Πήρα πρωί πρωί,
τα κόλυβα του θανάτου μου,
να τα μοιράσω στα πουλιά.
Ανθρωποι να τα φάνε, ήταν λιγοστοί,
φίλοι και συγγενείς, στης μιας παλάμης
τα δάχτυλα τους μετρούσες όλους.
Τσίμπησαν μια μπουκιά, τυπικά,
και κλεφτά, αφησαν το χέρι τους
να πετάξει στη γή,
κατάχαμα
τα υπόλοιπα.
Χαμογέλασα ειρωνικά
μέσα απ' το φέρετρο μου
βλέποντάς τους.
Και ήταν η πρώτη φορά, που ελεύθερο
άφηνα,
να φανεί το γέλιο μου.
Χαραγμένο στο νεκρό και παγωμένο
πρόσωπό μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου