Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 25 Ιουλίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ'ΕΝΑ ΚΑΙΡΟ ΗΤΑΝ..."...

Ήταν,
Μιά βασιλοπούλα...
Ενας βάτραχος,
Ενα άρρωστο κοριτσάκι...
Μιά μανούλα μόνη της με το αγοράκι της,
Ενας πολύ μοναχικός άνθρωπος...
Μιά γιαγιά εγκαταλελλειμένη από τα παιδιά και τα εγγόνια της,
Ενας αδέσποτος σκύλος...
Ενα μπαλόνι, που ξέφυγε από τον μπαλονά και πετούσε μόνο του πάνω από την πόλη...
Μια μισοξεραμένη γλάστρα με βασιλικό, που την πέταξαν στα σκουπίδια...
Μια νυχτερίδα που συγκατοικούσε με ενα περιστέρι στα χαλάσματα ενός παληού σπιτιού,
Ενας ερωτευμένος φοιτητής, που μόλις είχε χωρίσει από την κοπέλλα του...
Μια κουρασμένη παραδουλεύτρα, που γύριζε σπίτι της ξεθεωμένη, τα ξημερώματα,
Δυό άγνωστοι άνθρωποι που έψαχναν ο ένας τον άλλον...
Μια πόλη, σκληρή και απάνθρωπη στους κατοίκους της,
Ενας συγγραφέας που απελπισμένος, έψαχνε για την έμπνευσή του...

Μια Κυριακή απόγευμα, ενος καυτού Ιουλίου, στην Αθήνα, με διάθεση για ένα παραμύθι..........

Παρασκευή 23 Ιουλίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ"...

Παρασκευή απόγευμα.
Καλοκαίρι στην Αθήνα.
Η ζέστη έκαιγε τα πεζοδρόμια και έλειωνε την άσφαλτο στους βρώμικους δρόμους της πόλης.
Αλλά όλα αυτά, ήταν πολύ μακρυά από 'κείνη.
Ξαπλωμένη μπρούμητα επάνω στο κρεβάτι της, διαγώνια, για να μπορεί να εκμεταλλεύεται το μέγιστο δυνατόν μήκος, με δυσκολία κατάφερνε και να αναπνεύσει.
Ακριβώς από πάνω της, ο ανεμιστήρας, γύριζε και αυτός σχεδόν αποκαμωμένος από την ζέστη.
Εκανε και αυτός ό,τι μπορούσε...
Τα τζιτζίκια πάσχιζαν να επιβληθούν στους υπόλοιπους θορύβους του δρόμου, και όλο μαζί, αυτό που άκουγε κανείς, ήταν πολύ... για να μπορέσουν να το αντέξουν τα αυτιά σου.
Σκέτη τρέλλα!
Η ζέστη, ο θόρυβος, το μικρό δωμάτιο, η έλλειψη χώρου, και χρόνου!
Πήρε μιά βαθειά ανάσα, ένοιωσε οτι πνιγόταν!
Το ανοιχτό παράθυρο του μικρού μπάνιου κοίταγε σε εναν άθλιο φωταγωγό. Ούτε οι κατσαρίδες δεν ήθελαν να περπατάνε εκεί...
Είχε όμως ησυχία.
Εκλεισε το καπάκι της λεκάνης και κάθισε στην τουαλέτα.
Σιγά σιγά, άρχισε να συνέρχεται. Δεν άκουγε πιά τα τζιτζίκια, ούτε τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων να της τρυπούν τα τύμπανα.
Ξαφνικά από την απέναντι μερηά, ακούστηκε ο θόρυβος ενός "μπλακ εντ ντεκερ". Και ομιλίες.
Μετά, ενα σφυρί κοπανούσε ενα τοίχο...
Οχι δεν ήταν τοίχος!
Το κεφάλι της πονούσε φρικτά.
Προσπάθησε να σηκωθεί από την τουαλέτα, να πιεί λίγο νερό...
Ενοιωσε οτι το σώμα της δεν την υπάκουε.
Τα χέρια και τα πόδια της ήταν βαριά, ασήκωτα. Και δεν έκαναν βήμα...
Προσπάθησε ξανά, η αγωνία της ολοένα και μεγάλωνε...
Εκανε να φωνάξει, μα δεν έβγαινε φωνή...
Χανόταν...
Σωριαζόταν στο πάτωμα, την στιγμή που εκείνος μπήκε μέσα...
"Αγάπη μου, έβλεπες εφιάλτη, έλα, πάμε να κολυμπήσουμε. Η θάλασσα είναι λάδι και σε λίγο θα βασιλέψει και ο ήλιος..."
"Σου έψησα καφέ και υποβρύχιο... και σε περιμένω στη βεράντα"...
"Ελα, ξύπνα μάτια μου"...

