Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 2010

ΣΤΟ ΔΡΟΜΟ ΓΙΑ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ...1.

Και έτσι, όπως περίμενε στο φανάρι, και την έκαιγε αυτός ο ήλιος ο φθινοπωρινός, ο μαγικός...
Και έμπαινε μέσα και το αεράκι, που λίγο πιά, έχει δροσίσει , τόσο όσο χρειάζεται για να σε κάνει να αφήνεσαι στον ήλιο...
και στο ραδιόφωνο ακουγε τους DIRE STRAITS, σε εκείνο το θεϊκό σόλο κιθάρα..... που μπορεί να σου τρυπήσει το μυαλό και την καρδιά ταυτόχρονα...
Εκεί, λοιπόν, που περίμενε το φανάρι να γίνει πράσινο, για να ξεκινήσει,κάπως της ήρθε, και έβγαλε φλάς δεξιά, κοίταξε από το καθρεφτάκι να δεί αν ερχόταν κάποιο αυτοκίνητο από πίσω, ψιθύρισε "ρε δε γαμιέται".....
πάτησε γκάζι και έφυγε....
με άγνωστη κατεύθυνση...και προορισμό την θάλασσα.

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΟΙ ΜΠΑΣΕΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ"...

Γράψε μου μόνο,
μπάσες μουσικές!
Σαν την φωνή σου
τη βραχνή.
Σαν την καυτή σου
την ανάσα.
Αυτή, που μού ψιθύριζε
εχτές
πως, οτι ζούμε
είναι ετούτες οι στιγμές
και
τα κομμάτια της ψυχής
που δίναμε και παίρναμε
τις νύχτες...

Τετάρτη 22 Σεπτεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΝΑ ΛΑΘΟΣ"...

Χτύπησε το ρολόϊ τρείς, πέρασε και το σκουπιδιάρικο, κάνοντας τις γάτες να τρέχουν αλαφιασμένες δεξιά και αριστερά από την τρομάρα τους.
Ο αέρας μόλις που κινούσε λίγο τις κουρτίνες, η ζέστη του δωματίου αφόρητη, η νύχτα πηχτή και βαριά.
Στο απέναντι παράθυρο, ενα περιστέρι γουργούριζε ενοχλητικά.
Πού και πού, κανένα αυτοκίνητο έσπαζε την μονοτονία της νύχτας με τον θόρυβο της μηχανής του, και έκανε την αϋπνία που την βασάνιζε, ακόμα χειρότερη.
Και αυτός ο πονοκέφαλος που τρυπούσε το μάτι της και έφτανε μέχρι το μυαλό της, κόντευε να την τρελλάνει.
Δεν μπορούσε να γράψει, δεν μπορούσε να φάει, δεν μπορούσε να κοιμηθεί...δεν μπορούσε να ησυχάσει!
Εψαχνε μέσα της να βρεί πού είχε κάνει το λάθος.
Πότε;
Ποιά στιγμή, στράβωσε το πράγμα;
Πού χάθηκε η ευθεία, πώς ξέφυγε η κατάσταση.
Γύριζε πίσω τον καιρό, και προσπαθούσε να θυμηθεί μιά μιά τις στιγμές, μήπως και καταλάβει. Μάταια!
Ολα της φαίνονταν να έχουν γίνει όπως έπρεπε.
Καμμιά λεπτομέρεια δεν της είχε ξεφύγει, τα πάντα είχαν υπολογιστεί μέχρι το τέλος, είχε εξετάσει κάθε πιθανότητα και είχε προβλέψει κάθε απρόβλεπτο.
Κι' όμως!
Ολα είχαν πάει λάθος τελικά...
Και τώρα, κρατούσε στα χέρια της τα κομμάτια μιας ζωής που αλλοιώς την είχε φανταστεί, και αλλοιώς της είχε βγεί.
Σαν να έψηνε στο φούρνο γλυκό και να είχε τελικά βρεθεί, με ενα ταψί μουσακά...

