Έμπαινε γλυκά ο Σεπτέμβρης.
Με μια μπόρα ξαφνική, μετά μιά λιακάδα γεμάτη θλίψη και μελαγχολία, με την μυρωδιά του βρεγμένου χώματος να σου καίει τα ρουθούνια.
Να φουσκώνουν τα πνευμόνια σου για να βρούν μέσα στον αέρα της πόλης το οξυγόνο, ανακατεμένο με το καυσαέριο και την φασαρία απο τα μηχανάκια και τα αυτοκίνητα.
Και αυτός ο καταγάλανος ουρανός της Αττικής, με τα άσπρα σύννεφα, διάσπαρτα να ταξιδεύουν με την ταχύτητα του αέρα που αρχίζει να κρυώνει και κάνει το σώμα σου να ριγεί στην επαφή μαζί του, σαν εραστής, που τον θέλεις απελπισμένα.
Περπατάς στην Πειραιώς, και τα φουγάρα απο τα παλιά εργοστάσια και το Γκάζι, υψώνονται ψηλά, προς τον ουρανό και σε κάνουν να θές να μπορούσες να πετάξεις...ψηλά.
Τα πόδια σου όμως μένουν καρφωμένα στο φρεσκοπλυμένο απο την σκόνη του καλοκαιριού πεζοδρόμιο....
Πατούν γερά στην αττική γή, νοιώθουν τον παλμό της, την ψυχή της... 5000 χρόνια δρόμος...
Πόσα πόδια τον περπάτησαν, πόσοι πόθοι στάθηκαν να ξαποστάσουν στο χώμα της, κι' ύστερα να συνεχίσουν την πορεία τους...
Πόσα αντίο να κρύβει άρα γε ο Κεραμεικός;
Πόσα καλοσωρίσματα η επιστροφή απο τον Πειραιά στο "Κλεινόν Άστυ";
Πού και πού, ανάμεσα στα μισογκρεμισμένα κτήρια, ξεφυτρώνουν μια συκιά, ένα αγριόδεντρο, μια μαργαρίτα, ένα χορτάρι...
Σ'αυτόν τον δρόμο, σ' αυτή την πόλη που την σκέπασε το τσιμένο και η άσφαλτος, υπάρχει ακόμα μιά καρδιά, απο κάτω, στα σπλάχνα της, που χτυπάει, αιώνες τώρα με τον ίδιο ρυθμό πάντα...
Σκύβω να δέσω το κορδόνι του παπουτσιού μου.
Το φανάρι είναι πράσινο για τους πεζούς, μα εγώ ακινητώ.
Δεν θέλω να πάω πουθενά.
Εδώ θέλω να μείνω.
Έτσι ακίνητη πιά.
Σαν άλλη Καρυάτιδα, να κρατήσω καλά κλεισμένα μέσα από το ντροπαλό και φειδωλό χαμόγελό μου, τα μυστικά της δικής μου εποχής...
Για τους επόμενους, που ίσως μια μέρα, περνώντας βιαστικοί και αφηρημένοι από τις σκοτούρες τους, τύχει και με προσέξουν...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου