Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Τρίτη 28 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "AMAZING GRACE"...

Τέσερεις μέρες έμεναν ακόμα για να φύγει αυτός ο χρόνος.
Τέσερεις μέρες δύσκολες όσο και οι υπόλοιπες τριακόσιες εξήντα μία, που είχαν περάσει μέχρι τώρα.
Είχε μπεί ο χρόνος αυτός, με ενα ολόγιομο φεγγάρι που της είχε τάξει τον ουρανό με τ'άστρα του! Ψεύτικες υποσχέσεις σαν όλες αυτές που είχε συνηθίσει να ακούει τόσα χρόνια, και που είχε υποσχεθεί στον εαυτό της να πάψει να πιστεύει πιά.
Αλλά το είχε πεί για τους ανθρώπους, δεν είχε φανταστεί οτι και το φεγγάρι θα μπορούσε να την κοροϊδέψει.
Ομως στον ίδιο κόσμο ζεί κι'αυτό, γιατί να μην λέει και τα ίδια ψέμματα;
Μετά , ο καιρός πέρναγε και ο χρόνος δυσκόλευε όλο και πιό πολύ...
Η μιά αναποδιά έφερνε την άλλη, το ενα χαστούκι έπεφτε πριν καν προλάβει να σηκώσει το κεφάλι της για να φάει το άλλο.
"Υπομονή", έλεγε στον εαυτό της, σφίγγοντας τα δόντια της. "μπόρα είναι, θα περάσει"...
Αλλά η μπόρα χειροτέρευε, γινόταν καταιγίδα, και πουθενά στον ουρανό, δεν φαινόταν να ξεκαθαρίζει ενα κομμάτι, πουθενά δεν έβλεπε να γυαλίζει έστω και μιά αχτίδα σαν ελπίδα ενος ουράνιου τόξου.
Περνούσαν οι μήνες, έφυγε ο κρύος χειμώνας, μπήκε η άνοιξη, περίμενε να ανθίσει η φύση μπας και γελάσει και το χείλι της λίγο αλλά, πέρασε και η άνοιξη χωρίς χαμόγελο, και ήρθε και το καλοκαίρι με την ζέστη να την πνίγει στη ψυχή και στην καρδιά, και να την σφίγγει σαν θηλιά γύρω από το λαιμό της.
Την άντεξε και την ζέστη!
Και ετσι όπως άρχιζε να δροσίζει το φθινόπωρο τις νύχτες, και να φυσάει το αεράκι, πίστεψε οτι να, τώρα, όπου νά'ναι, θάρθει και η ελπίδα που της είχε υποσχεθεί ο χρόνος στη ζωή της.
Και πάλι ξεγελάστηκε!
Γιατί, εκεί που νόμιζε πως ενα ελαφρύ φύσημα της δρόσιζε το καμμένο απο τον ήλιο του καλοκαιριού, πρόσωπό της, τα σήκωσε με μιάς ο αέρας, και τα πήρε όλα.
Τίποτα δεν άφησε όρθιο.
Και έμεινε εκεί μονη αυτή, όρθια, να στέκει και γύρω της συντρίμια, και αυτή να κρατάει την φωτογραφία της πεθαμένης της μάνας και να προσπαθεί να γυρίσει τον χρόνο πίσω.
Και άρχισε πάλι να βρέχει. Και ο ουρανός ξαναμαύρισε για να ταιριάξει λές, στο χρώμα της ψυχής της.
Έβρεχε ο ουρανός, έκλαιγε εκείνη, ίδια βουβό το παράπονο και των δυό... Σιγανό, βουβό και συνεχές...
Ετσι έφυγε και το φθινόπωρο. Κάποιες λιακάδες και μια χλιαρή ζέστα που έχει πού και πού, ίσα που κατάφεραν να την κρατήσουν στα πόδια της, όρθια, για να αντέχει στα επόμενα ...
Να αντέχει δηλαδή, να βλέπει τα λαμπερά φωτάκια των Χριστουγενιάτικων στολιδιών στους δρόμους και στα σπίτια, να μπορεί να τα κοιτάει και να κρατιέται να μην ουρλιάξει.