"Μουσακά λοιπόν, θα φάμε σήμερα", είπε στον άντρα της, που μόλις είχε γυρίσει σπίτι και την ρώταγε τι φαί είχε σήμερα...
Εκοψε δυό κομμάτια και τα σερβίρισε στα πιάτα.
Πήρε και το μπουκάλι με το κρασί, έκοψε δυό φέτες ψωμί, και κάθησε και αυτή μαζί του στο τραπέζι.
"Μου φέρνεις το αλάτι;" της ζήτησε εκείνος μπουκωμένος.
"Αλάτι, ξέχασες να βάλεις"...
Και 'κείνη σαν να την τίναξε το ρεύμα, πετάχτηκε, κατάλαβε...
Μα βέβαια!
Το αλάτι!
Αυτό ήταν!
Αυτό έλειπε απο τη ζωή της!
Συνέχισε να τρώει, μέχρι που άδειασε το πιάτο της.
Μετά, σηκώθηκε, μάζεψε τα πιάτα, τα έβαλε στο πλυντήριο και παίρνοντας την τσάντα της, κατευθύνθηκε προς το σαλόνι που ο αντρας της διάβαζε την εφημερίδα του.
"Πετάγομαι για τσιγάρα στο περίπτερο", του είπε.
Εκλεισε την πόρτα πίσω της, και δεν ξαναγύρισε σπίτι τους ποτέ...

Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

ΣΚΟΡΠΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. "ΚΑΙ ΤΩΡΑ;"

Και έμεινε εκεί, με το κασκόλ στα χέρια, να μην ξέρει τι να το κάνει ...
Ηθελε να του το δέσει στο λαιμό του, ήθελε να περάσει τα χέρια της πάνω από τα μαλλιά του, ήθελε να του πεί πως τελικά, δεν είχε πέσει έξω, πως έτσι ήταν, ακριβώς έτσι, αφού, σκέψου, τον αναγνώρισε καθώς περνούσε, και χωρίς καν να τον έχει δεί ποτέ ξανά, αλλά δεν είπε τίποτα, δεν μπορούσε να πεί κουβέντα, μόνο κάπνιζε και έπινε το ποτό της, και ένοιωθε το κεφάλι της να βουίζει και να γυρίζει και άκουγε την καρδιά της να χτυπάει τόσο δυνατά, που νόμιζε οτι το άκουγαν και οι άλλοι γύρω της,
και ... και... και...
και δεν ήθελε να φύγει, αλλά ούτε να κάτσει περισσότερο μπορούσε.
Και μετά, μπήκε στο αυτοκίνητό της και έμεινε εκεί ακίνητη για ώρα, μέχρι να γυρίσει το κλειδί και να ξεκινήσει για να γυρίσει στο σπίτι της.
Και τώρα;
τι;
Και έτσι θυμήθηκε πως κάπου είχε πρόσφατα διαβάσει, οτι, "κανείς ποτέ δεν είπε οτι η ζωή είναι δίκαιη, παρά μόνο, οτι είναι γεμάτη εκπλήξεις"...

Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

LETTERS TO AN IMAGINARY EX-LOVER. "ΚΑΠΟΥ ΕΚΕΙ, ΕΞΩ"...

Κάπου εκεί έξω βρίσκεσαι ακόμα αγάπη μου...
Το ξέρω!
Κάπου πίνεις και με σκέφτεσαι, κάπου περπατάς σαν κολασμένος μεσ τη νύχτα, όπως και 'γώ που κάθομαι εδώ, ολομόναχη στο σπίτι και σε σκέφτομαι, και σε περιμένω.
Ξαπλώνεις στο κρεβάτι σου και το κορμί σου πονάει από την έλλειψη της παρουσίας μου.
Οπως το δικό μου ματώνει πάνω στο κρεβάτι ψάχνοντας το δικό σου.
Μαχαίρι τα αδεια σεντόνια, μου χαράζουν το κορμί.
Απλώνω το χέρι μου στην δική σου πλευρά και τα καρφιά του άδειου σου μαξιλαριού μου τρυπάνε την ψυχή.
Σφίγγω τα δόντια να μην ουρλιάξω από τον πόνο της απουσίας σου.
Σφιγμένες γροθιές τα χέρια μου ανάμεσα στα σκέλια μου.
Ματώνουν τα νύχια μου τις κλειστές μου παλάμες, προσπαθώ να αντέξω να συνηθίσω χωρίς την αίσθηση του κορμιού σου να ακουμπάει το δικό μου.
Δεν μπορείς να ξυπνήσεις χωρίς εμένα δίπλα σου, παραδέξου το!
Καμμιά άλλη γυναίκα δεν μπορεί να σε ξυπνήσει ετσι όπως σε ξυπνούσα εγώ, και το ξέρεις!
Οπως και 'γώ, ξέρω πως δεν μπορώ να ησυχάσω χωρίς εσένα δίπλα μου!
Λείπει ο θόρυβος της ανάσας σου από το δωμάτιο, και αυτή η απόλυτη ησυχία του, με τρελλαίνει!
Με παίρνει ο ύπνος τα ξημερώματα πιά, και τότε τρυπώνεις στα όνειρά μου και γίνεσαι μαρτύριο.
Πετάγομαι στον ύπνο μου, και μετά, ξανακλείνω τα μάτια μου γρήγορα, και προσπαθώ να σε φέρω πίσω, να μην ξυπνήσω, να σε κρατήσω για λίγο ακόμα μέσα στο μυαλό μου...
Σηκώνομαι ιδρωμένη από την αγωνία και βγαίνω στον κήπο.
Τα κοτσύφια άρχισαν κιόλας να κελαϊδάνε...
Το φεγγάρι έχει κάνει ήδη τον κύκλο του, και έρθει από την μερηά μου τώρα, έτοιμο να με καληνυχτίσει...
Η σκιά του μπαίνει στο δωμάτιο και παίρνει σιγά σιγά το σχήμα και την μορφή σου...
Ακουμπάει στα σεντόνια και μου φωτίζει το πρόσωπο.
Μου σκουπίζει το ιδρωμένο μου κούτελο και λεπτό με το λεπτό, περνάει δίπλα στο μαξιλάρι σου.
Κλείνω ξανά τα μάτια μου, νυστάζω, είμαι κουρασμένη.
Και σύ είσαι δίπλα μου, στο μαξιλάρι, με το ασημένιο σου φώς, και με νανουρίζεις...

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

LETTERS TO AN IMAGINARY EX-LOVER. "ΣΤΙΣ ΔΥΟ ΑΚΡΕΣ"...

Στις δύο άκρες του ίδιου συναισθήματος...
Σ'αγαπάω πιά, ακριβώς όσο σε μισώ!
Λατρεμένη μου, μισημένη μου αγάπη!
Δεν συναντιόμαστε πιά πουθενά...
Βαδίζουμε σε δύο παράλληλες, αντίθετες πορείες.
Και έχουμε από πολύ καιρό, περάσει το σημείο που βρεθήκαμε μαζί εμείς οι δύο.
Μας μένει πιά, μιάς και η ζωή είναι στρογγυλή όπως και η γή, να ξανακάνουμε τον κύκλο.
Μέχρι τότε, ο καθένας μας πορεύεται μόνος του...

Τρίτη 14 Σεπτεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΞΑΣΤΕΡΙΑ"...

Κοίταζε ψηλά τον ουρανό, που ήταν σκεπασμένος με σύννεφα.
-"Θα βρέξει αύριο μάλλον" της είπε...
-"Ισως", απάντησε εκείνη, ενώ παράλληλα έψαχνε να βρεί ανάμεσα στα σύννεφα κάποιο αστέρι.
Και έτσι όπως γύρισε το κεφάλι της, για να δεί από την άλλη μερηά, εκείνος έσκυψε και την φίλησε.
Ηταν ενα ωραίο φιλί.
Απαλό, ήρεμο, τρυφερό και παράλληλα γεμάτο πάθος.
Ομως, η γεύση που σου άφηνε στο τέλος, ήταν σαν αυτή της τσιχλόφουσκας φράουλας...
Και της άρεσε.
Δάγκωσε απαλά τα χείλια της, και ξανακοίταξε ψηλά στον ουρανό.
Τα σύννεφα είχαν φύγει. Εψαξε για την Μεγάλη Αρκτο.
Μα, κοίταζε ανάποδα, προς την Ανατολή... και δεν μπορούσε να την βρεί...
Μόνο την Αφροδίτη είδε, ευθεία μπροστά της, να λάμπει όπως πάντα πιό πολύ από όλα τα άλλα αστέρια.
Εμεινε ετσι, ακίνητη στη καρέκλα της, δίπλα στη θάλασσα, με την Αφροδίτη να την κοιτά από ψηλά.
Δεν την ένοιαζε πιά να βρεί την ανάποδη κατσαρόλα της Μεγάλης Αρκτου, προτιμούσε να την ξαναφιλήσει εκείνος, που καθόταν δίπλα της και την χάζευε, να κοιτάει τα αστέρια...
Και εκείνος έσκυψε από πάνω της και την ξαναφίλησε...
Τώρα έκλεισε τα μάτια της και δεν ήθελε να βλέπει τίποτα...
Το μυαλό της γέμισε με τη γεύση της φράουλας,που είχε το φιλί στο στόμα της...
Πέρασε την γλώσσα της πάνω από τα ήδη υγρά χείλια της, χάϊδεψε με τα δάχτυλά της το πρόσωπό του.
Ενας γνωστός άγνωστος της ήταν, μά, ήταν γνώριμος ήδη...
-Είναι αργά ",του είπε, "πάμε;"...
Εφυγαν αγκαλιασμένοι, χωρίς να μιλάνε...
Οταν εκείνη μπήκε στο αυτοκίνητό της και έβαλε μπρος, γύρισε να τον κοιτάξει ,για να τον χαιρετίσει...
Και έτσι, εκεί, ακριβώς πάνω από το κεφάλι του, ψηλά στον ουρανό, είδε την Μεγάλη Αρκτο να απλώνει ένα- ένα τα αστέρια της και να της χαμογελά ...

Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΟΙ ΚΟΛΑΣΜΕΝΟΙ ΕΡΑΣΤΕΣ"...

Απο το παράθυρο έμπαινε ο θόρυβος του δρόμου, ανακατεμένος με την σκόνη και την υγρή ζέστη της πρώτης βροχής του φθινοπώρου.
Το κρεβάτι ήταν ακόμα ζεστό, από τα σώματά τους, και υγρό από τον ιδρώτα τους.
Τα σεντόνια ήταν πεταμένα στο πάτωμα, μαζί με τα ρούχα και τα μαξιλάρια, σαν ενα κουβάρι μπερδεμένο από έρωτα, πόθο, και απόγνωση μαζί...
Εκείνος, στην αλλη μεριά του δωματίου, έψαχνε στην τσέπη του σακκακιού του για ενα τσιγάρο,και αυτή, έσβηνε το υπόλοιπο της κάψας που την έκαιγε πίνοντας νερό απο τη βρύση της κουζίνας.
Σαν ξεδίψασε, έβαλε κάτω από το νερό που έτρεχε το κεφάλι της, για να δροσιστεί, και έτσι, με τα μαλλιά της να στάζουν, έπεσε πάλι στο κρεβάτι, δίπλα του, ρουφώντας μια τζούρα απο το τσιγάρο του.
Πέρασε το χέρι της στα βρεγμένα της μαλλιά και με την ανάστροφη της υγρής παλάμης της, του χαϊδεψε το στέρνο.
Σταμάτησε στη μικρή λακουβίτσα που σχημάτιζαν τα πλευρά του, και άφησε τις σταγόνες του νερού από τα μαλλιά της, να φτιάξουν μια μικρή λιμνούλα...
Και έπειτα, με το στόμα της, τον φίλησε εκεί ακριβώς, σαν να έπινε νερό από την πηγή της Ζωής...
Σφίχτηκε πάνω του με απελπισία, και αυτός, την αγκάλιασε δυνατά, μα συγρατημένα.
Και 'κείνη τό 'νοιωσε, τό 'ξερε εξ'άλλου, το περίμενε...
Τραβήχτηκε μακρυά του, αγκάλιασε το μαξιλάρι που βρισκόταν δίπλα της στο πάτωμα,και δάγκωσε τα χείλη της βουβά, για να μην ουρλιάξει.
Πόσο ακόμα;
Πόσες φορές θα αντέξουν να βρίσκονται ετσι;
Κάθε φορά που χώριζαν έλεγε πως ήταν η τελευταία.
Και μετά, πολλές φορές ούτε οι ώρες μιας μέρας δεν κατάφερναν να περάσουν, μέχρι να ξαναβρεθούν πάλι.
Ετσι, χωρίς να λένε ούτε μιά κουβέντα, λες και τα λόγια ήταν άσκοπη φλυαρία, μπροστά στην δύναμη αυτού που ένοιωθαν ο ένας για τον άλλον.
Κι'ύστερα, πάλι όλα άρχιζαν απ'την αρχή...
Η αγωνία, ο πόνος της καρδιάς, ο πόνος μέσα στα σωθικά τους, η αναμονή, η λαχτάρα του ενός για τον άλλον, το ταίριασμά τους, το σπαρτάρημά τους, η απόλυτη παράδοσή τους.
Και, εκείνο το ολοστρόγγυλο μικρό δάκρυ που κύλαγε κάθε φορά, από τα μάτια και που μπερδευόταν πάντα με τον ιδρώτα του προσώπου τους...
Για να μπορούν να έχουν μια δικαιολογία για την επόμενη συνάντηση...

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."ΤΑ ΖΕΣΤΑ ΣΕΝΤΟΝΙΑ"

Ζεστά είναι ακόμη τα σεντόνια από τα κορμιά μας.
Και ο έρωτας της νύχτας δεν έχει φύγει ακόμα απ'το πετσί μας.
Εσύ, δεν είσαι πιά εδώ...
Ποτέ δεν μένεις!
Ντύνεσαι και φεύγεις, αθόρυβα πάντα, αφήνοντάς στο κοιμησμένο μου μάγουλο ένα φιλί.
Αλλά η μυρωδιά του ιδρώτα σου, μαζί με το άρωμά σου, είναι ακόμα εδώ, στα μουσκεμένα σεντόνια μου.
Γυρίζεις πάντα σπίτι σου, το βράδυ, μόνη.
Να κοιμηθείς στο άδειο σου κρεβάτι.
Και ας σε παρακαλάω να μείνεις μαζί μου για να ξυπνήσουμε αγκαλιά...
Δεν έχει νόημα να στο ζητήσω, το ξέρω.
Αν δεν το κάνεις μόνη σου, γιατί εσύ το θέλεις, θά'ναι χειρότερο.
Υστερα, περνάει καιρός, πολύς, μέχρι να ξαναβρεθούμε...
Ετσι ίδια πάλι, ακόμα μια φορά, για λίγο...
Και 'γώ, πάντα εξακολουθώ να ελπίζω οτι όλα αυτά τα "λίγο" σιγά σιγά θα γίνουνε "πολύ"...
Και πως μιά μέρα, θα αφήσεις τον εαυτό σου να αποκοιμηθεί στην αγκαλιά μου και 'γώ, θα σε ξυπνήσω το πρωί μ'ενα φιλί...

Σάββατο 11 Σεπτεμβρίου 2010

LETTER TO AN IMAGINARY EX-LOVER. LETTER 30. "ΜΕ ΞΕΡΕΙΣ ΚΑΘΟΛΟΥ;"

Μπορείς να μ'αγαπήσεις γι'αυτό που είμαι; Χωρίς να θελήσεις να με αλλάξεις καθόλου;
Μη με ρωτήσεις τι και ποιά είμαι.
Δεν ξέρω ούτε εγώ τι να σου απαντήσω.
Αλλά σου ζητάω να μ'αγαπήσεις έτσι όπως είμαι.
Καλή ή κακιά,εύκολη ή δύσκολη,περίεργη,παράξενη,χαρούμενη ή γκρινιάρα,ο,τι είμαι,έτσι όπως είμαι.
Μην προσπαθήσεις να με αλλάξεις, δεν μπαίνω σε καλούπι.
Είμαι σαν το νερό που κυλάει.
Αν προσπαθήσεις να με βάλεις σε μπουκάλι, θα έχεις ενα κομμάτι μου φυλακισμένο,αλλά η υπόλοιπη θα έχω χαθεί...

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

LETTERS TO AN IMAGINARY EX-LOVER... "ΠΟΝΟΣ ΣΤΟΝ ΠΟΝΟ"...

Πόνος στον πόνο, πείσμα στο πείσμα, ψέμα στο ψέμα.
Ξεσκίζονται τα σωθικά μου από τη έλλειψή σου και όμως, δεν κάνω πίσω.
Κολλημένα τα πόδια μου λες, στην ίδια θέση, ανίκανη να προχωρήσω μπροστά, αδύναμη να οπισθοχωρήσω.
Ποιόν προσπαθώ να κοροϊδέψω άραγε;
Δεν τελειώνει η μέρα, δεν περνάει η νύχτα.
Το πρόσωπό σου χαραγμένο στο μυαλό μου, μού σκεπάζει κάθε άλλη εικόνα.
Αδύνατον να δώ πέρα από αυτό.
Καμμιά απάντηση από την άλλη μεριά του ακουστικού, αφού το τηλέφωνό μου έτσι κι'αλλοιώς δεν σε καλεί.
Θυμάσαι πως ήταν τότε που ακόμα αγαπιόμασταν;
Ξαπλώναμε το βράδυ στο κρεβάτι για να κοιμηθούμε , και σού'πιανα το δάχτυλο του χεριού σου, σαν μωρό, για να αισθάνομαι σιγουριά και να μη φοβάμαι.
Και σύ, με έχωνες στην αγκαλιά σου και έτσι κολλημένους τον ένα πάνω στον άλλον μας έπαιρνε ο ύπνος.
Δύσκολη ήταν η αγάπη μας, δύσκολος και ο χωρισμός μας!
Πόσοι άντρες άραγε πρέπει να περάσουν από πάνω μου για να σε ξεχάσω;
Πόσο βαθειά πρέπει να γδάρει κανείς το πετσί μου για να πάψει να έχει χαραγμένα πάνω του τα ίχνη σου;
Μπήκε πάλι το φθινόπωρο!
Το νοιώθω, να μπαίνει κάθε βράδυ, μαζί με το αεράκι, από το ανοιχτό ακόμα παράθυρο.
Πόσα φθινόπωρα εχουν περάσει μακρυά σου; Πότε επιτέλους θα πάψω να τα μετράω;
Τα μαξιλάρια μου έχουν ακόμα τη μυρωδιά σου.
Ξαπλώνω στο κρεβάτι και ψάχνω το χέρι σου, την αγκαλιά σου.
Τη δική σου αγκαλιά, όχι αυτή του σώματος που κοιμάται δίπλα μου!
Μου λείπει η ανάσα σου, μου λείπει αυτή η μικρή λακουβίτσα του στέρνου σου, η φωλιά μου, η κρυψώνα μου.
Για πόσο ακόμα;
Για τόσο...
Οσο...