Πέμπτη 22 Ιουλίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΝΑ ΒΡΑΔΥ"...

Πέρασε το κραγιόν απαλά επάνω από τα χείλη της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Την ικανοποίησε το αποτέλεσμα και χαμογέλασε στο είδωλό της.
Έβαλε ακόμα μια σταγόνα από το άρωμά της και βγήκε από το δωμάτιο, σβήνοντας το φώς πίσω της.
Η ζέστη της μέρας είχε δώσει την θέση της σε μιά υγρή δροσιά, που έκανε το δέρμα να κολάει και τον ιδρώτα της να αναδεικνύει ακόμα περισσότερο το αισθησιακό άρωμά της.
Τα μαλλιά της της ζέσταιναν τον λαιμό της, και έτσι όπως σχηματιζόταν ενα λεπτό στρώμα ιδρώτα επάνω του, Εκείνος με δυσκολία κρατιόταν να μην την φιλήσει, σβήνοντας τη δίψα του με τον ιδρώτα της.
Γύρισε και τον κοίταξε ίσια στα μάτια.
«Είμαι έτοιμη» του είπε, «μπορούμε να φύγουμε όποτε θές».
Αλλά εκείνος δεν ήθελε να φύγει πιά...
Τον κοίταξε χαμογελώντας.
«Μας περιμένουν αγάπη μου»... «δεν μπορούμε να μην πάμε»...
«Να σε φάω θέλω τώρα»... της είπε... «να σε πιώ, ολόκληρη»...
Αυτή, πήρε τα κλειδιά και την τσάντα της, και προχώρησε έξω από την πόρτα...περιμένοντάς τον να την ακολουθήσει.
«Οταν γυρίσουμε του είπε», ψιθυριστά στο αυτί του, σέρνοντας τις λέξεις, αργά, για να μπορεί η ανάσα της να τον ανατριχιάζει ... «οταν γυρίσουμε, το βράδυ, θα σου πώ...» και δεν τελείωσε τη φράση της.
Ετσι έκανε πάντα...
Ποτέ δεν τελείωνε αυτό που ήθελε να πεί...
Μπορεί και να μην ήξερε κατά βάθος, τί ήθελε να πεί...
Αφηνε κάτι μισοτελειωμένο να πλανάται στον αέρα...
Και ο καθένας, πίστευε αυτό που ήθελε αυτός να πιστεύει, για το τέλος της φράσης.
Αφηνε έτσι την ζωή, να την πηγαίνει και αυτή λίγο, όπου ήθελε να την πάει, στην τύχη... δεν ήταν όλα προγραμματισμένα έτσι.
Κανόνιζε αυτή τη ζωή της, αλλά, και η ζωή, της εμπαινε καμμιά φορά από δεξιά, και της έφερνε και κάτι απρόβλεπτο...
Οχι πάντα ευχάριστο, αλλά γαμώτο, ήταν απρόβλεπτο, και αυτό άξιζε τον κόπο... και τον πόνο και το ρίσκο…
Το κεφάλι της πονούσε λίγο όταν γύρισαν σπίτι.
Είχε πάλι πιεί ένα - δυό σφηνάκια παραπάνω. Ψαχούλεψε στην τσάντα της για κανένα παυσίπονο...
Η γλυκειά ζάλη του ποτού, έκανε τις κινήσεις της πιό αργές, αλλά, δεν βαριέσαι, ο χρόνος κάποια στιγμή, παύει τελικά να έχει σημασία.
Ανέβηκε τις σκάλες αργά, βγάζοντας παράλληλα τα δαχτυλίδια της, τα σκουλαρίκια της, τα κολιέ της...
Σαν έφτασε στο δωμάτιό της, είχε κιόλας ξεκουμπώσει το φόρεμά της.
Στάθηκε για λίγο ακίνητη και το άφησε να πέσει αργά κάτω στο πάτωμα.
Μετά μπήκε στο μπάνιο και βούρτσισε τα δόντια της.
Εκείνος ήταν ήδη ξαπλωμένος στο κρεβάττι και την περίμενε.
Την κοιτούσε με λαχτάρα και αγάπη.
Την ήθελε.
Δικιά του.
Και η σκέψη πώς, ποτέ δεν θα μπορούσε να την έχει ολοκληρωτικά, τον τρέλλαινε.
Οταν την αγκάλιαζε το ένιωθε οτι αυτή του γλυστρούσε σαν νερό, μέσα από τα χέρια του, οτι, όσο σφιχτά και αν την κρατούσε, αυτή του ξέφευγε και ήταν αλλού, και τον έπιανε τρέλλα.
«Εδώ είμαι» του έλεγε αυτή, σιωπηλά κοιτώντας τον στα μάτια. Εδώ.
Αλλά, αυτός ήξερε!
Η μισή ήταν εκεί, η άλλη μισή, ήταν πάντα φευγάτη... εκεί ψηλά, στην γωνία , στο ταβάνι...
«Μην το ψάχνεις, δέξου το αν μπορείς έτσι», του’χε πεί κάποτε... και από τότε δεν το ξανασυζήτησαν ποτέ..
Αλλα εκείνη το ήξερε οτι δεν το άντεχε και οτι τον πονούσε κατα βάθος.
Μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτα γι’αυτό.
Ετσι ήταν αυτή.
Σαν το νερό που κυλάει.
Αμα το σταματήσεις, αν προσπαθήσεις να το κρατήσεις, γίνεται βούρκος.
Εβαλε στο IPOD την «πριγκιπέσσα» και άρχισε να χορεύει μόνη της, εκεί μπροστά του, ξυπόλυτη, πάνω στο παχύ χαλί…
Kαι μετά, οταν τελείωσε το τραγούδι, και άρχισε το επόμενο, «με τα μάτια κλειστά», ξάπλωσε δίπλα του, τον πήρε αγκαλιά, έσβησε το φώς και του είπε σιγά, «κανείς δεν θα μπορέσει ποτέ να μ’αγαπήσει όπως εσύ»...
και το τραγούδι έπαιζε όσο έκαναν έρωτα...

Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010

ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΧΩΡΙΣ ΟΝΟΜΑ...

Παραμύθι Χωρίς Όνομα…
“Σε μια χώρα του παραμυθιού ζει και κυβερνάει ο βασιλιάς Συνετός. Όλοι είναι ευτυχισμένοι μέχρι που ο καλός άρχοντας πεθαίνει. Στο θρόνο τον διαδέχεται ο υιός του Αστόχαστος, ένας επιπόλαιος κι ανάξιος άνθρωπος, που τα μόνα που τον ενδιαφέρουν είναι τα γλέντια και η άσωτη ζωή. Μοιραία το βασίλειο οδηγείται σε μαρασμό και εξαθλίωση. Σαν φως στο σκοτάδι ο υιός του Αστόχαστου, μη μπορώντας να δεχτεί αυτή τη κατάσταση, αναλαμβάνει πρωτοβουλία να σώσει το βασίλειο. Με τη βοήθεια της φρόνησης και της γνώσης, δυο γυναικών που ζουν μακριά απ' το παλάτι, ξεκινάει μια πορεία γεμάτη περιπέτειες και δυσκολίες. Η παλικαριά αλλά και η ακλόνητη πίστη στο σκοπό του θα τον στρέψει στο τέλος νικητή. Το «Παραμύθι χωρίς όνομα» αποτελεί στην ουσία μια διδακτική αλληγορία -προδίδεται απ' τα ονόματα των ηρώων του- για όλες τις ηλικίες και τις εποχές.” Πηνελόπη Δέλτα, 1910.

Aρχισα να διαβάζω τα βιβλία της Πηνελόπης Δέτα, γύρω στο 1967-68. Η πολιτική κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα τότε, σε σχέση και με την ηλικία μου, το 1967 ήμουν 8 ετών, σε τίποτα δεν μπορούσαν να με κάνουν να φανταστώ, οτι μπορεί 43 χρόνια αργότερα να ξυπνήσω ενα πρωί σαν το σημερινό, και μέσα από τον υπολογιστή μου και την ανάρτηση του φίλου μου του Μάνου Αντώναρου, να συνειδητοποιήσω έντρομη, οτι το γλυκό, σοφό παραμύθι που συντρόφευε τόσο όμορφα τα παιδικά μου όνειρα, είχε μετατραπεί σε ένα ζωντανό εφιάλτη που τον ζούμε όλοι μας καθημερινά.
Ενας νέος άνθρωπος, ενας καλός ανθρωπος, ενας δημοσιογράφος, που θα μπορούσε να είναι ενας οποιοσδήποτε συνάδελφός μας, είχε πέσει νεκρός, τα ξημερώματα, γαζωμένος από τις σφαίρες κάποιων άνανδρων ανόητων φανατικών ψυχασθενών και κάποιων «άγνωστων» σε μας τους πολλούς, συμφερόντων.
Δεν τον γνώριζα τον άνθρωπο.
Σκέφτομαι με φρίκη τις δύσκολες ώρες που περνά η οικογένειά του, προσπαθώντας να «χωνέψει» την απώλεια που δεν μπορεί να χωρέσει ο νούς.
Και σκέφτομαι με φρίκη οτι ζούμε στην Ελλάδα του 2010, σε «Ενα Παραμύθι Χωρίς Όνομα», σαν αυτό της Πηνελόπης Δέλτα, που κυβερνάει ο βασιληάς Αστόχαστος με την παρέα του, και που, ακόμα, το βασιλόπουλο, ο γιός του Αστόχαστου δεν έχει μεγαλώσει, και η αδερφή του η «Ερήνη» μαζί με την «Κυρα-Φρόνηση» και την κόρη της την «Γνώση» δεν έχουν καταφέρει να ξυπνήσουν τον λαό από τον λήθαργό του, για να βάλουν το βασίλειο σε τάξη...
Ενα χάος η σημερινή Ελλάδα μας, σαν το βασίλειο του βασιληά Αστόχαστου, και ‘μείς, οι υπήκοοι που τό’χουμε ρίξει στο φαγοπότι και την καλοπέραση και αδιαφορούμε για την αλήθεια και το κοινό καλό.
Ξεφυλλίζω σήμερα πάλι τις σελίδες του παιδικού μου παραμυθιού.
Η ψυχή μου είναι από το πρωί βαριά από το τραγικό συμβάν.
Φτάνω στο τέλος του βιβλίου και διαβάζω ξανά και ξανά το ευτυχισμένο τέλος.
Και γεμίζει η καρδιά μου με φόβο, γιατί, η Ελλάδα του 2010, δεν μου δίνει την σιγουριά πως το δικό μας Παραμύθι μπορεί να έχει το ίδιο ευτυχισμένο τέλος...

Κυριακή 18 Ιουλίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ..."