Και να πηγαίνει, να γελάει, να εύχεται και να δέχεται ευχές που δεν πιστεύει ούτε ελπίζει πιά.
Τέσερεις μέρες έμειναν για να μπεί ακόμα ενας χρόνος ψέυτης μέσα στη ζωή της...
Μα δεν βαριέσαι...
Τόσα χρόνια, τόσα ψέμματα που ειπώθηκαν, τόσες υποσχέσεις που δεν κρατήθηκαν...
ενας ακόμα χρόνος, τί πειράζει;

Τετάρτη 22 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΡΩΤΑ"...

Ηταν ενα φεγγάρι ολοστρόγγυλο και κατακόκκινο.
Ψηλά στον ουρανό του Δεκέμβρη, παραμονές Χριστουγέννων μιας χρονιάς που είχε τόσα πράγματα φέρει ανάποδα, που πια σχεδόν δεν ήξερες ποιά ήταν τα πάνω και ποιά τα κάτω.
Και μετά, ξαφνικά, κάπου μέσα στη νύχτα άρχισε σιγά σιγά να μικραίνει, και να μικραίνει, μέχρι που χάθηκε, αλλά ήταν εκεί, ψηλά, καρφωμένο ακόμα στον ουρανό, και ολοστρόγγυλο, και φωτεινό από μέσα και στο στεφάνι του εξωτερικά και κατακόκκινο σαν αίμα πληγής βαθειάς, που πονούσε πολύ, που πονούσε απο έρωτα.
Ετσι έμοιαζε εκείνο το φεγγάρι!
Και εκείνη το κοιτούσε και δεν ήξερε τί την πονούσε πιό πολύ, το χρώμα του φεγγαριού, ή η πονεμένη της ψυχή.
Δεν ήξερε αν τα μάτια της δάκρυζαν από το χρώμα που την τύφλωνε μέσα στο σκοτάδι του υπόλοιπου ουρανού ή γιατί, ο πόνος της ήταν τόσος που δεν τον άντεχε πιά και της έφερνε δάκρυα στα μάτια.
Σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη του χεριού της, και συνέχισε να το κοιτάει το φεγγάρι, μέχρι που ξανάγινε πάλι άσπρο και λαμπερό, και φώτισε τον ουρανό.
Και έμεινε εκεί εξω, στον κήπο παρόλη την παγωνιά της Δεκεμβριάτικης νύχτας, και το κοιτούσε καθώς έκανε την βόλτα του στον ουρανό από την Ανατολή προς την Δύση, μέχρι που άρχισαν να κελαϊδάνε τα κοτσύφια, και το σκούρο μαύρο του ουρανού άρχισε να γίνεται πιό αχνό, και προμήνυε οτι σε λίγο θα χάραζε η μέρα.
Η επόμενη μέρα, της προηγούμενης νύχτας, που σε τίποτα δεν διέφερε από την προηγούμενη μέρα και από την προηγούμενη και από αυτήν που ήταν δυό και τρείς μέρες πρίν...
Εκτός αν, έβγαζες εκείνο το ολοστρόγγυλο κατακόκκινο φεγγάρι,που μόλις είχε δύσει...
Και τώρα ο ουρανός γινόταν όλο και πιο ανοιχτός γαλάζιος, και τα κοτσύφια κελαϊδούσαν πιά σαν τρελλά, λέγοντας το ένα στο άλλο κουτσομπόλικα, πως εκείνη , είχε περάσει όλη την νύχτα τυλιγμένη σε μιά κουβέρτα, στον σιδερένιο καναπέ της βεράντας του κήπου, χωρίς να κουνήσει λεπτό από 'κεί,
κοιτάζοντας το φεγγάρι, ψηλά στον ουρανό, και πως τίποτα άλλο ολη την νύχτα δεν έκανε από το να κλαίει σιγανά, και να σκουπίζει που και πού τα μάτια της, με την ανάστροφη του χεριού της, χωρίς να μιλάει, με ενα παράπονο βουβό, που δεν μπορούσαν εκείνα, γιατί κοτσύφια ήτανε, να το καταλάβουν, και γιατί σ'αυτά ποτέ το φεγγάρι, ποτέ, δεν έφερνε δάκρυα.
Και σίγουρα, δεν μπορεί να έφταιγε το φεγγάρι, μάλλον εκείνος ο έρωτας θα ήτανε, που τόσο την είχε πονέσει χρόνια πριν...
Ναι, μάλλον αυτό θα ήτανε... γιατί κι' άλλες φορές την είχαν βρεί το ξημέρωμα που ξυπνούσαν καθισμένη εκεί στην ίδια θέση, ακίνητη να κοιτάει τον ουρανό και να σκουπίζει τα δακρυσμένα της μάτια με την ανάστροφη των χεριών της...

Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΔΟΥΛΕΙΑ ΘΕΛΩ !"...

Μπήκε στο γραφείο του και εκείνος σηκώθηκε όπως πάντα να την αγκαλιάσει τρυφερά και να την φιλήσει στο μάγουλο....
Κάτι, που έκανε από τότε που αυτή ήταν ακόμα παιδάκι και αυτός, φίλος του πατέρα της.
-Λοιπόν αγαπητή μου, σε τι μπορώ να σου φανώ χρήσιμος;
-Πρέπει οπωσδήποτε να βρώ μια δουλειά, του είπε. Δεν τα βγάζω πέρα πιά, καταλαβαίνεις, είσαι τόσα χρόνια φίλος της οικογένειας, ξέρεις τις δυσκολίες και τις αναποδιές που αντιμετωπίσαμε όλο αυτό τον καιρό.
-Ναι χρυσό μου κορίτσι, τα ξέρω όλα, της απάντησε εκείνος με ύφος στενοχωρημένο, και σηκώθηκε από την καρέκλα του πλησιάζοντάς την.
Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο της, και μετά της χάϊδεψε τα μαλλιά, και άφησε το χέρι του επάνω στο κεφάλι της, έτσι που εκείνη ένοιωσε για μιά στιγμή άβολα...Κουνήθηκε λίγο στην καρέκλα της, προσπαθώντας να αποφύγει το χέρι του που ήταν ακόμα στο κεφάλι της και κατέβαινε περίεργα προς τον λαιμό της, και έκανε δήθεν να πιάσει το κινητό της από την τσάντα της.
Αυτός, εξακολουθούσε να είναι από την δική της μεριά του γραφείου του, δίπλα στην καρέκλα που αυτή ήταν καθισμένη, και οταν η κοπέλλα έκανε να σηκωθεί για να πιάσει την τσάντα της, την άρπαξε με τα δυό του χέρια και την έσφιξε πάνω του, προσπαθώντας να την φιλήσει.
Εκείνη τινάχτηκε απότομα και ξαφνιασμένη, τον έσπρωξε βίαια μακριά της σκουπίζοντας με την ανάστροφη της παλάμης της τα χείλη της.
- Τι στο καλό!!!
-Γιατί το έκανες αυτό; τον ρώτησε, κοιτώντας τον απορημένη.
-Δουλειά ήρθα να σου ζητήσω! Δουλειά θέλω! δεν θέλω να πηδηχτώ!
Η έκφραση της αηδίας και της απογοήτευσης ήταν τόσο εντονα χαραγμένη στο πρόσωπό της, τα μάτια της είχαν βουρκώσει, με δυσκολία συγκρατούσε τα δάκρυά της.
-Για όνομα του θεού, είσαι φίλος του πατέρα μου! Πως σου πέρασε απο το μυαλό κάτι τέτοιο, του είπε παίρνοντας το παλτό της και την τσάντα της και βγαίνοντας από το γραφείο του γρήγορα, αφήνοντας την γραμματέα του να τους κοιτάζει απορημένη αλλά για κάποιο περίεργο λόγο, χωρίς να εκπλήσετται...