Τετάρτη 8 Σεπτεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΟΙΜΑΣΑΙ?"...

Κοιμάσαι;
Σε ξυπνάω;
Απόψε σ'έχω ανάγκη.
Δεν στό'χω πεί ποτέ άλλοτε αυτό, το ξέρω.
Πρώτη φορά το ακούς από μένα.
Ισως να μην τό'χω πεί και ποτέ πριν στη ζωή μου.
Ξέρω! Δεν μπορούσες να φανταστείς οτι λυγίζω εγώ.
Αλλά, να, που τελικά, κάποια στιγμή, όλοι λυγίζουμε.
Θα σηκωθώ πάλι, μη φοβάσαι.
Μόνο τώρα, έτσι, για μιά στιγμή, μόνο για λίγο, λύγισα.
Μόλις που πρόφτασα να το ξεστομίσω.
Είμαι καλά, τώρα.
Οχι, δεν έχω ανάγκη από τίποτα.
Είμαι καλά, αλήθεια σου λέω.
Πέρασε.
Βλέπεις, χαμογελάω πάλι.
Πέρασε σου λέω.
Τί;
Οχι δεν έκλαιγα, τα μάτια μου είναι κόκκινα από τον πονοκέφαλο.
Οχι, δεν χρειάζεται νά'ρθεις. Είμαι καλά, πέρασε σου λέω.....
Κοιμήσου, καληνύχτα, συγγνώμη που σε ξύπνησα.

Δεν χρειαζόταν νά'ρθεις.
Μα, αν με είχες ρωτήσει αν ήθελα, θα σού'χα πεί "ναι"...

Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΣΤ'ΑΚΡΟΔΑΧΤΥΛΑ "...

"Ξημερώματα στο δρόμο ρίχνω πετονιά, πιάνω τον εαυτό μου, και χάνω το μυαλό μου"....
Τέλειωσε το τσίπουρο, τελείωσαν και τα πουράκια... Εκλεισε το μαγαζί...
Μπήκα στο αυτοκίνητο και γύρισα σπίτι...
Οταν οδηγείς, δεν πρέπει να αποδείξεις οτι μπορείς να περπατάς ευθεία...
Ευτυχώς!!!
Αλλά δεν έχει σημασία, γιατί το θέμα μας ήταν η Τ..... οχι εγώ...
Εγώ απλά χόρεψα τη ζεϊμπεκιά μου.
Και στο τέλος, αντί να πιώ το τσίπουρο από το ποτήρι που ήταν κάτω τού'δωσα μιά και το κλώτσησα...
Αϊ στο διάολο... να πάει κι'αυτό και όλα...
Και οταν μου έτεινες το χέρι να μου πείς "μπράβο, σε παραδέχομαι", εγώ, γύρισα την ανάστροφη της παλάμης μου, και σε ακούμπησα με τ'ακροδάχτυλα...
Κι'όταν μου ζήτησες το τηλέφωνό μου, στό'γραψα στη χαρτοπετσέτα, μ'ένα φιλί...
Γιατί αυτό είναι τελικά η ζωή,
Μιά, δυό ,τρείς, δέκα εκατό, χίλιες, στιγμές αυθόρμητες...
Αλλά όλες μοναδικές και όλες αληθινές...

Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΑΡΙΑ ΑΝΤΟΥΑΝΕΤΤΑ "...

Χτυπάνε τα μηνίγγια μου!
Και ο θόρυβος ακούγεται μέσα στο άδειο μου κεφάλι εκκωφαντικός.
Τα ρουθούνια μου αγωνίζονται να στείλουν τον αέρα της κάθε μου ανάσας στα πνευμόνια μου.
Και κάθε φορά, νοιώθω να πνίγομαι.
Εχω ενα κόμπο στο λαιμό, και αρνούμαι πιά να καταπιώ οτιδήποτε.
Η καρδιά μου χτυπάει τόσο δυνατά!
Επιτέλους!
Ας μου κόψει κάποιος το κεφάλι,
Για να πάψω να σκέφτομαι και να πονώ...
Μάταιο βασίλειο!
Αχρηστοι υπήκοοι!
Ούτε ενα χάπι για την ημικρανία δεν μπορούν να μου προσφέρουν...

