Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΓΙΑΤΙ, Ο ΕΡΩΤΑΣ ΠΕΡΝΑΕΙ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΟΜΑΧΙ"...

Του άνοιξε την πόρτα του γκαράζ και τον περίμενε να παρκάρει και να κλείσει το αυτοκίνητο.
Ήρθε προς το μέρος της, στην πόρτα και τον αγκάλιασε τρυφερά.
Χώθηκε για την ακρίβεια στην αγκαλιά του και χάθηκε μέσα της.
Εκείνος, έκλεισε την πόρτα πίσω τους και άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλοπάτια κρατώντας την στην αγκαλιά του συνέχεια.
Όταν έφτασαν στην κουζίνα, εκείνη ξεκρεμάστηκε από πάνω του και τον ρώτησε κοιτώντας τον στα μάτια.
-Πεινάς;
-Μμμμ. Της απάντησε αυτός μυρίζοντας κάτι νόστιμο προς την μεριά της κλειστής κατσαρόλας.
-Σού'χω μαγειρέψει! Σήμερα δεν θα μου πεις όχι, θα σε ταϊσω εγώ! του απάντησε.
Τον πήρε από το χέρι και τον κάθησε στην καρέκλα της κουζίνας, τραβώντας τον απότομα, και εμποδίζοντάς τον να ανοίξει την κατσαρόλα να δεί τι φαγητό υπήρχε μέσα...
-Αααα! Οχι! Δεν θα ξέρεις! Δεν μού 'χεις εμπιστοσύνη; Δεν μού' χεις, αλλά δεν πειράζει, σούπα είναι...
Πήρε την άσπρη λινή πετσέτα που είχε δίπλα στο πιάτο, και την δίπλωσε σαν κορδέλα.
Ύστερα, του έκλεισε απαλά τα μάτια και του έδωσε ενα μικρό φιλί στο στόμα για να τον καθησυχάσει...
Σέρβιρε την σούπα στο πιάτο και την έφερε μπροστά του.
Αυτός, καθόταν ατάραχος στην θέση του και με ενα αχνό χαμόγελο ηδονής και λαχτάρας απολάμβανε την διαδικασία.
- Πές μου αν θές κι' άλλο λεμόνι, περισσότερο πιπέρι ή αν είναι πολύ ζεστή για σένα, του ψιθύρισε απαλά στο αυτί...
Ύστερα πλησίασε με προσοχή το κουτάλι στα χείλη του και τον άφησε να ακουμπήσει σιγά σιγά δοκιμάζοντας προσεκτικά με τα χείλη και την γλώσσα του, το κουτάλι και το ζεστό, πηχτό υγρό.
Είχε πάντα τα μάτια του κλειστά, και ένοιωθε να αφήνεται ολόκληρος στην μαγεία της γεύσης, του παιχνιδιού του έρωτα, και της απόλαυσης...
Εκείνη, κρατούσε το κουτάλι σταθερά ακίνητο, και τον άφηνε να πλησιάζει αυτός, να κουμαντάρει αυτός, το πώς και πότε ήθελε να φάει και να καταπιεί... την μπουκιά του.
-Αααα, μμμ, είναι απίθανο, τί είναι; Την ρώτησε...
-Θα δείς, όταν χορτάσεις, και τελειώσεις... του απάντησε...
Ξαναπήρε από το πιάτο μιά κουταλιά και την πλησίασε προσεκτικά στα χείλη του...
Την άφησε εκεί, ακίνητη, και τον περίμενε, να πάει αυτός προς το μέρος της, να την αποζητήσει αυτός...
Την γεύση , πρέπει να την λαχταράς, για να μπορείς να την απολαύσεις...
-Πεινάω για σένα, της είπε αυτός, αφού κατάπιε ξανά την κουταλιά που του είχε ετοιμάσει.
Εκείνη, άφησε το κουτάλι στο πιάτο και ήρεμα, χωρίς βιασύνη, του ξεκούμπωσε το παντελόνι.
Και έτσι, οπως αυτός, ήταν καθισμένος στην καρέκλα της κουζίνας και είχε τα μάτια του δεμένα με την άσπρη λινή πετσέτα, με το πιάτο της σούπας να αχνίζει ζεστό δίπλα τους, πάνω στο τραπέζι, εκείνη, έβγαλε τα ρούχα της και κάθησε σιγά σιγά πάνω του, αφήνοντάς τον να γλυστρίσει μέσα της, βγάζοντας εναν μικρό αναστεναγμό.
Του χαϊδεψε τα μαλλιά και το πρόσωπο, χωρίς να του λύσει τα δεμένα του μάτια, του ψιθύρισε γλυκόλογα στο αυτί, πήρε ακόμα μια κουταλιά από το πιάτο, και τον τάϊσε τώρα με όλο της το είναι.
Μιά σταγόνα γλύστρισε από τα χείλη του και κατέβηκε στο πηγούνι του και αυτή, την έγλυψε με την γλώσσα της για να τον σκουπίσει και μετά άρχισε να τον φιλά, καθώς εκείνος, με τα χέρια του στους γοφούς της, την κράταγε με δύναμη πάνω του.
Οταν πιά αγκαλιάστηκαν σε ενα ατέλειωτο αγκάλιασμα, εκείνη έφερε τα χέρια της πίσω από το κεφάλι του και του έλυσε τα μάτια.
Αυτός, κράτησε τα μάτια του κλειστά για μιά στιγμή ακόμα, της έπιασε το πρόσωπο με τα δυό του χέρια, και την φίλησε ανάμεσα στα μάτια.
Υστερα γύρισε και κοίταξε το πιάτο με τη σούπα.
-Λαχανικά,σχεδόν λειωμένα από το βράσιμο, με τραχανά και ζουμί απο κρέας βραστό...του είπε...
-Την προηγούμενη φορά που ήμουν εδώ, είχαμε πιεί ενα μπουκάλι άσπρο κρασί μαζί με ενα κομμάτι παρμεζάνα...Το θυμασαι; τη ρώτησε εκείνος...
-Φυσικά, του απάντησε. Γι' αυτό σήμερα αποφάσισα να σου μαγειρέψω...
Εκείνος χαμογέλασε, έσπρωξε το πιάτο μακριά και κρατώντας την πάντα αγκαλιά, την ακούμπησε πάνω στο τραπέζι της κουζίνας...