Βγήκε στον δρόμο και το ψιλόβροχο και ο παγωμένος αέρας, της φάνηκαν σαν βάλσαμο πάνω στο πρόσωπό της, που έκαιγε από τον θυμό και την αηδία της σκηνής που είχε προηγηθεί...
Περπάτησε για λίγο και μετά αποφάσισε να μπεί σε ενα καφέ-μπαρ, της περιοχής και να ζητήσει ενα καφέ.
Το δυνατό εσπρέσσο την βόηθησε να συνέλθει, άναψε ενα τσιγάρο, σκέφτηκε αμέσως πως απαγορευόταν πιά να καπνίζει μέσαστο μαγαζί, και σηκώθηκε να βγεί εξω για να το καπνίσει...
Εκεί στη πόρτα, είδε κολλημένο το χαρτί που έλεγε "ζητείται σερβιτόρα".
Εσβησε το τσιγάρο και μπήκε ξανά μέσα. Πλησίασε στο μπάρ και ρώτησε τον μπάρμαν για την δουλειά.
-Τα πρωϊνά κυρίως, της είπε αυτός... Από το απόγευμα και μετά, είμαι εγώ στο μαγαζί...
Αλλά, είστε σίγουρη; θελω να πώ, δεν μου φαίνεστε να έχετε ξανακάνει τέτοια δουλειά...
Η κοπέλλα χαμογέλασε πικρά.
-Μην ανησυχείς του είπε... Εχω πιεί τόσους καφέδες μέχρι τώρα στη ζωή μου , που το μόνο σίγουρο είναι οτι ξέρω να κάνω καλό εσπρέσσο. Δοκίμασέ με και θα δείς...
-Μαρία με λένε... Αύριο στις 8 θα είμαι εδώ... μέχρι να ανοίξουμε στις 8.30 να μου δείξες και τα απραίτητα...
Εκανε να πληρώσει τον καφέ της,
-Ασε, Μαρία, οι δικοί μας είναι δωρεάν της είπε ο νεαρός...
-Τάσος. Χάρηκα.Τα λέμε αυριο... λοιπόν!
Η Μαρία του έσφιξε το χέρι και βγήκε απο το μαγαζί. Οταν έφτασε σπίτι της η μητέρα της την περίμενε με αγωνία.
-Τί εγινε κούκλα μου; Σε βοήθησε ο κύριος....;
-Ναι μάνα μου! Της απάντησε , μην ανησυχείς, με βοήθησε πάρα πολύ!
Ευτυχώς που με εστειλες και τον είδα.... Ευτυχώς!
Από αυριο κιόλας αρχίζω δουλειά...

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΓΙΑΤΙ, Ο ΕΡΩΤΑΣ ΠΕΡΝΑΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑΧΙ"...

Του άνοιξε την πόρτα του γκαράζ και τον περίμενε να παρκάρει και να κλείσει το αυτοκίνητο.
Ήρθε προς το μέρος της, στην πόρτα και τον αγκάλιασε τρυφερά.
Χώθηκε για την ακρίβεια στην αγκαλιά του και χάθηκε μέσα της.
Εκείνος, έκλεισε την πόρτα πίσω τους και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια κρατώντας την στην αγκαλιά του συνέχεια.
Όταν έφτασαν στην κουζίνα, εκείνη ξεκρεμάστηκε από πάνω του και τον ρώτησε κοιτώντας τον στα μάτια.
-Πεινάς;
-Μμμμ. Της απάντησε αυτός μυρίζοντας κάτι νόστιμο προς την μεριά της κλειστής κατσαρόλας.
-Σού'χω μαγειρέψει! Σήμερα δεν θα μου πεις όχι, θα σε ταϊσω εγώ! του απάντησε.
Τον πήρε από το χέρι και τον κάθησε στην καρέκλα της κουζίνας, τραβώντας τον απότομα, και εμποδίζοντάς τον να ανοίξει την κατσαρόλα να δεί τι φαγητό υπήρχε μέσα...
-Αααα! Οχι! Δεν θα ξέρεις! Δεν μού 'χεις εμπιστοσύνη; Δεν μού' χεις, αλλά δεν πειράζει, σούπα είναι...
Πήρε την άσπρη λινή πετσέτα που είχε δίπλα στο πιάτο, και την δίπλωσε σαν κορδέλα.
Ύστερα, του έκλεισε απαλά τα μάτια και του έδωσε ενα μικρό φιλί στο στόμα για να τον καθησυχάσει...
Σέρβιρε την σούπα στο πιάτο και την έφερε μπροστά του.
Αυτός, καθόταν ατάραχος στην θέση του και με ενα αχνό χαμόγελο ηδονής και λαχτάρας απολάμβανε την διαδικασία.
- Πές μου αν θές κι' άλλο λεμόνι, περισσότερο πιπέρι ή αν είναι πολύ ζεστή για σένα, του ψιθύρισε απαλά στο αυτί...
Ύστερα πλησίασε με προσοχή το κουτάλι στα χείλη του και τον άφησε να ακουμπήσει σιγά σιγά δοκιμάζοντας προσεκτικά με τα χείλη και την γλώσσα του, το κουτάλι και το ζεστό, πηχτό υγρό.
Είχε πάντα τα μάτια του κλειστά, και ένοιωθε να αφήνεται ολόκληρος στην μαγεία της γεύσης, του παιχνιδιού του έρωτα, και της απόλαυσης...
Εκείνη, κρατούσε το κουτάλι σταθερά ακίνητο, και τον άφηνε να πλησιάζει αυτός, να κουμαντάρει αυτός, το πώς και πότε ήθελε να φάει και να καταπιεί... την μπουκιά του.
-Αααα, μμμ, είναι απίθανο, τί είναι; Την ρώτησε...
-Θα δείς, όταν χορτάσεις, και τελειώσεις... του απάντησε...
Ξαναπήρε από το πιάτο μιά κουταλιά και την πλησίασε προσεκτικά στα χείλη του...
Την άφησε εκεί, ακίνητη, και τον περίμενε, να πάει αυτός προς το μέρος της, να την αποζητήσει αυτός...
Την γεύση , πρέπει να την λαχταράς, για να μπορείς να την απολαύσεις...
-Πεινάω για σένα, της είπε αυτός, αφού κατάπιε ξανά την κουταλιά που του είχε ετοιμάσει.
Εκείνη, άφησε το κουτάλι στο πιάτο και ήρεμα, χωρίς βιασύνη, του ξεκούμπωσε το παντελόνι.
Και έτσι, οπως αυτός, ήταν καθισμένος στην καρέκλα της κουζίνας και είχε τα μάτια του δεμένα με την άσπρη λινή πετσέτα, με το πιάτο της σούπας να αχνίζει ζεστό δίπλα τους, πάνω στο τραπέζι, εκείνη, έβγαλε τα ρούχα της και κάθησε σιγά σιγά πάνω του, αφήνοντάς τον να γλυστρίσει μέσα της, βγάζοντας εναν μικρό αναστεναγμό.
Του χαϊδεψε τα μαλλιά και το πρόσωπο, χωρίς να του λύσει τα δεμένα του μάτια, του ψιθύρισε γλυκόλογα στο αυτί, πήρε ακόμα μια κουταλιά από το πιάτο, και τον τάϊσε τώρα με όλο της το είναι.
Μιά σταγόνα γλύστρισε από τα χείλη του και κατέβηκε στο πηγούνι του και αυτή, την έγλυψε με την γλώσσα της για να τον σκουπίσει και μετά άρχισε να τον φιλά, καθώς εκείνος, με τα χέρια του στους γοφούς της, την κράταγε με δύναμη πάνω του.
Οταν πιά αγκαλιάστηκαν σε ενα ατέλειωτο αγκάλιασμα, εκείνη έφερε τα χέρια της πίσω από το κεφάλι του και του έλυσε τα μάτια.
Αυτός, κράτησε τα μάτια του κλειστά για μιά στιγμή ακόμα, της έπιασε το πρόσωπο με τα δυό του χέρια, και την φίλησε ανάμεσα στα μάτια.
Υστερα γύρισε και κοίταξε το πιάτο με τη σούπα.
-Λαχανικά,σχεδόν λειωμένα από το βράσιμο, με τραχανά και ζουμί απο κρέας βραστό...του είπε...
-Την προηγούμενη φορά που ήμουν εδώ, είχαμε πιεί ενα μπουκάλι άσπρο κρασί μαζί με ενα κομμάτι παρμεζάνα...Το θυμασαι; τη ρώτησε εκείνος...
-Φυσικά, του απάντησε. Γι' αυτό σήμερα αποφάσισα να σου μαγειρέψω...
Εκείνος χαμογέλασε, έσπρωξε το πιάτο μακριά και κρατώντας την πάντα αγκαλιά, την ακούμπησε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας...

Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΝΑΣ ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΡΩΤΑΣ"...

-"Τελικά αυτό που ζείς είναι ενα ς πολύ μεγάλος έρωτας!" μου λέει η φίλη μου και εγώ την κοιτάζω απορημένη....
-"Εγώ;" "Σε μένα μιλάς;" τη ρωτάω...
-"Ναι ρε παιδί μου, αν τον έβλεπες πως σε κοίταζε όλη την ώρα, πως χαμογελούσε οταν μιλούσες, πως προσπαθούσε να είναι σοβαρός ανάλογα με την περίστασή, και πως έλειωνε σε κάθε σου αστείο κάθε σου κίνηση"...
-"Ναι , καλά"... απαντώ εγώ... "ξεχνάς βέβαια οτι τον έχω δεί τρείς φορές όλες κι'όλες... "
-"Τι σημασία έχει; Πόσο καιρό τραβάει αυτή η ιστορία; Δεν είναι δυο χρόνια τώρα;
Δυό χρόνια που παίζετε σαν τη γάτα με το ποντίκι...Δυό χρόνια, που αντί να περάσει αυτή η έλξη που νοιώθετε ο ένας για τον άλλον ολοένα γίνετε και πιο έντονη;"
-"Ετσι είναι!" της απαντάω.
Αλλά, αν με ρωτήσω μέσα μου δεν ξέρω αληθινά τι να πώ...
Τί είναι αλήθεια ο έρωτας;
Θυμάμαι οταν τον είχα πρωτοαντικρύσει, μου είχαν κοπεί τα πόδια...
Τον κοίταζα σαν χαζή, ακουγα την φωνή του και βρισκόμουν αλλού... Κόντεψα να ξεχάσω γιατί είχα πάει στο γραφείο του.
-"Μην ανησυχείτε, όλα θα τακτοποιηθούν" μου είχε πεί τότε, " εσείς να ηρεμήσετε" να αφήσετε να υπόλοιπα σε μάς"...
Βγήκα απο το γραφείο και ήμουν σαν ζαλισμένο κοτόπουλο...
Ως δια μαγείας είχα ξεχάσει το πρόβλημά μου, το μόνο που ήθελα εκείνη την στιγμή, ήταν αυτόν τον άντρα!
Τον ήθελα δικό μου, τον ήθελα σαν κολασμένη...
Γύρισα στο σπίτι, στον άντρα μου, που με ρώτησε τι έγινε με την υπόθεση, και 'γώ αόριστα απάντησα οτι εντάξει, όλα πήγαν καλά... "τι να του έλεγα και να τον ζαλίζω... τώρα"...
Συνέχισα να πηγαίνω στο γραφείο, η υπόθεση χρειαζόταν παρακολούθηση...
Εγώ χρειαζόμουν την "δόση" του χαμόγελού του, της ματιάς του, της φωνής του...
Μετά χώρισα!
Δεν ήταν ξαφνικό, αναμενόμενο ήταν, έπρεπε να είχε γίνει πολύ καιρό πρίν, στην πραγματικότητα.
Και οταν ξαναπήγα στο γραφείο , ήταν η πρώτη φορά που κοίταζα αλλού, απέφευγα να τον κοιτάξω κατάματα, δίσταζα να δώσω το χέρι μου και στην απλή χειραψία...
Και μετά, κάποια στιγμή, ούτε και γώ ξέρω πώς, βρέθηκα να τον φιλάω και να του λέω,πως αυτό, ηθελα να το κάνω από την πρώτη φορά που μπήκα στο γραφείο του...
Δύο, φορές βρεθήκαμε μαζί όλες και όλες...
Δυό φορές!
Τι σημάδι αραγε μπορεί να αφήσουν σε ενα κορμί που εχει γνωρίσει πολλά, τί αποτύπωμα ψυχής μπορούν να χαράξουν;
Δυό κόσμοι διαφορετικοί οι κόσμοι μας. Δυό ζωές που δεν μπορεί ποτέ να συναντηθούν, να ζήσουν κοινά...
Δυό άνθρωποι που συναντήθηκαν κάτω από περίεργες συνθήκες, που ενώθηκαν στιγμιαία...
Ναι, ενα "στιγμιαίο αδίκημα" ήταν θα μπορούσε να πεί κάποιος!!!
Μα έλα που και το στιγμιαίο δεν παύει να είναι αδίκημα...
Και αυτή η ρημάδα η παρανομία έχει μιά γλύκα...τρομερή.
Καμμιά μου σχέση δεν κράτησε από τότε, κανένας άντρας δεν κατάφερε να ξυπνήσει μέσα μου το ενδιαφέρον τόσο καιρό τώρα...
Δεν θα μπορέσω ποτέ να περπατήσω μαζί του αγκαλιά στο δρόμο.
Δεν υπάρχει ποτέ καμμιά πιθανότητα να κοιμηθούμε και να ξυπνήσουμε μαζί το πρωί...
Δεν θα πάμε ποτέ εκδρομή, δεν θα φάμε ποτέ μαζί έξω, δεν θα τον συστήσω ποτέ με καμάρι έτσι όπως νοιώθω μέσα μου οταν τον κοιτάω, στους φίλους μου, και 'κείνος δεν θα με παρουσιάσει ποτέ στους δικούς του...
Θα γυρίζω σπίτι μου και απλά θα σκέφτομαι πόσο ωραία θα ήταν αν ήμουν η γυναίκα του, αν μπορούσε να είναι ο δικός μου αντρας, και όχι κάποιας άλλης!
Θα γυρίζω πίσω από τα ξενύχτια μου τα βράδυα με τις άλλες παρέες και θα σκέφτομαι εκείνον...
Ασε μας ρε φιλενάδα!!!
"Μεγάλος έρωτας"... Με πρόκοψε...
Τόσο μεγάλος, που δεν ξέρω πως να τον εξηγήσω, δεν ξέρω γιατί ασχολούμαι με αυτόν, δεν ξέρω γιατί εχει πάει τέσερεις το πρωί και 'γω αντί να κοιμάμαι τον σκέφτομαι, και οταν θα ξαπλώσω στο κρέβάτι θα κλείσω τα μάτια και τα στον φέρω στο μυαλό μου για να αποκοιμηθώ...
Μεγάλος έρωτας, όπως όλοι οι ανεκπλήρωτοι έρωτες!!!
Τόσο μεγάλος, που δεν χωράει στη ζωή μου, και δεν χωράω στη δική του...
Και τελικά, χορταίνουμε και οι δύο μας με ότι μένει στο περιθώριο!!!

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ"...

Αν ζούσες, θα γιόρταζες σήμερα...
Χρόνια πολλά λοιπόν αγάπη μου!