Δεν άντεχε να περπατήσει απο την μεριά του πεζοδρομίου που περνούσε μπροστά από την πόρτα της.
Και έτσι τον βρήκε στη μέση του δρόμου.
Εξω από το σπίτι, το σπίτι τους... εκεί πού πίστευε οτι θα ζούσαν μαζί την υπόλοιπη ζωή τους...
Εκεί από όπου έφυγε μιά μέρα, σαν κλέφτης, με το κεφάλι σκυφτό και την ουρά στα σκέλια...
Εκεί από όπου τον έδιωξε, για να πάψει να πονάει και να αιμορραγεί...χωρίς τέλος, χωρίς έλεος.
Του τό'χε πεί κάποτε, οτι θα τρώγανε τελικά τις σάρκες τους, οτι στο τέλος, θα έφταναν να περπατάνε στα απέναντι πεζοδρόμια και να μην μιλάνε ο ενας στον άλλον.
Και έτσι και έγινε...
Σαν τον αντίκρυσε σήμερα, δεν ήξερε αν έπρεπε να του μιλήσει ή να κάνει οτι δεν τον είδε...
Και έβλεπε καθώς τον παρατηρούσε από απέναντι την ίδια αμηχανία που ένοιωθε και αυτή, και στον ίδιο...
Είχε κοκκινίσει το πρόσωπό του, είχε σκύψει το κεφάλι, και κουνούσε αμήχανα τα χέρια του μιλώντας στην γυναίκα που συνόδευε...
Εκείνη, το ήξερε οτι την είχε δεί.
Και η άλλη, κατάλαβε οτι κάτι συνέβαινε.
Και αυτός, αμήχανος συνέχισε να μιλάει και να χειρονομεί, για να μην δείξει οτι ένοιωθε άβολα...
Και έτσι, ενώ αρχικά θέλησε να του μιλήσει, δίστασε, και τελικά γύρισε το κεφάλι της από την άλλη μεριά, και προχώρησε...
Ξεκλείδωσε την πόρτα του σπιτιού της και μπήκε μέσα, χωρίς να πεί κουβέντα.
Σαν έκλεισε η πόρτα πίσω της, ακούμπησε πάνω της, και έκλεισε τα μάτια...
"Στό'χα πεί", ψιθύρισε...
"Οταν τελειώσουμε εμείς, θα αλλάζουμε πεζοδρόμιο για να μην πέσουμε ο ένας πάνω στον άλλον"...
"Τόσο πολύ αγαπηθήκαμε"! Σκέφτηκε.
Και μετά, άρχισε να αδειάζει τις σακούλες του σουπερμάρκετ...

Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΑΠΟ ΜΙΑ ΧΑΡΑΜΑΔΑ..."

Τρύπωσες πάλι στην ταλαίπωρη καθημερινότητά μου, και με παρακολουθείς από την χαραμάδα που άφησε στη ψυχή μου η αποχώρησή σου...
Μού'μεινε στο τραπέζι του σαλονιού, η φωτογραφία σου στην ασημένια κορνίζα και το παιχνίδι σου, κάτω από τον καναπέ, να ξεπροβάλλει τόσο, όσο είναι αρκετό για να τρομάζει τους επισκέπτες.
Εχεις μέρες να φανείς, και ανησυχώ, τρώς; κοιμάσαι; είσαι καλά;
Για όλα, υποθέτω και εύχομαι...
Εγώ, σε περιμένω, μάταια κάθε βράδυ, να φανείς, και όταν πιά με παίρνει ο ύπνος, νομίζω πως σε ακούω να γυρίζεις και πετάγομαι στον ύπνο μου...
Αδικα. Γιατί, δεν είσαι πουθενά...
Μετράω τις μέρες που λείπεις, λέω πως θα ξανάρθεις, όπως τότε, την προηγούμενη φορά, θυμάσαι;
Είχα πιά πάψει να ελπίζω στον γυρισμό σου οταν σε είδα να στέκεσαι έξω από την πόρτα και να περιμένεις να σου ανοίξω...
Είχα σαστίσει και δεν ήξερα τι να κάνω... Και αν δεν έβλεπα την ανυπομονησία στις κινήσεις σου, δεν ξέρω πόση ώρα θα στεκόμουν εκεί, στη μέση της κουζίνας άπραγη, να σε κοιτάω... Οι φωνές σου με συνέφεραν και άνοιξα την πόρτα...
Είχες ορμήξει μέσα, έπεσες με τα μούτρα στο φαγητό και μετά κοιμήθηκες και γώ δεν ξέρω πόσες ώρες...
Σε κοιτούσα σαστισμένη, πρώτη φορά μου συνέβαινε κάτι τέτοιο.
Πέρασαν μέρες μέχρι να ξαναβρείς τον παλιό καλό σου εαυτό, και να ξαναρχίσουν τα χάδια και τα παιχνίδια...
Και έπειτα, ξαφνικά, πάει κιόλας μια βδομάδα από τότε... πάλι τα ίδια...
Περιμένω, περιμένω, περνάει η μέρα και λέω θα γυρίσει μέχρι το βράδυ, και οταν βραδυάζει, λέω, το πρωί θά'ναι πάλι εδώ...
Και οι μέρες περνούν...και σύ άφαντος!
Τελικά εσύ, δεν είσαι γάτος, βάσανο ζωής είσαι...
Βάσανο ζωής!!!