Η ΑΙΩΡΑ...

Τι σ'ενόχλησε αλήθεια αγάπη μου;
Το γεγονος οτι κουνιόμουν στην αιώρα και το απολάμβανα σαν μικρό παιδί;
Η, οτι το βιβλίο που διάβαζα αντίθετα με το δικό σου είχε τις σελίδες κομμένες;
Ηταν πάνω από μιά εβδομάδα που σε παρατηρούσα να παίρνεις κάθε μεσημέρι το αναθεματισμένο αυτό βιβλίο, ενα μικρό θησαυρό, στην πραγματικότητα, με τα ποιήματα του Ελύτη, με τις σελίδες του άκοπες ακόμα, και να κατευθύνεσαι προς την αιώρα.
Ξάπλωνες εκεί, και έκανες πως διάβαζες...
Για ποιόν αλήθεια;
Ποιόν προσπαθούσες να κοροϊδέψεις;
Ενα βιβλίο με τις σελίδες άκοπες...
Και σύ, με ύφος περισπούδαστο... να προσπαθείς να μου πείς τί; αλήθεια;
Εγώ μάτια μου, δεν το έχω διαβάσει αυτό το βιβλίο, αλλά τις λέξεις που φτιάχνουν τα ποιήματά του, τις έχω νοιώσει στο πετσί μου.
Τις έχω μέσα στην ψυχή μου. Τις έζησα και τις ζώ καθημερινά.
Πόσο κουράστηκες να το αποκτήσεις;
Ξέρεις, τα βιβλία δεν έχουν αξία αν δεν έχουμε κουραστεί να τα αποκτήσουμε.
Οι σελίδες τους είναι άδειες, κενές, αν δεν έχουμε κοπιάσει για να τις πιάσουμε στα χέρια μας...
Και ο κόπος αυτός για τον οποίο μιλάω εγώ, είναι κόπος ψυχής...
Πόνεσες ποτέ σου;
Νοιάστηκες γι'αυτόν που κοιμόταν δίπλα σου;
Ξενύχτησες με τους εφιάλτες του;
Αν δεν τό'χεις κάνεις, διαβάζεις σε μιά γλώσσα που δεν καταλαβαίνεις...
Οπότε, καλίτερα που δεν μπαίνεις καν στο κόπο να κόψεις τις σελίδες.
Τι μπορεί να σου πεί εσένα το μπλέ της θάλασσας του Ελύτη, οταν εσύ το μετράς με τα τετραγωνικά της βίλας σου και την απόστασή της από την θάλασσα...
Ποιό νανούρισμα νωχελικό και ηδονικό μπορεί να σου προκαλέσει η αιώρα που έχεις στήσει ανάμεσα στα πεύκα, αν την μουσική των τζιτζικιών δεν την έχεις ακούσει πρώτα μέσα από τις σελίδες του Σεφέρη...
Ποιό κρυφό περιγιάλι μπορεί να ανακαλύψει το ακριβό σου σκάφος, αν δεν έχεις αναλογιστεί μόνος σου, πως πήρες τη ζωή σου και πού σε πήγε εκείνη τελικά...
Αστο βιβλίο πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού λοιπόν, πάλι, ξανά, για ακόμα ενα χειμώνα...
Του χρόνου το καλοκαίρι που θα ξανάρθεις εδώ... θα το βρείς στην ίδια θέση...
Και μπορεί κάποιος από τους καλεσμένους σου, να μπεί στον κόπο να το κόψει και να το διαβάσει...
Γιατί εσύ, αυτή τη γλώσσα που είναι γραμμένο, δεν μπορείς να την καταλάβεις, και είναι αργά πιά για να την μάθεις...