουν", μου'χες πεί κάποτε, και δεν σε είχα πιστέψει τότε.
Οταν ξημερώνει, ολες αναστενάζουν στα κρεβάτια τους με τον ίδιο τρόπο.
Και οι εραστές της νύχτας, σιγομουρμουρίζουν και ή αγκαλιάζονται ή σηκώνονται με βαριά βήματα και φεύγουν απο τα ξένα κρεβάτια με το πρώτο φως της μέρας.
Τα μισά ρούχα φορεμένα όπως-όπως, και τα υπόλοιπα στο χέρι, και ένα φιλί απαλό, σιγανό, για να μην ξυπνήσει τον άλλον που κοιμάται...
Και η πόρτα κλείνει πίσω τους προσεκτικά, σιγανά.
Το αυτοκίνητο μπαίνει μπροστά με θόρυβο που μοιάζει εκκωφαντικός, μεσ' την ησυχία της νύχτας, και ακόμα και το γκάζι, είναι νυσταγμένο και βαρύ, από τον μισό ύπνο και την κούραση του έρωτα της προηγούμενης βραδυάς...
Και το άδειο σπίτι της επιστρφής, είναι κρύο και σιωπηλό.
Μόνο τα κοτσύφια έχουν ήδη αρχίσει να κελαϊδάνε στον κήπο.
Ο μισός ουρανός, αρχίζει ήδη να φωτίζει και η μέρα χαράζει, την ώρα που εσύ μπαίνεις κάτω από το ντούς και αφήνεις το νερό να κυλήσει πάνω σου και να πάρει τις ανάσες και τον ιδρώτα της προηγούμενης βραδυάς.
Ολες οι πόλεις είναι ίδιες μού'χες πεί κάποτε και δεν σε είχα πιστέψει.
Γιατί σε έβλεπα που έφευγες, και εγώ, σε ήθελα στο κρεβάτι μου.
Να σε πάρω αγκαλιά, να πάρω ακόμα μιαν ανάσα σου στο στόμα μου, και να ξαναγυρίσω στα όνειρά μου.
Και σύ, με φίλαγες απαλά στο μάγουλο και έκλεινες πίσω σου σιγανά την πόρτα.
Πόσος καιρός πέρασε από τότε;
Ούτε που θυμάμαι πιά.
Πόσες πόρτες έκλεισα πίσω μου φιλώντας κάποιον απαλά στο μάγουλο και ψιθυρίζοντας καληνύχτα;
Πόσους άδειους δρόμους έχω οδηγήσει μέχρι να φτάσω στο σπίτι μου;
Πόσο δίκιο είχες τελικά!!!
Ολες οι πόλεις του κόσμου είναι ίδιες στο ξημέρωμά τους...
Ολες αναστενάζουν, ολες στριφογυρίζουν στα κρεβάτια τους, άλλα άδεια, και άλλα γεμάτα με τον έρωτα της νύχτας.
Κάθε ξημέρωμα, κάποια πόρτα κλείνει σιγά, και κάποια άλλη ανοίγει και υποδέχεται την μοναξιά του ταξιδευτή.
Μόνο τα κοτσύφια που κελαϊδάνε στον κήπο είναι πάντα τα ίδια... όπως και το ξημέρωμα.
Οι άνθρωποι αλλάζουν...
Κάποιοι φεύγουν, κάποιοι άλλοι έρχονται.... Τι σημασία έχει σε ποιά πόλη βρίσκεσαι;