Κυριακή 4 Ιουλίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΟΣΑ ΦΕΡΝΕΙ ΜΙΑ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΑΤΙΚΗ ΜΠΟΡΑ..."

Είχε κουλουριστεί στην γωνιά, ανάμεσα στο πεζοδρόμιο και τον δρόμο.
Τα λασπόνερα που το είχαν μουσκέψει, περνούσαν από πάνω του με ορμή και έπεφταν βιαστικά μέσα στο φρεάτιο, που βρισκόταν μερικά εκατοστά πιό πέρα, και ήταν έτοιμο λές, να το καταπιεί και αυτό, μόλις τα νερά της βροχής, θα το παράσερναν προς τα εκεί.
Το ύφος του ήταν τόσο φοβισμένο και τρομαγμένο...
Δεν καταλάβαινε λέξη από αυτή την παράξενη γλώσσα που μιλούσαν οι άνθρωποι εδώ.
Στην πατρίδα του έβρεχε και 'κεί πολύ, αλλά εκείνη η βροχή, ήταν διαφορετική, και έπειτα, εκείνο ήταν πάντα καλά προφυλαγμένο και έμενε πάντα σε πολύ καλό σπίτι...
Ούτε θυμάται πώς βρέθηκε εδώ. Θυμόταν βέβαια το ταξείδι του, αλλά, έτσι καλά τυλιγμένο και πακεταρισμένο που ήταν δεν είχε καταλάβει και πολλά.
Μετά βρέθηκε σε ενα όμορφο σπίτι, έκανε διάφορες βόλτες, του φέρονταν καλά, ποτέ δεν είχε παράπονο...
Και ξαφνικά, σήμερα το μεσημέρι, έπιασε δυνατή βροχή, και όπως βιαστικά ετοιμάστηκαν όλοι να μπούν στο αυτοκίνητο για να αποφύγουν την μπόρα που τους μούσκευε, κάτι έγινε, και αυτό έμεινε απέξω..στο πεζοδρόμιο, στα λασπόνερα.
Φώναξε, μα δεν το άκουσαν...
Το αυτοκίνητο έφυγε βιαστικά, η μηχανή του μουγκρίζοντας, οι ρόδες σπινάρισαν, και ακόμα περισσότερη λάσπη και νερό έπεσαν πάνω του.
Και μετά, έμεινε μόνο του εκεί, στην άκρη του πεζοδρομίου με τον δρόμο, τα ξερά φύλλα να το σκεπάζουν και τα βρωμόνερα να το πνίγουν...
Εκεί το βρήκε.
Βγήκε σαν κόπασε η μπόρα να πετάξει τα σκουπίδια στον απέναντι κάδο.
Και όπως γύριζε πίσω, έπεσαν τα μάτια της πάνω του, κράτησε το πόδι της στον αέρα, γιατί, παραλίγο θα το πατούσε.
Έσκυψε και το μάζεψε.
Δίστασε λίγο στην αρχή, είναι αλήθεια, έτσι βρώμικο και μουσκεμένο που το είδε.
Κάτι μέσα της όμως, την έκανε να συνεχίσει.
Το σήκωσε από το δρόμο, το μετέφερε στο σπίτι, προσεκτικά, γιατί όσο το κρατούσε εκείνο έσταζε βρωμόνερα και λάσπη, αφήνοντας πίσω του μιά μικρή γραμμή της διαδρομής, από την εξώπορτα, σε όλο το μήκος του κήπου, και μέχρι την πίσω πόρτα της κουζίνας.
-"Τί είναι αυτό αγάπη μου?" της είπε εκείνος βλέποντας την να το κρατά.
-" Ελα σε παρακαλώ, πέτα το... είναι βρώμικο, θα πάθεις τίποτα..."
Τα μάτια της πήραν αυτό το πεισματάρικο βλέμμα, τα χείλια της σούφρωσαν με κάτι, ανάμεσα σε θυμό, παράπονο και πείσμα.
-"Θα το καθαρίσω, θα το πλύνω, δεν παθαίνω τίποτα..."
-"Δεν μπορούσα να το αφήσω στο πεζοδρόμιο, μέσα στα νερά, δεν το καταλαβαίνεις?"
Τα αρκουδάκια, έχουν ψυχή...