Αραγε θα είμασταν ακόμα μαζί; Θα γιορτάζαμε στο σπίτι με τους συγγενείς και τους φίλους;
Και τα παιδιά να τρέχουν πάνω κάτω και να κάνουν φασαρία;
Ή θα είχαμε αφήσει πίσω μας τα πάντα και θα είχαμε φύγει οι δύο μας κάπου να μην μας βρεί κανείς;
Μπορεί και να είμαστε κλεισμένοι στο σπίτι οι δυό μας, να μην σηκώνουμε τηλέφωνα, να μην απαντάμε στα κουδούνια, με καφέδες και τσιγάρα και βιβλία και μουσικές, όλη μέρα χωμένοι στο κρεβάτι, και απο το κρεβάτι στην κουζίνα και μετά λίγο στο σαλόνι , και πάλι στο κρεβάτι.
Μια μικρή σπηλιά το σπίτι, όπως τότε που είμασταν μαζί ευτυχισμένοι.
Μα η ευτυχία δεν κρατάει ποτέ πολύ!
Γι'αυτό είναι και ευτυχία...
Το "λίγο" της είναι αυτό που ορίζει και το μέγεθος... και την ένταση...
Μια απόλυτη, τεράστια ευτυχία, δεν μπορεί παρά να διαρκέσει μόνο μιά στιγμή...
Και εγώ αυτή την στιγμή μαζί σου την είχα.
Τι παραπονιέμαι λοιπόν τώρα;.
"Είναι άδικο" λέω μέσα μου...
Μα, ποιός ορίζει το δίκαιο και το άδικο να πάω να του ζητήσω τα ρέστα...
Και αφού την έζησα τη "στιγμή" μου, δικαιούμαι ρέστα;
Μια στιγμή ακόμα...
Και μετά,
και άλλη μιά...
και μετά δεν θα ήταν ευτυχία, θα είχε γίνει πιά συνήθεια...
Έφυγες γρήγορα απο αυτή τη ζωή, και, έτσι και αλλοιώς, σε είχα αφήσει εγώ πρίν...
Αλλα, να!
Θάθελα τώρα να σε δώ, να μπορούσα να σου πώ "χρόνια πολλά"...
Ετσι όπως κάνουν οι άνθρωποι οι άλλοι, απο συνήθεια, στις γιορτές...

Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΝΑ ΑΔΕΙΟ ΠΑΚΕΤΟ ΤΣΙΓΑΡΑ"...

Είχε ξεμείνει πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού.
Το άδειο πακέτο απο τα αρωματικά τσιγάρα που είχε αγοράσει στο τελευταίο της ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη.
Στο τασάκι τα κομμένα φίλτρα ανακατεμένα με τη στάχτη και τα αποτσίγαρα, και η γλυκειά μυρωδιά του καπνού.
Στο στόμα της η πικρή γεύση του χωρισμού τους.
Ανακατεμένη με το αλκοόλ και την πίκρα της κοινής τους ζωής, που είχε πιά τελειώσει.
Στην κουζίνα τα βρώμικα πιάτα απο το τελευταίο τους δείπνο μαζί.
Ενα πιάτο, δυό πηρούνια, δυό ποτήρια...
Ακόμα και σήμερα, είχαν φάει όπως πάντα από τότε που γνωρίστηκαν και ερωτεύτηκαν τρελλά ο ένας τον άλλον, από ενα πιάτο...
Μετά, εκείνος σηκώθηκε, φόρεσε το σακκάκι του, την φίλησε τρυφερά, αλλά χωρίς πάθος στο μέτωπο και αφήνωντας τα κλειδιά του σπιτιού στο τραπεζάκι, άνοιξε την πόρτα και έφυγε.
Έμεινε καθισμένη στον καναπέ, μέχρι που κάπνισε όλο το πακέτο.
Υστερα σηκώθηκε, έσβησε τα φώτα στο σαλόνι, πήρε το τασάκι και το άδειασε στα σκουπίδια, και ανέβηκε να κοιμηθεί...
Αύριο, σκέφτηκε, έπρεπε να βρεί ποιός θα ταξίδευε στην Πόλη σύντομα για να της φέρει κι'άλλα.
Της άρεσαν αυτά τα τσιγάρα... Της άρεσαν πολύ!