Την κοίταζε στα μάτια, κρατώντας της σφιχτά το χέρι...
Αυτό της το βλέμμα, το χαμένο και απλανές, την τσάκιζε.
"Τι σκέφτεσαι μάνα μου;" τη ρώτησε. Αλλά απάντηση δεν πήρε...
Της χάϊδεψε με το ένα χέρι το κεφάλι και το πρόσωπό, το άλλο, της το κρατούσε σφιχτά, δεν της το άφηνε...
"Πού είναι η μαμά σου;" την ρώτησε...
"Εδώ, μάνα μου, εδώ", της απάντησε."Μέσα πήγε λίγο, στο άλλο δωμάτιο"...
"Α..."
Εμειναν έτσι ακίνητες και αμίλητες για κάμποση ώρα, η καθεμιά τους βυθισμένη στις σκέψεις της.
Η κόρη κρατούσε το χέρι που η μάνα έσφιγγε και δεν άφηνε, και αναρωτιόταν πού πήγε η μάνα που πάταγε και έτριζε η γή γύρω.
Η μάνα δεν μιλούσε, δεν σκεφτόταν , κοιτούσε αφηρημένα μπροστά, και έσφιγγε το χέρι της κόρης που νόμιζε για μάνα της, με δύναμη και φόβο.
Σαν μωρό παιδί...
Σιγά σιγά, όσο περνούσε η ώρα, και η κόρη έπαψε να σκέφτεται.
Μόνο ένοιωθε και απολάμβανε το σφίξιμο του χεριού.
"όσο ακόμα το έχω, όσο προλαβαίνω"... Γιατί ο χρόνος τώρα, μετρούσε ανάποδα.
Κοίταγε το μικροκαμωμένο ζαρωμένο κορμί με μιαν αγάπη μητρική σχεδόν, και συνειδητοποιούσε πως δεν ήξερε πιά, αν ήταν μάνα, ή αν ήταν κόρη, ή αν τελικά ήταν και τα δυό μαζί.
Σαν πέρασε η ώρα, σηκώθηκε.
"Αντε μάνα μου, πάω τώρα, αύριο πάλι θά'ρθω"...
"Ναί , ναί αγάπη μου, να προσέχεις,να προσέχεις, σ'αγαπώ πολύ, πάρα πολύ!"
"Θα προσέχω αγάπη μου, μην ανησυχείς εσύ"...
Τελικά, η μάνα, ακόμα και έτσι δεν ξέχναγε ποτέ να είναι μάνα.
Και η κόρη, που δεν έκανε δικά της παιδιά, μάθαινε τώρα από την μάνα της, τι θα πεί μητρότητα...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου