Έπιασε να βρέχει.
Και μύρισαν οι νεραντζιές
άνοιξη και Πάσχα.
Και σύ κοιμάσαι ήσυχος
δυό μέτρα κάτω απ' τη γή.
Κρυώνεις;
Βρέχεσαι;
Φοβάσαι;
Ή πιά ελευθερος απ' το φορτίο
του κορμιού σου
πετάς ψηλά;
Έπιασε να βρέχει
και δεν είχα πάρει ομπρέλα.
Μούσκεψα μέχρι να γυρίσω σπίτι
και με πονάει η απουσία σου.
Μα πιό πολύ με πονάει η μυρωδιά
από τις ανθισμένες νεραντζιές
πού, δεν την μοιράζομαι πιά
μαζί σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου