Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. "ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ ΜΟΥ. 2."

Χαϊδεύω το μολύβι μου,
ν' αρχίσει να γράφει.
Το ακουμπάω μαλακά
στην κοιλιά μου,
για να καρπίσει,
να γεννήσει τα ποιήματά σου.
Μάταια!
Στείρα είναι η σκέψη σου,
στέρφα η εμπνεύσή μου.
Το ακουμπάω πάνω
στην καρδιά μου,
μήπως και,
ο πόνος της για σένα
το κάνει να νιώσει κάτι...
Μα,
δεν πονά για σένα,
αδιαφορεί...
Το πλησιάζω ανάμεσα
στα σκέλια μου
Μπας και
η ανάγκη μου για σένα
το ερεθίσει.
Μα,
δεν σε ποθεί.
Εγώ μόνο υποφέρω
από την έλλειψή σου.
Το κρατάω στα χέρια μου.
Το πλέκω ανάμεσα
στα δάχτυλά μου.
Νομίζω πως,
κρατιόμαστε απ' το χέρι...
Τελικά,
Εσύ είσαι το μολύβι μου
αγάπη μου.
Εσύ η έμπνευσή μου,
εσύ το βάσανο και ο πόνος μου,
εσύ το μελάνι της ψυχής μου.
Αποκοιμιέμαι.
Δίπλα στην άδεια σελίδα,
με το μολύβι μου αγκαλιά...
Ακόμα μια βασανιστική νύχτα
μαζί σου...

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. "ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ ΜΟΥ".

Χαϊδεύω το μολύβι μου,
ν' αρχίσει να γράφει.
Κι' εκείνο, με πείσμα
μουτζουρώνει το χαρτί
χωρίς νόημα.
Δεν με θέλει απόψε
παρέα του.
Μόνο του
νιώθει την ανάγκη
να μείνει.
Μα, μήπως και 'γω,
πόσες φορές
δεν το πέταξα κατάχαμα
αφήνοντας τις λέξεις
να χορεύουν μόνες
στο μυαλό μου.
Χαϊδεύω το μολύβι μου,
μα, εκείνο μ' αποφεύγει...
Μόνοι μας θα κοιμηθούμε
ο καθένας μας
απόψε...

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. "ΜΙΑ ΖΩΗ ΑΚΟΜΑ".

Αγάπη μου!
Που ποτέ δεν θα γίνεις δικός μου,
και ποτέ,
δεν θά 'σαι καμμιάς άλλης
περισσότερο.
Που κρατάω μέσα μου το 100% της καρδιάς σου,
και το μηδέν του κορμιού σου.
Που δεν θα ξυπνήσουμε ποτέ
μαζί το πρωί.
Και που κάθε πρωί,
ξυπνώντας σου λέω "καλημέρα".
Που,
οτι μπόρεσα από σένα
ήταν να σε κοιτάω στα μάτια
μέχρι να πονάει.
Που,
άγγιξα τα χέρια σου
και χάθηκα στην αγκαλιά σου
μόνο μια φορά.
Κι' ήταν αρκετή για να με χορτάσει
για όλη μου τη ζωή.
Και αλλοίμονο,
έχω ακόμα μπροστά μου
μιαν ολόκληρη ζωή
να ζήσω!

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΕ ΦΟΝΤΟ ΤΟΝ ΑΣΠΡΟ ΤΟΙΧΟ"...

Κοιτούσε τον άσπρο τοίχο και τους πίνακες που κρέμονταν στη σειρά, ο ενας δίπλα στον άλλον.
Μαυρόασπρες φιγούρες που της προκαλούσαν ενα περίεργο συναίσθημα. Κάτι της έλεγαν, δεν μπορούσε να καταλάβει ακόμα τί, αλλά ήταν, σαν να προσπαθούσαν να της μιλήσουν από 'κεί που ήταν κρεμασμένες.
Στον πρώτο, η φιγούρα ενός άντρα, σε πρώτο πλάνο και μια δεύτερη, λίγο πιό πίσω, ήταν σαν να της έλεγε, "δεν είμαι εγώ, δεν είμαι αυτός, είμαι ο Αλλος". Μα όσο και αν προσπαθούσε, δεν θα είχε ποτέ την τύχη να μπορέσει να ξεφύγει, γιατί το τζάμι μπροστά στο κάδρο τον εμπόδιζε. Θυμήθηκε τα λόγια του Λακάν. "Αν συμβεί να φύγω, σκεφτείτε πως έφυγα για να γίνω επιτέλους ο Άλλος". Μα ετούτος εδώ, δεν θα μπορούσε ποτέ του να φύγει. Πάντα θα έμενε εκεί, λίγο πιό πίσω από τον Αλλο, σαν σκιά του, καταδικασμένος να τον ακολουθεί, κλεισμένος για πάντα στο γυάλινο κλουβί του κάδρου.
Μετακίνησε το βλέμμα της στο μεσαίο κάδρο, και ασυναίσθητα, έκανε λίγο πίσω, σαν να φοβήθηκε οτι θα έπεφτε μέσα στην τρύπα του πηγαδιού, πού φάνταζε μαύρη και μυστηριώδης. Δύο σανίδες, βαλμένες κάθετα η μία επάνω στην άλλη, ενα κομμάτι σκοινί, μερικά αγριόχορτα, εναγύρω... Και η τρύπα του πηγαδιού, σκοτεινή και βαθειά... Ένοιωσε λίγο σαν την Αλίκη. Έτοιμη ήταν να κάνει το βήμα και να γλυστρίσει μέσα. Μα και εδώ το τζάμι της κορνίζας την εμπόδιζε. Ποτέ της δεν θα μπορούσε να γίνει η Αλίκη στην Μαγική Χώρα την Θαυμάτων αυτού του πηγαδιού σκέφτηκε...Κάποια άλλη είχε προλάβει πριν από αυτή, πρίν να μπεί το τζάμι και η κορνίζα, πριν να κρεμαστεί ο πίνακας στον τοίχο...ίσως και πριν να στηθεί ο χώρος του γραφείου ακόμα...Δάγκωσε τα χείλη της, από αμηχανία, και γύρισε το κεφάλι της λίγο ακόμα προς τα αριστερά, έτσι που το βλέμμα της καρφώθηκε στον τελευταίο πίνακα. Ένοιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά, και ασυναίσθητα, έτεινε το χέρι της για να πιάσει τον άνδρα της εικόνας που έπεφτε στο κενό, σε ελεύθερη πτώση ανάσκελα.
Πως μπορείς να πιάσεις κάποιον που πέφτει στο κενό μέσα σε μια ζωγραφιά; Όσο και αν ακούς την φωνή του να σου φωνάζει να τον σώσεις, όσο και αν εσύ απλώνεις το χέρι σου, όσο και αν θές, είναι αδύνατον. Σχεδόν, μπορούσε να διακρίνει την αγωνία στο βλέμμα του, νόμιζε πως τον άκουγε να περνάει από δίπλα της καθώς έπεφτε, ίσως και να την άγγιξε κάποια στιγμή, ή, μπορεί και να ήταν ο αέρας μόνο, από την πτώση του. Έμεινε ασάλευτη να τον κοιτά να πέφτει, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα. Περίμενε να ακούσει τον θόρυβο που θα έκανε το κορμί του καθώς θα αγγιζε τη γή, οταν το διακριτικό βήξιμο του δικηγόρου της την ξανάφερε στην πραγματικότητα.
-" Εσείς θα υπογράψετε εδώ." "Τα υπόλοιπα χαρτιά, θα τα αναλάβω εγώ."
-"Ευχαριστώ πολύ". Σας ευχαριστώ πολύ" ψέλλισε.
Υστερα σηκώθηκε, πήρε το παλτό και την τσάντα της και βγήκε από το γραφείο...

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΟΙ ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ"...

Σταγόνες βροχής
κυλάνε στο τζάμι.
Οπως τα δάκρυα,
στα μάγουλα σου.
Οι σταγόνες ενώνονται
η μιά με την άλλη,
σε μία μεγαλύτερη πάντα.
Τα δάκρυα,
είναι μοναχικά.
Χαράζουν δικές τους πορείες το καθένα
πάνω στα μάγουλα.
Και κάποια, κατεβαίνουν
στο λαιμό,
και φτάνουν μέχρι
την καρδιά.
Από την πλημμύρα της βροχής,
μπορείς να επιζήσεις.
Αν όμως η καρδιά
πνιγεί από τα δάκρυα,
πεθαίνεις.

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΓΙΑ ΜΙΑ ΩΡΑ ΜΟΝΟ"...

Η Ωραιότητα της ματιάς σου,
η Ωριαία συνάντηση των κορμιών μας,
η σκιά του Ωρίωνα,
από πάνω μας, ψηλά στον ουρανό.
Να τον κοιτάμε
έτσι, ξαπλωμένοι και αγκαλιασμένοι
πάνω στο κρεβάτι.
Για μιά Ωρα μόνο...