Μυρίζει και η άνοιξη σιγά σιγά,
ανθίζουν οι ταλαίπωρες νεραντζιές
της βρώμικης πόλης...
και ο χρόνος κυλάει με το δικό του πάσο πάντα.
Κοροϊδεύοντας τους ανυπόμονους.
Στην Αθήνα όλα αλλάζουν και όλα μένουν πάντα ίδια.
Ακόμα και η ελπίδα την "πάτησε" και μπήκε στο τριπάκι
Κοιμάται και ξυπνά μαζί μας
σιγανά και ταπεινά.
όπως της πρέπει.
Ασε ήσυχους τους πεθαμένους στον ύπνο τους.
Και κοίτα να ανοίξεις εσύ τα μάτια σου στη ζωή.
Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου
Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019
Κυριακή 3 Μαρτίου 2019
"ΟΝΕΙΡΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ".
ΟΝΕΙΡΟ ΚΥΡΙΑΚΗΣ.
Τόσο απασχολημένη,
στον επάνω όροφο του πατρικού μου,
να διώχνω τους άχρηστους
εραστές μου.
Ούτε πήρα χαμπάρι
πότε
γύρισαν οι γονείς μου
κάτω στο σαλόνι
και είχαν γιορτή.
στον επάνω όροφο του πατρικού μου,
να διώχνω τους άχρηστους
εραστές μου.
Ούτε πήρα χαμπάρι
πότε
γύρισαν οι γονείς μου
κάτω στο σαλόνι
και είχαν γιορτή.
Κατέβηκα τις σκάλες
και ξαφνικά
τούς είδα.
Νόμιζα πως ήμουν μόνη
στο σπίτι αυτό, το πατρικό.
Αλλά εκείνοι,
οι πεθαμένοι γονείς,
ήταν εκεί,
είχαν επιστρέψει
και είχαν γιορτή.
Δική τους γιορτή.
Και εγώ,
είχα μείνει απ' έξω.
και ξαφνικά
τούς είδα.
Νόμιζα πως ήμουν μόνη
στο σπίτι αυτό, το πατρικό.
Αλλά εκείνοι,
οι πεθαμένοι γονείς,
ήταν εκεί,
είχαν επιστρέψει
και είχαν γιορτή.
Δική τους γιορτή.
Και εγώ,
είχα μείνει απ' έξω.
Οι πεθαμένοι μου γονείς
με είχαν ξεχάσει.
Είχαν την δική τους ζωή.
Γελούσαν και διασκέδαζαν
με τους φίλους τους.
Οργάνωναν εκδρομή
στον Πάρνωνα.
με είχαν ξεχάσει.
Είχαν την δική τους ζωή.
Γελούσαν και διασκέδαζαν
με τους φίλους τους.
Οργάνωναν εκδρομή
στον Πάρνωνα.
"Έχει χιόνι" είπα στη μάνα μου.
"Να προσέχετε όταν οδηγείτε",
μα,
δεν με άκουγαν.
Δεν μου έδιναν σημασία.
Κανένας τους δεν με κάλεσε
να πάω μαζί τους.
Ο πατέρας μου μιλούσε
σοβαρός, με το κουστούμι του,
σε κάποιο φίλο.
Μπήκα στην κουβέντα τους,
και εκείνος γύρισε και με κοίταξε
αυστηρά,
όπως τότε που μικρό κορίτσι
ακόμα,
αυθαδίαζα μπροστά τους.
"Να προσέχετε όταν οδηγείτε",
μα,
δεν με άκουγαν.
Δεν μου έδιναν σημασία.
Κανένας τους δεν με κάλεσε
να πάω μαζί τους.
Ο πατέρας μου μιλούσε
σοβαρός, με το κουστούμι του,
σε κάποιο φίλο.
Μπήκα στην κουβέντα τους,
και εκείνος γύρισε και με κοίταξε
αυστηρά,
όπως τότε που μικρό κορίτσι
ακόμα,
αυθαδίαζα μπροστά τους.
"Μα είμαι 60 χρόνων πιά",
του είπα.
"Δεν μπορείς να με μαλώνεις ακόμα".
του είπα.
"Δεν μπορείς να με μαλώνεις ακόμα".
Με κοίταξε πάλι,
αλλά δεν μιλούσε.
αλλά δεν μιλούσε.
Ύστερα,
Έφυγαν.
Και εγώ έμεινα στο άδειο σαλόνι
να αναρρωτιέμαι ακόμα,
αν ο εραστής μου
θα γύριζε πίσω ξανά...
Έφυγαν.
Και εγώ έμεινα στο άδειο σαλόνι
να αναρρωτιέμαι ακόμα,
αν ο εραστής μου
θα γύριζε πίσω ξανά...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)