Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΥΧΗ"

Η μέρα μου,
είναι η νύχτα σου.
Όπως και η ζωή σου,
είναι ο θάνατος μου.
Το γέλιο σου
είναι το δάκρυ μου
και η χαρά σου
η δικιά μου λύπη.
Κι' όμως!
πώς θέλω να 'σαι πάντα,
ζωντανός, χαρούμενος κι΄ευτυχισμένος!

Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."ΧΙΟΝΙ".

Ο αθόρυβος ήχος που κάνει σαν πέφτει στη γή.
Η σιωπή του που σε ξεκουφαίνει
και σου παγώνει την καρδιά και το σώμα.
Το κρύο που διαπερνά το κορμί σου
και φτάνει μέχρι το μυαλό,
ικανό να σε τρελλάνει.
Απόλυτο άσπρο,
απόλυτη σιωπή,
απόλυτη ηρεμία.
Καμμία κίνηση
κοφτές ανάσες μόνο.
Τόσο όσο χρειάζεται για να μην πάθεις ασφυξία.
Χιόνι άσπρο.
Αμόλυντο.
Ζωοφόρο και θανατηφόρο μαζί.
Χιόνι.
Σαν τον Έρωτα.

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Η ΣΥΝΤΑΓΗ ΤΗΣ ΜΟΝΑΞΙΑΣ".

Ενα πιάτο,
ενα ποτήρι,
ενα πηρούνι και ενα μαχαίρι.
Ολα βαλμένα τακτικά στο δίσκο,
και ο δίσκος,
στο τραπεζάκι του σαλονιού,
μπροστά στην τηλεόραση.
Κάθε μπουκιά,
κόμπος στο λαιμό.
Ίσα ίσα για να ξεγελαστεί η πείνα
στο στομάχι.
Η άλλη, αυτή της καρδιάς
πάντα ακόρεστη να μένει...
Αδειάζει το πιάτο,
κλείνει η τηλεόραση,
σβήνουν τα φώτα
κλειδώνει η πόρτα.
Κανείς δεν πρόκειται να έρθει.
Κι' αυτό το φαγητό,
μόνη θα το χωνέψει πάλι...

Κυριακή 25 Δεκεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΗΣ ΣΑΛΩΜΗΣ."

Είχε ακούσει τις θεραπαινίδες της να το λένε κρυφά μεταξύ τους. "Είναι μάγισσα", δεν μπορεί αλλοιώς να ξετρελλαίνει τους άντρες μόνο με τον χορό της...Είναι μάγισσα σας λέω.."Δεν είχε δώσει σημασία τότε... Δεν την ενδιέφερε ποτέ τι έλεγαν οι άλλοι για 'κείνην...λόγια ήταν, που δεν είχαν καμμιά αλήθεια, εκείνη το ήξερε και αυτό της έφτανε...

Τώρα όμως ήταν διαφορετικά. Τον σκέφτηκε κάτω στα υπόγεια του παλατιού, αλυσοδεμένο, με τα μάτια του να γυαλίζουν από τον πυρετό, το στόμα του ερμητικά κλεισμένο, να αρνείται τα φιλιά της, το σώμα του στητό και σφιγμένο, να μην της επιτρέπει να το μαλακώσει με τα χάδια της.
Μέσα στην ψυχή της πάλευαν πια, η αγάπη και ο πόθος της για 'κείνον και η εντύπωση που άφηνε να πλανάται για τον εαυτό της, και που σίγουρα έφτανε στ' αυτιά του. Την ήξερε.. Αραγε την πίστευε;
Αλήθεια ήταν εξάλλου. Μέχρι τότε, φορούσε τα πέπλα της, λικνιζόταν στους ρυθμούς της μουσικής, προκαλούσε τον θαυμασμό, των αξιωματικών, ακόμα και του ίδιου του πατριού της, του βασιλιά της Ιουδαίας, που την ήθελε δική του σαν τρελός, και ας ήταν παντρεμένος με την μητέρα της.
Εκείνη όμως, ήταν πιά ερωτευμένη μαζί του. Δεν υπολόγιζε τίποτε. Οταν την αρνήθηκε, δεν το πίστεψε στην αρχή, δοκίμασε τα πάντα. μέχρι και στην φυλακή τον έβαλε... μόνο και μόνο για να τον νιώθει στο ίδιο κτήριο με αυτήν τις νύχτες. Ξάγρυπνη έμενε κάθε βράδυ, και τον σκεφτόταν. Στα υπόγεια του παλατιού αυτός, στα βασιλικά δώματα εκείνη.
Μια δρασκελιά η απόσταση που τους χώριζε. Το ένιωθε πως την αγαπούσε, και ας την έβριζε οταν βρισκόταν μπροστά του.
"Φύγε Γυναίκα του Σατανά, φύγε πόρνη της Ιουδαίας, φύγε αμαρτωλή" της φώναζε κάθε φορά που κατέβαινε και τον ζητούσε να της τον φέρουν μπροστά της. Ακουγε ήσυχα, σιωπηλά, όλα οσα της καταμαρτυρούσε. μετά του απαντούσε σιγανά....
"ενα σου φιλί Ιωάννη" ενα σου φιλί.. αυτό μόνο σου ζητώ" ενα σου φιλί, απο αυτά τα χείλη τα ρόδινα και τέλεια σχηματισμένα, ενα σου βλέμμα από αυτά τα μάτια που οταν με κοιτούν με λειώνουν, ενα σου χάδι, για να πεθάνω πάνω στο αγγιγμά σου. Δεν με νοιάζει να ζήσω περισσότερο, ¨ενα σου φιλί....ενα μόνο"....
Μάταια παρακαλούσε. εκείνος μόνο την κοίταζε, κάποιος, ίσως θα μπορούσε να διακρίνει μια φλόγα μέσα στα μάτια του, που όμως συγκρατούνταν πάρα πολύ καλά.
Εφυγε ταξίδια, γύρισε όλη την Γαλιλαία,πήγε στην Αίγυπτο καλεσμένη του Καίσαρα , που είχε ακούσει για τον περίφημο χορό της...
Μάταια όλα!
Το μυαλό και η καρδιά της βρίσκονταν πάντα εκεί, στα υπόγεια του παλατιού της Ιουδαίας, στον φυλακισμένο Ιωάννη, που περίμενε υπομονετικά, την γέννηση του Χριστού .
Έτσι λένε, πως πήρε την απόφαση της!
Ένα βράδυ, Ντύθηκε και τα επτά της πέπλα, κατέβηκε στην αίθουσα που βρίσκονταν ο Ηρώδης και οι αξιωματικοί του, και χωρίς να πει κουβέντα, άρχισε να χορεύει βγάζοντας ενα -ενα τα πέπλα της.
Άφωνοι την είδαν όλοι να τραβά από το πανέμορφο κορμί της και το τελευταίο,κάτι που ποτέ μέχρι τότε δεν το είχε ξανακάνει, στάθηκε μπροστά τους γυμνή, κοίταξε τον Ηρώδη στα μάτια, του ζήτησε το κεφάλι του Ιωάννη και του είπε να σκοτώσει όλα τα παιδιά που είχαν γεννηθεί εκείνη την μέρα, για να μην κινδυνεύσει το βασίλειο του.
Ύστερα κλείστηκε στο δωμάτιό της και περίμενε.
Τις άκουσε πάλι να σιγοψιθυρίζουν "είναι μάγισσα", "είναι μάγισσα σας λέω"... μα δεν την ένοιαζε τίποτα πια.
Αφού φίλησε τα άψυχα χείλη του, ζεστά ακόμα, δεν μίλησε ποτέ ξανά σε κανέναν.
Τα πέπλα της βρέθηκα μερικά χρόνια αργότερα μισολειωμένα σε κάποια γωνιά του δωματίου της, δεν σκέπασαν ποτέ πια το όμορφο κορμί της.
Οι θεραπαινίδες της την άκουγαν να σιγομουρμουρίζει πάντα, ένα γλυκό, και μελαγχολικό σκοπό, μα δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς έλεγε.
Και κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε πως, δεν ήταν μάγισσα, αλλά μια ερωτευμένη γυναίκα που της είχαν αρνηθεί την αγάπη...

Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΛΕΙΝΩ ΤΑ ΜΑΤΙΑ..."

Πόσο απαλά γλιστράει
το ξυράφι σου
στους καρπούς μου!
Νιώθεις την ίδια γλύκα
καθε πρωί,
οταν ξυρίζεσαι
αγάπη μου;
Σαν τρίχα λεπτή
η γραμμούλα
που κόβει τις φλέβες μου.
Το αίμα κυλάει
ζεστό.
Δεν σταματάει οπως,
οταν εσύ ταμπονάρεις μια μικρή
αμοιχή
στο μάγουλό σου.
Το δικό μου αίμα,
μου αδειάζει τη ζωή.
Αυτή τη ζωή,
που δεν θέλησες να μοιράσουμε
Οταν έφυγες
και ξέχασες πίσω
στο μπάνιο μου
τα ξυριστικά σου.
Σου γράφω στα άσπρα πλακάκια
ενα κατακόκκινο "Σ' αγαπώ"...
και κλείνω τα μάτια μου.

Παρασκευή 16 Δεκεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΙΠΕΣ..."

Είπες πως θά'ρθεις,
μα δεν ήρθες!
Είπες,
να περιμένω.
Πως "θ' αλλάξεις",
"όλα θ' αλλάξουν",
είπες, "θα το δείς"...
Είπες,
ούτε θυμάμαι πιά
τι είπες...
Τώρα που κάθομαι
μόνη μου εδώ,
κι΄αφού,
κανέναν πιά δεν περιμένω,
προσπαθώ να θυμηθώ
τα όσα μου 'χες πει...

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Η ΣΥΝΤΑΓΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ"...

Ένα πιάτο,
ένα ποτήρι,
ενα πηρούνι.
Δυο καρέκλες
δίπλα δίπλα.
Δυό εραστές,
που πίνουν
απ'το ίδιο ποτήρι
και μετά φιλιούνται
και ξαναπίνουν
το κρασί του φιλιού τους,
ξανά και ξανά και ξανά...
μέχρι την τελευταία γουλιά.
Αυτή είναι
η συνταγή του έρωτα...

Κυριακή 4 Δεκεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ"...

Ολη τη νύχτα χιόνιζε
κίτρινα φύλλα.
Το πρωί, ο κήπος
ήταν στρωμένος
μ' ενα κατακίτρινο μαλακό χαλί.
Κίτρινα φύλλα
Φθινοπώρου
έχουν σκεπάσει τα πάντα.
Οι ζωές μας
ανασαίνουν σιγανά
απο κάτω...
Ζούμε σαν να είμαστε
σε χειμερία νάρκη.
και η Άνοιξη
αργεί...

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΓΡΑΦΩ"...

Γράφω...
Γιατί οι λέξεις
είναι πιό δυνατές
από τα λόγια.
Γράφω.
Γιατί χαράζω στο χαρτί
ο,τι δεν μπορώ
να χαράξω στην καρδιά μου.
Γράφω.
Γιατί η φωνή μου
δεν μπορεί να σε φτάσει
εκεί που είσαι.
Γράφω.
Επειδή,
τα έχουμε πεί όλα πιά.
Και πώς αλλοιώς
να σου πω πως
σ'αγαπώ;

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΣΤΑΧΤΕΣ"...

18.54
18.55
18.56...
Μετά, έσβησε η οθόνη του κινητού της. Δεν μπορούσε να δεί την ώρρα πιά.
Στο τζάκι, η φωτιά σιγότρωγε ενα ενα τα ξύλα και το μόνο που απέμενε ήταν στάχτη.
19.10
19.11
19.12...
Έσβησε πάλι η οθόνη...
Το τηλέφωνο δεν χτυπούσε.
Οσο και αν το κοιτούσε, εκείνο παρέμενε σιωπηλό.
Δεν θα τηλεφωνούσε, το ήξερε πως μάταια περίμενε.
Εβαλε και άλλα ξύλα στη φωτιά.
Ακόμα πιό πολύ στάχτη...
23.45
23.46
23.47...
Στάχτη!
Αυτό είχε απομείνει τελικά...
Όταν τα χαράματα ανέβηκε να γύρει το κουρασμένο της κορμί και το σαλεμένο της μυαλό στο μαξιλάρι, το μόνο που είχε μείνει στο σαλόνι ήταν οι στάχτες από τις ελπίδες της, την ζωή της, και τα ξύλα που είχαν καεί στο σβηστό πια τζάκι...

Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΟ"...

"Προσφορά, από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή μόνο", έγραφε το κείμενο του μειλ , και εκείνη κοιτούσε την οθόνη του υπολογιστή, σαν υπνωτισμένη.
Ανατολική Ευρώπη...
Διάβασε πιο κάτω κάποιες πόλεις, που ούτε ήξερε μέχρι τώρα πως υπήρχαν .
Μόνο μία αναγνώρισε. Γκντανσκ.
Έμεινε για λίγο ακίνητη, σκεφτική, μετά πάτησε το "enter" στον υπολογιστή και βρέθηκε ύστερα απο λίγο με ενα ηλεκτρονικό εισιτήριο τυπωμένο από τον εκτυπωτή της, που της έλεγε οτι σε 4 ώρες πετούσε για το Γκντανσκ.
Δεν ήξερε καλά καλά, που βρισκόταν αυτή η πόλη, αλλά, δεν είχε και πολύ καιρό να το ψάξει.
Αυτό που ήξερε καλά, ήταν οτι ήθελε να φύγει, και αυτό το κομμάτι χαρτί που κρατούσε στα χέρια της, ήταν το κλειδί που της άνοιγε την πόρτα.
Έρριξε βιαστικά μέσα σε ενα σακ βουαγιάζ μερικά ζεστά πουλόβερ, μάλλινες κάλτσες, κασκόλ, γάντια,σκούφο. Πήρε το πάνινο αρκουδάκι της, 2-3 βιβλία, τον υπολογιστή και το "ipod".
Εκλεισε το σπίτι, μπήκε στο αυτοκίνητό της. Μισή ώρα δρόμος το αεροδρόμιο, όση ώρα χρειαζόταν για να ειδοποιήσει τους δικούς της οτι θα έλειπε μερικές μέρες.
Δεν θέλησε να δώσει περισσότερες εξηγήσεις.
Τσεκ-ιν, έλεγχος διαβατηρίων, αίθουσα αναμονής, Wi Fi στο αεροδρόμιο και στην ώρα μέχρι να καλέσουν την πτήση, το Google της έδωσε ολες της πληροφορίες για το που πήγαινε...
Νοέμβρης μήνας, σε ενα λιμάνι της Βαλτικής, κάπου στο Βορρά, στην Πολωνία.
Ενα λιμάνι λοιπόν ήταν εκεί που πήγαινε.
Στη θάλασσα, κρύο ίσως, μα κυρίως, άγνωστη αυτή, σε ένα άγνωστο προορισμό, ανάμεσα σε αγνώστους...
Μακρυά από όλους και απ' όλα.
Εκλεισε για λίγο τα μάτια, πήρε μια βαθειά ανάσα.
Ακουσε τώρα να φωνάζουν την πτήση της.
Προχώρησε προς την πόρτα, έδωσε το boarding pass και μπήκε στο αεροπλάνο που ήταν σχεδόν άδειο.
Ποιός αλήθεια πήγαινε στο Γκντανσκ στα μέσα του Νοέμβρη ενα απόγευμα Δευτέρας έτσι ξαφνικά χωρίς λόγο;
Χωρίς λόγο; χαμογέλασε σχεδόν, με μιά ιδέα πίκρας στις άκρες των χειλιών.
Εδεσε την ζώνη της, και έκλεισε τα μάτια.
Το ταξίδι της είχε αρχίσει...

Παρασκευή 18 Νοεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. "ΑΠΟΓΕΥΜΑ ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ"

Αυτός ο ήλιος, ο χειμωνιάτικος
πάνω στα χαλκοπράσινα φύλλα
τα κάνει και χρυσίζουν έτσι που φωτίζει.
Δίπλα του γυμνό από φύλλα
το δέντρο.
Μόνο οι λωτοί κρέμονται
ζωηρό πορτοκαλί, με την χρυσή ανατανάκλαση
από τον απογευματινό ήλιο.
Γύμνό το δέντρο
κούτσουρο ξερό,
με τους καρπούς του
να κρέμονται σαν χριστουγεννιάτικες μπάλες.
μα τα χριστούγεννα δεν εχουν ερθει ακόμα.
Γυμνή και γώ απέναντι
μέσα απ' το τζάμι το χαζεύω.
Δίχως φύλλα πάνω μου,
δίχως καρπούς,
και ο ήλιος
την απέναντι μεριά φωτίζει.
Εγώ είμαι στη σκιά.
Κρυώνω,
η Ανοιξη είναι ακόμα μακριά
και ελπίδα και κουράγιο για να ανθίσω,
πιά δεν έχω...

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. "ΤΡΥΠΩΝΩ"

Τρυπώνω στα όνειρά σου
και αφήνω χαραμάδα
για να μπείς και σύ
στα δικά μου.
εκεί συναντιόμαστε
χρόνια τώρα.
Εκεί αγαπιόμαστε
με πάθος, με τρυφερότητα,
καμμιά φορά, με απελπισία.
Κι' ύστερα,
οταν το ξυπνητήρι
αναγγείλει την καινούργια μέρα,
κλείνω τα μάτια
και σε σκέφτομαι
μέχρι να νυχτώσει
πάλι...

Κυριακή 13 Νοεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΟΙ ΕΛΙΕΣ"...

"Θα πάω, είπες, στις ελιές",
και ο πατέρας χαμογέλασε...
Κοίταξε τα χέρια σου,
λεπτά και μακρυά,
δάχτυλα που μόνο για χάδια
ήταν κατάλληλα,
μα δεν μίλησε.
"Να πάς γιέ μου'
είπε μόνο...
Γύρισες,
δυό μέρες μετά.
Παγωμένος απο το κρύο
του κάμπου,
χέρια πληγωμένα,
χείλη σφιγμένα
από το πείσμα σου.
Έμεινες.
Άντεξες.
Κέρδισες,
το στοίχημά σου.
Μπήκες στο μπάνιο να πλυθείς.
Κι' ύστερα,
κλείστηκες στο δωμάτιό σου.
Χαϊδεψες το μολύβι σου
και άρχισες να γράφεις...

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΙ΄ΟΜΩΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΑΚΟΜΑ"...

Υπάρχουν ακόμα άντρες
που
παίζουν στο δρόμο
μπάσκετ με τους φίλους τους.
Σαν τα μικρά παιδιά...
Υπάρχουν σας λέω...
Δεν τους ψάχνεις, τους βρίσκεις!
Ετσι ξαφνικά, όπως πρέπει.
Σου πέφτουν ουρανοκατέβατοι
εκεί που δεν το περιμένεις.
Γυρίζουν μετά απο το παιχνίδι,
ιδρωμένοι...
Και ο ιδρώτας τους,
είναι αγίασμα
καθώς σε αγκαλιάζουν...
Και όταν κυλιέστε στα καθαρά σεντόνια,
εκείνα, αναστενάζουν.
Σαν να τυλίγουν μέσα τους,
το διπλό σώμα,ενος Χριστού.

Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΛΕΜΜΕΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ"...

Πότε;
θα περπατήσουμε
πιασμένοι χέρι χέρι
στην όχθη της λίμνης;
Πότε;
θα ξυπνήσουμε αγκαλιά
κάτω απ΄τ΄ασπρα
λινά σεντόνια
του ξενοδοχείου
ύστερα από μια νύχτα έρωτα;
Ν' ανοίξω τα μάτια μου
μ' ένα φιλί σου
και τα πόδια μου,
για να σε κλείσω μέσα μου ξανά.
Πότε;
θα μου χαρίσεις
μια νύχτα και ενα πρωϊνό;
Κλεμμένο
και απ΄των δυό μας
τις διπλές ζωές;
Πότε;
Κάποτε ίσως;
ή, ποτέ;

Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. "ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ ΜΟΥ. 3."

Σήμερα το μολύβι μου επαναστάτησε.
Βρήκε μόνο του την ξύστρα,
ακόνισε την μύτη του,
και άρχισε να γράφει χωρίς εμένα.
Ξαπλωμένη στο κρεβάτι,
ανήμπορη και βυθισμένη,
δεν είχα κουράγιο,
ούτε να δω τι έγραφε.
Σκούπιζα τα μάτια μου,
μάταια,
αφού τα δάκρυα τα πλημμύριζαν,
αμέσως πάλι.
Σκέπαζα το κεφάλι μου
με την κουβέρτα,
να μην ακούω
το γρατζούνισμά του πάνω στο χαρτί.
Μα εκείνο συνέχιζε...
Αγνοώντας με.
Σηκώθηκα από το κρεβάτι
ώρες αργότερα.
και όπως έσκυψα για να μαζέψω
τα βρώμικα χαρτομάντηλα
και να πιώ νερό,
το είδα,
αποκαμωμένο να κοιμάται
γλυκά παραδωμένο
πάνω στο χαρτί.
"Μην παραδίνεσαι"
"Μην παραδίνεσαι"
"Μην παραδίνεσαι"...
μου 'χε γράψει,
και ετσι είχε αποκοιμηθεί.
Μα είχε καταφέρει να με ξυπνήσει...

Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. "ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ ΜΟΥ. 2."

Χαϊδεύω το μολύβι μου,
ν' αρχίσει να γράφει.
Το ακουμπάω μαλακά
στην κοιλιά μου,
για να καρπίσει,
να γεννήσει τα ποιήματά σου.
Μάταια!
Στείρα είναι η σκέψη σου,
στέρφα η εμπνεύσή μου.
Το ακουμπάω πάνω
στην καρδιά μου,
μήπως και,
ο πόνος της για σένα
το κάνει να νιώσει κάτι...
Μα,
δεν πονά για σένα,
αδιαφορεί...
Το πλησιάζω ανάμεσα
στα σκέλια μου
Μπας και
η ανάγκη μου για σένα
το ερεθίσει.
Μα,
δεν σε ποθεί.
Εγώ μόνο υποφέρω
από την έλλειψή σου.
Το κρατάω στα χέρια μου.
Το πλέκω ανάμεσα
στα δάχτυλά μου.
Νομίζω πως,
κρατιόμαστε απ' το χέρι...
Τελικά,
Εσύ είσαι το μολύβι μου
αγάπη μου.
Εσύ η έμπνευσή μου,
εσύ το βάσανο και ο πόνος μου,
εσύ το μελάνι της ψυχής μου.
Αποκοιμιέμαι.
Δίπλα στην άδεια σελίδα,
με το μολύβι μου αγκαλιά...
Ακόμα μια βασανιστική νύχτα
μαζί σου...

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. "ΤΟ ΜΟΛΥΒΙ ΜΟΥ".

Χαϊδεύω το μολύβι μου,
ν' αρχίσει να γράφει.
Κι' εκείνο, με πείσμα
μουτζουρώνει το χαρτί
χωρίς νόημα.
Δεν με θέλει απόψε
παρέα του.
Μόνο του
νιώθει την ανάγκη
να μείνει.
Μα, μήπως και 'γω,
πόσες φορές
δεν το πέταξα κατάχαμα
αφήνοντας τις λέξεις
να χορεύουν μόνες
στο μυαλό μου.
Χαϊδεύω το μολύβι μου,
μα, εκείνο μ' αποφεύγει...
Μόνοι μας θα κοιμηθούμε
ο καθένας μας
απόψε...

Τρίτη 18 Οκτωβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. "ΜΙΑ ΖΩΗ ΑΚΟΜΑ".

Αγάπη μου!
Που ποτέ δεν θα γίνεις δικός μου,
και ποτέ,
δεν θά 'σαι καμμιάς άλλης
περισσότερο.
Που κρατάω μέσα μου το 100% της καρδιάς σου,
και το μηδέν του κορμιού σου.
Που δεν θα ξυπνήσουμε ποτέ
μαζί το πρωί.
Και που κάθε πρωί,
ξυπνώντας σου λέω "καλημέρα".
Που,
οτι μπόρεσα από σένα
ήταν να σε κοιτάω στα μάτια
μέχρι να πονάει.
Που,
άγγιξα τα χέρια σου
και χάθηκα στην αγκαλιά σου
μόνο μια φορά.
Κι' ήταν αρκετή για να με χορτάσει
για όλη μου τη ζωή.
Και αλλοίμονο,
έχω ακόμα μπροστά μου
μιαν ολόκληρη ζωή
να ζήσω!

Σάββατο 15 Οκτωβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΕ ΦΟΝΤΟ ΤΟΝ ΑΣΠΡΟ ΤΟΙΧΟ"...

Κοιτούσε τον άσπρο τοίχο και τους πίνακες που κρέμονταν στη σειρά, ο ενας δίπλα στον άλλον.
Μαυρόασπρες φιγούρες που της προκαλούσαν ενα περίεργο συναίσθημα. Κάτι της έλεγαν, δεν μπορούσε να καταλάβει ακόμα τί, αλλά ήταν, σαν να προσπαθούσαν να της μιλήσουν από 'κεί που ήταν κρεμασμένες.
Στον πρώτο, η φιγούρα ενός άντρα, σε πρώτο πλάνο και μια δεύτερη, λίγο πιό πίσω, ήταν σαν να της έλεγε, "δεν είμαι εγώ, δεν είμαι αυτός, είμαι ο Αλλος". Μα όσο και αν προσπαθούσε, δεν θα είχε ποτέ την τύχη να μπορέσει να ξεφύγει, γιατί το τζάμι μπροστά στο κάδρο τον εμπόδιζε. Θυμήθηκε τα λόγια του Λακάν. "Αν συμβεί να φύγω, σκεφτείτε πως έφυγα για να γίνω επιτέλους ο Άλλος". Μα ετούτος εδώ, δεν θα μπορούσε ποτέ του να φύγει. Πάντα θα έμενε εκεί, λίγο πιό πίσω από τον Αλλο, σαν σκιά του, καταδικασμένος να τον ακολουθεί, κλεισμένος για πάντα στο γυάλινο κλουβί του κάδρου.
Μετακίνησε το βλέμμα της στο μεσαίο κάδρο, και ασυναίσθητα, έκανε λίγο πίσω, σαν να φοβήθηκε οτι θα έπεφτε μέσα στην τρύπα του πηγαδιού, πού φάνταζε μαύρη και μυστηριώδης. Δύο σανίδες, βαλμένες κάθετα η μία επάνω στην άλλη, ενα κομμάτι σκοινί, μερικά αγριόχορτα, εναγύρω... Και η τρύπα του πηγαδιού, σκοτεινή και βαθειά... Ένοιωσε λίγο σαν την Αλίκη. Έτοιμη ήταν να κάνει το βήμα και να γλυστρίσει μέσα. Μα και εδώ το τζάμι της κορνίζας την εμπόδιζε. Ποτέ της δεν θα μπορούσε να γίνει η Αλίκη στην Μαγική Χώρα την Θαυμάτων αυτού του πηγαδιού σκέφτηκε...Κάποια άλλη είχε προλάβει πριν από αυτή, πρίν να μπεί το τζάμι και η κορνίζα, πριν να κρεμαστεί ο πίνακας στον τοίχο...ίσως και πριν να στηθεί ο χώρος του γραφείου ακόμα...Δάγκωσε τα χείλη της, από αμηχανία, και γύρισε το κεφάλι της λίγο ακόμα προς τα αριστερά, έτσι που το βλέμμα της καρφώθηκε στον τελευταίο πίνακα. Ένοιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά, και ασυναίσθητα, έτεινε το χέρι της για να πιάσει τον άνδρα της εικόνας που έπεφτε στο κενό, σε ελεύθερη πτώση ανάσκελα.
Πως μπορείς να πιάσεις κάποιον που πέφτει στο κενό μέσα σε μια ζωγραφιά; Όσο και αν ακούς την φωνή του να σου φωνάζει να τον σώσεις, όσο και αν εσύ απλώνεις το χέρι σου, όσο και αν θές, είναι αδύνατον. Σχεδόν, μπορούσε να διακρίνει την αγωνία στο βλέμμα του, νόμιζε πως τον άκουγε να περνάει από δίπλα της καθώς έπεφτε, ίσως και να την άγγιξε κάποια στιγμή, ή, μπορεί και να ήταν ο αέρας μόνο, από την πτώση του. Έμεινε ασάλευτη να τον κοιτά να πέφτει, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα. Περίμενε να ακούσει τον θόρυβο που θα έκανε το κορμί του καθώς θα αγγιζε τη γή, οταν το διακριτικό βήξιμο του δικηγόρου της την ξανάφερε στην πραγματικότητα.
-" Εσείς θα υπογράψετε εδώ." "Τα υπόλοιπα χαρτιά, θα τα αναλάβω εγώ."
-"Ευχαριστώ πολύ". Σας ευχαριστώ πολύ" ψέλλισε.
Υστερα σηκώθηκε, πήρε το παλτό και την τσάντα της και βγήκε από το γραφείο...

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΟΙ ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΤΗΣ ΒΡΟΧΗΣ"...

Σταγόνες βροχής
κυλάνε στο τζάμι.
Οπως τα δάκρυα,
στα μάγουλα σου.
Οι σταγόνες ενώνονται
η μιά με την άλλη,
σε μία μεγαλύτερη πάντα.
Τα δάκρυα,
είναι μοναχικά.
Χαράζουν δικές τους πορείες το καθένα
πάνω στα μάγουλα.
Και κάποια, κατεβαίνουν
στο λαιμό,
και φτάνουν μέχρι
την καρδιά.
Από την πλημμύρα της βροχής,
μπορείς να επιζήσεις.
Αν όμως η καρδιά
πνιγεί από τα δάκρυα,
πεθαίνεις.

Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΓΙΑ ΜΙΑ ΩΡΑ ΜΟΝΟ"...

Η Ωραιότητα της ματιάς σου,
η Ωριαία συνάντηση των κορμιών μας,
η σκιά του Ωρίωνα,
από πάνω μας, ψηλά στον ουρανό.
Να τον κοιτάμε
έτσι, ξαπλωμένοι και αγκαλιασμένοι
πάνω στο κρεβάτι.
Για μιά Ωρα μόνο...

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΙΑ ΤΡΥΠΑ ΣΤΟΝ ΤΟΙΧΟ"...

Έχασκε ψηλά, δίπλα στο παράθυρο της σοφίτας.
Μια τρύπα στον τοίχο, που είχε πάρει μαζί της και ενα κομμάτι από τον σοβά...
Δίπλα της, μικρότερες τρύπες, στη σειρά η μία δίπλα στην άλλη.
Αδέσποτες σφαίρες, που είχαν τρυπήσει το τζάμι, μαρτυρούσαν τις πληγές του τοίχου, και τα σπασμένια γυαλιά του παραθύρου που άφηναν την μαύρη βρώμικη ξεσκισμένη κουρτίνα να ανεμίζει ελεύθερα, επιβεβαίωναν οτι τελικά είχαν βρεί τον στόχο τους...
Μέσα στο δωμάτιο, η μαυροντυμένη γυναίκα, άναβε το καντήλι μπροστά στη φωτογραφία του δεκαπεντάχρονου αγοριού...
Έχουν ήδη περάσει εξι χρόνια... Στο ισόγειο της πολυκατοικίας το μπαράκι που λειτουργεί εδώ και μερικά χρόνια, άναβε τα φώτα του και ετοιμαζόταν για την βραδιά...
Εικοσάχρονα παιδιά, άρχιζαν να μαζεύονται γύρω από τα τραπεζάκια, με τα ποτά τους και τα τσιγάρα τους στα χέρια, γελώντας στη ζωή που συνεχίζεται...
Μόνο στον τρίτο όροφο η ζωή σταμάτησε στα δεκαπέντε...
Σαράγιεβο.
Ανεξάρτητη Δημοκρατία Βοσνίας-Ερζεγοβίνης.
Σεπτέμβρης του 2011.

Τρίτη 20 Σεπτεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΠΡΩΤΗ ΒΡΟΧΗ"...

Άλλαξα τα σεντόνια στο κρεββάτι.
Αέρισα τα μαξιλάρια, άλλαξα τις μαξιλαροθήκες.
Εστρωσα φρέσκο το κρεββάτι,
Άλλαξα στο μπάνιο τις πετσέτες,
έπλυνα το μπουρνούζι σου ξανά.
Ύστερα πλύθηκα και λούστηκα,
στολίστηκα σαν νύφη,
για το γάμο.
Έξω στον κήπο, άρχισε να βρέχει.
Περίμενα μετρώντας τις σταγόνες της βροχής
πάνω στο πλακόστρωτο.
Μία, δύο, πέντε, δέκα, εκατό, χίλιες...
έχασα τον λογαριασμό.
Νύχτωσε πιά.
Δεν ήρθες.
Βρέχει ακόμα,
Η πρώτη βροχή του φθινοπώρου φέτος.
Και πάνε χρόνια πολλά,
που περιμένω πιά...

Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΜΠΑΡ. Η ΑΓΚΙΔΑ...


Χάιδευε το παχύ λείο ξύλο της μπάρας και έψαχνε με την αφή και με τα μάτια κλειστά να νιώσει κάποια σκληράδα, κάποια σκλήθρα.
Κάτι που να την κάνει να αισθανθεί, να νιώσει ζωντανή, και ας ήταν και από τον πόνο.
Μάταια!
Το καλογυαλισμένο ξύλο, πολυκαιρισμένο και λείο, μόνο μια γλυκιά ανατριχίλα της άφηνε στην αφή...
Άνοιγε τα μάτια της κάθε τόσο και έπιανε το ποτήρι της. Το έφερνε αργά, τελετουργικά σχεδόν στα χείλη της, έπειτα μισάνοιγε το στόμα της, και επέτρεπε στο δυνατό ποτό να περάσει μέσα, να εισβάλλει στον ουρανίσκο της, να κάψει το λαρύγγι της, τον οισοφάγο, να το νιώσει να φτάνει καυτό, σε όλη του τη διαδρομή μέχρι το στομάχι.
Ύστερα ξανάκλεινε τα μάτια της, και περίμενε...
Μετρούσε από μέσα της, προβατάκια... ένα, δύο, τρία, τέσσερα... άρχιζε το κεφάλι να γυρίζει, βούιζαν γλυκά τ’ αυτιά, η δυνατή μουσική του μπαρ, καταλάμβανε κάθε ελεύθερη γωνιά του ζαλισμένου εγκεφάλου της.
Πού και πού, άναβε ένα σιγκαρίλος. Τραβούσε μια-δυο δυνατές τζούρες και μετά το άφηνε να σιγοκαίει μέχρι να σβήσει... Άφηνε το πουράκι στο τασάκι, και έπιανε το σφηνάκι της.
Στην επάνω μεριά της μπάρας, το ρολόι του μπαρ, δούλευε ασταμάτητα...
Λεπτό το λεπτό, πέρναγε από την μια ώρα στην άλλη, από τη νύχτα στο ξημέρωμα, μέχρι να ακουστεί το καμπανάκι για το τελευταίο ποτό, και να αρχίσει ο μπάρμαν να συμμαζεύει σιγά σιγά...
Μισοζαλισμένη και νυσταγμένη, έβαλε το χέρι της στην κάτω μεριά της μπάρας, εκεί που ήταν ο γάντζος για την τσάντα της. Έψαχνε το πορτοφόλι της για να πληρώσει.
Και έτσι, όπως έπιασε την τσάντα της από το λουρί, και έκανε να την ξαγκιστρώσει, μια αγκίδα που είχε προφανώς ξεφύγει από τον ξυλουργό που πέρασε τους γάντζους, χώθηκε με δύναμη στο δάχτυλο της και την έκανε να φωνάξει από τον πόνο.
Αουτς! Τράβηξε το χέρι της απότομα και κράτησε πιέζοντας το μεσαίο της δάχτυλο που εν τω μεταξύ είχε ματώσει.
Πήγε να το φέρει στα χείλη της για να ρούφηξε το αίμα και ένιωσε την αγκίθα ακόμα εκεί. Μα, ήταν σκοτάδι και δεν έβλεπε να την τραβήξει για να τη βγάλει.
Κάτι το ποτό, κάτι ο πόνος, κάτι η αδυναμία της να δει καθαρά, τα μάτια της βούρκωσαν.
Ένιωσε το χέρι το μπάρμαν να της πιάνει το δάχτυλο, ένα μικρό τσίμπημα ανακούφισης την ώρα που η αγκίθα έφευγε, τα χείλη του που της πιπιλούσαν το δάχτυλο που είχε ματώσει. Μέσα από τα θολά βουρκωμένα της μάτια, τον είδε να πίνει μια γουλιά από το σφηνάκι της και να αφήνει με το στόμα του το δυνατό ποτό πάνω στο δάχτυλο της. Ένιωσε το τσούξιμο από το οινόπνευμα, την ανάστροφη της παλάμης του που της σκούπισαν τα δάκρυα που είχαν κυλήσει στα μαγουλά της.
Τον άκουσε να της λέει πως το τελευταίο ποτό ήταν κερασμένο... Πλήρωσε το λογαριασμό της και σηκώθηκε να φύγει. Τον κοίταξε στα μάτια και τον ευχαρίστησε δείχνοντας το δάχτυλο της ...
Βγήκε έξω, στον καθαρό αέρα που είχε ήδη αρχίσει να ψυχραίνει, σαν να φώναζε πως το φθινόπωρο ήταν ήδη στην επόμενη γωνία...
Πήρε μια βαθιά ανάσα και ξέσπασε σε αναφιλητά...
Ήταν ζωντανή! Ήταν ζωντανή...




Τετάρτη 31 Αυγούστου 2011

ΑΝΑΓΚΗ.

Την ανάγκη σου
εχω ανάγκη!
Για να μπορώ να ξυπνήσω
το πρωί,
να σηκωθώ απ'το κρεβάτι
να συνεχίσω...
Την ανάγκη να σε σκέφτομαι
χρειάζομαι!
για να παλεύω με τα θηρία
και να τα βγάζω πέρα.
Την ανάγκη
να σε νιώθω πλάι μου,
κι' ας είσαι μακριά μου.
Δίπλα μου βρίσκεσαι
μου κρατάς το χέρι,
τρυπώνεις στα όνειρά μου,
κυριεύεις τις σκέψεις μου,
παίρνεις τις αποφάσεις μου.
Τίποτα άλλο δεν έχω ανάγκη.
Τίποτα δεν χρειάζομαι.
Μόνο την ανάγκη σου.

Τρίτη 23 Αυγούστου 2011

ΠΟΣΟ ΠΟΛΥ...

Πόσο μπορεί να σ'αγαπάω;
Τόσο που να μην τολμώ να σ'αγγίξω.
Να σ'αγκαλιάζω σαν μάνα,
και να με πονάει αυτή η αγκαλιά,
σαν ερωμένη που έχασε τον έρωτα.
Σου χαϊδεύω το κεφάλι
και σου φιλάω τρυφερά το σβέρκο.
Μυρίζω την μυρωδιά σου,
και μεθάω.
Πόσο πολύ μπορεί να σ' αγαπάω;
Που, να μην απλώνω το χέρι μου, να μην τολμώ,
να σ' αγγίξω.
Να σου χαϊδεύω την πλάτη,
να μαγεύομαι στη θέα του κορμιού σου,
να το θέλω τόσο πολύ,
και στο τέλος,
να μην μπορώ να του δοθώ.
Πόσο πολύ μπορεί να σ' αγαπάω;
Τόσο,
που ίδια ξέρω, πως μ'αγαπάς και σύ!
Και αυτό μου φτάνει.
Ακουμπάω επάνω στην σκέψη σου φευγαλέα,
και δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο
που να θέλω.
Αυτό,
μου φτάνει!

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

ΣΑΝ ΠΡΩΤΑΡΗΣ...

Αβολα ένοιωθε, το καταλάβαινε....
Δεν ήταν η ζέστη που τον έκανε να ιδρώνει, αντίθετα, φύσαγε και ενα ελαφρύ βοριαδάκι, μάλλον δροσιά, μπορεί να πεί κανείς οτι είχε...
Ηταν, που είχε μείνει μόνος του στο μαγαζί, και αν ερχόταν κάποιος, δεν ήξερε τι να κάνει...
Αστείο του φαινόταν...
Αυτός, που είχε περάσει περισσότερη από τη μισή του ζωή στα μπάρ, και είχε πιεί πάνω από το μισό Αιγαίο σε αλκοολ, τώρα, που έπρεπε να μείνει για μιά ώρα πίσω από την μπάρα, αντικαθιστώντας τον φίλο του που είχε μια ξαφνική δουλειά, ένοιωθε τρακ...
Μόνος του ήταν προς το παρόν, προς μεγάλη του ανακούφιση...
Μόνο ο γάτος του μαγαζιού, ξαπλωμένος λίγο πιό πέρα, πάνω σε ενα καναπεδάκι τεντωνόταν και γλειφόταν κάθε τόσο.
Μετά, άλλαζε πάλι στάση βαριεμάρας, και ξανάπεφτε στον ύπνο...
Μα, τώρα ακουγε γέλια και φωνές, να ανηφορίζουν προς το μπαρ, κοριτσίστικα γέλια, και οσο πιο πολύ πλησίαζαν, τόσο εκείνος ένοιωθε τις παλάμες του να ιδρώνουν...
Και ο φίλος του, αφαντος... Είχε περάσει πάνω από μιά ώρα, από τότε που έφυγε...
Που στο διάολο ήταν; Γαμώτο!!!
Τι θα έκανε τώρα;
Η παρέα μπήκε φουριόζα στο μπαρ, ούτε που πρόσεξαν οτι δεν υπήρχε κανένας άλλος.
Κατευθήνθηκαν στην ακρη της ταράτσας, εκεί, που πιά, μπροστά σου εβλεπες όλο το Αιγαίο να πέφτει και να προσκυνάει στα πόδια σου, τοποθέτησαν τις καρέκλες να βλέπουν την θάλασσα και τον γκρεμό, και συνέχισαν την κουβέντα και τα αστεία τους...
Είχαν σίγουρα ξανάρθει, η άνεση με την οποία κινούνταν στον χώρο το εδειχνε αυτό...
Ο γάτος, ξύπνησε από τον λήθαργό του, σήκωσε το κεφάλι του να δεί τι συμβαίνει και με ενα σάλτο, βρέθηκε δίπλα στους πελάτες, δίπλα της, και με μιας, πάνω στην αγκαλιά της....
Μια γλυκειά ξαφνιασμένη κραυγή, ενα καλωσόρισμα ξέφυγε από τα χείλη της...
-Καλωστονε.... που ήσουνα εσύ; κοιμόσουνα;...
Η φωνή της ήταν ζεστή και βαθειά...
Είχε μια περίεργη βραχνάδα, και μια προφορά, σαν ξένη...
Είχε αφήσει την υπόλοιπη παρέα στην κουβέντα της, και είχε αφοσιωθεί, στα χάδια με τον γάτο...
Ηξερε από γατιά, ήταν σίγουρο αυτό. Με μια της μόνο κίνηση, τον είχε γυρίσει ανάποδα και του χαϊδευε την κοιλιά, και τον λαιμό,και αυτός γουργούριζε και είχε παραδοθεί στα χάδια της, ανευ όρων...
Ετσι έκανε λες, και με τους άντρες;
Τους κοίταζε από τη μπαρα σαν υπνωτισμένος...
Ισως και να ζήλευε τον γάτο... εκείνη τη στιγμή...πάντως, σίγουρα, το μόνο που δεν έκανε, ήταν αυτό που έπρεπε...
Να ρωτήσει δηλαδή τι ήθελαν να πιούν...
Εκείνη, έστρεψε απότομα το κεφάλι της προς το μπάρ, λές και ένοιωσε το βλέμμα του καρφωμένο επάνω της...
Τον κοίταξε για λίγο, διαπεραστικά,στενεύοντας τα μεγάλα μάτια της σε δυό σχισμές...
Υστερα, με μιάς, βρέθηκε μπροστά στον πάγκο, και χαμογελώντας του τον ρώτησε αν ήταν καινούργιος εκεί...
Ο γάτος, εξακολουθούσε να τρίβεται στα πόδια της, δεν έλεγε να ξεκολλήσει από δίπλα της, και Εκείνος, για πρώτη φορά, τον καταλάβαινε και τον δικαιολογούσε απόλυτα...
-Καινούργιος είσαι... του είπε...
-Ο Ακης δεν είναι εδώ;
-Θάρθει οπου νά 'ναι... ψέλλισε αυτός...
-ΟΚ. Κάνε στην πάντα, θα σε βοηθήσω εγώ του είπε και βρέθηκε με ενα σάλτο δίπλα του...
Σερβίρισε τα ποτά της παρέας της, όσο εκείνος, την κοιτούσε σαν χαμένος, και μετά, έβγαλε από την κατάψυξη την βότκα και δυο παγωμένα σφηνάκια...
Τα γέμισε μέχρι επάνω, του έτεινε το ένα ενώ πήρε το άλλο αυτή.
-Ασπρο Πάτο... του χαμογέλασε και κατάπιε το δυνατό ποτό με μιά γουλιά...
-Αντε χαλάρωσε...
Πήρε τα ποτά των υπόλοιπων και κατευθύνθηκε στο τραπέζι της...
Και Εκείνος,
είχε μείνει εκεί, να την κοιτά, με το σφηνάκι να ιδρώνει, τα χέρια του να τρέμουν, την καρδιά του να χτυπάει σαν κομπρεσέρ, και τον γάτο να τον κοιτάει περίεργα...

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2011

ΓΙΑ ΕΝΑ "ΜΟΧΙΤΟ"...

Είχε ξυπνήσει αργά απο τον μεσημεριανό ύπνο, με βαρύ κεφάλι, κακοδιάθετος.
Ισως να είχε κάτσει και πολλή ώρα στον ήλιο το πρωί στη θάλασσα, ήταν και οι μεσημεριανές μπύρες...
Μπήκε στο ντούς, και άφησε το κρύο νερό να τρέξει επάνω στο κορμί του, και στο κεφάλι του, για να ξυπνήσει.
Λίγα λεπτά μετά, έκλεισε την βρύση και βγήκε γυμνός από το μπάνιο, με τα νερά να στάζουν παντού στο δωμάτιο, προχώρησε προς το μικρό μπαλκονάκι και ανοίγοντας τα παραθυρόφυλλα, βγήκε έξω, αντικρύζοντας το απόλυτο γαλάζιο της θάλασσας και του ουρανού και το φώς του απογεύματος που τα χρύσιζε και τα δύο μαζί, σαν παλιά πατίνα...
Η θέα του έκοψε την ανάσα.
Και έτσι γυμνός οπως ήταν,και μόνος του στο δωμάτιο, ένιωσε και πάλι τόσο έντονα την ανάγκη της, την απουσία της!
Ούτε και αυτός είχε καταλάβει καλά καλά, πως είχαν μπλεχτεί οι δύο τους έτσι...
Φλέρταραν, μεταξύ τους, ήταν αλήθεια αυτό, υπήρξε μια "χημεία", από την πρώτη κιόλας στιγμή, μερικές μέρες πρίν, οταν μπήκε στο μπαρ...
Εκείνος, είχε κοιτάξει προς την μπάρα, γιατί εψαχνε να παραγγείλει κάτι να πιεί...
Αυτή, τον είχε δεί μπαίνοντας, και είχε φροντίσει να διώξει τον μπαρμαν για λίγο.
Τον πλησίασε και τον ρώτησε για την παραγγελία του.
Ξερές κουβέντες, έντονο βλέμμα, περίεργα σαλιωμένα όμορφα χείλη...
-Ενα Μοχίτο , είπε αυτός. Αν έχετε μέντα όμως... Οχι με δυόσμο!
Τον κοίταξε προκλητικά αυτή τη φορά... Χαμογέλασε κάπως ειρωνικά...
-Φυσικά και έχουμε μέντα... Αλλοίμονο...
Του γύρισε απότομα την πλάτη της, άναψε ενα τσιγάρο και καταπιάστηκε να ετοιμάζει το ποτό.
Εβαλε όλη της την τέχνη... σαν να ήθελε να του αποδείξει κάτι...
Το αιώνιο παιχνίδι...
Ελιωσε την μέντα, θρυμμάτισε τον πάγο, ανακάτεψε τα ποτά...
Μιά ολόκληρη τελετουργία...
Σαν τα παιχνίδια του έρωτα...
Μέχρι και το υπογάστριό της ένιωσε να σφίγγεται... Πήρε βαθιά ανάσα, γύρισε προς τον πάγκο, επιασε ενα καλαμάκι στο χέρι της, το κράτησε μερικά δευτερόλεπτα ψηλά, παίζοντας μαζί του, και μετά, αργά, κοιτάζοντάς τον στα μάτια, το έβαλε μέσα στο ποτήρι, και του το πρόσφερε...
-Ορίστε, έτοιμο... του είπε συνεχίζοντας να τον κοιτάζει προκλητικά...
-Για να δούμε... τα κατάφερα;
-Εκείνος χαμογέλασε και απλωσε το χέρι του να πάρει το ποτήρι...
Δευτερόπλεπτα κράτησε η επαφή τους...
Αλλά ήταν αρκετά.
Δεν τον ζάλισε το μοχίτο, αυτό ήταν σίγουρο.
Ούτε και τα σφηνάκια της τεκίλας που ακολούθησαν μετά, παρόλο που,δεν θυμόταν την επόμενη πόσα είχαν πιεί...
Ελάχιστα είχε δεί εκείνη την πρώτη βραδιά, τον ιδιοκτήτη του μπαρ, το κολλητό του φίλο...
Εφυγε μαζί της οταν σχεδόν χάραζε στο Αιγαίο...
Δεν είναι σίγουρος πως βρέθηκαν στο δωμάτιό του γυμνοί και αγκαλιασμένοι.
Δεν θα ξεχάσει ποτέ πως περπάτησαν από την βεράντα στην άδεια παραλία ξημερώματα και μπήκαν στην παγωμένη θάλασσα...
Αγκαλιάστηκαν ξανά, μέσα στο νερό...
Γύρισαν στο δωμάτιο οταν πιά ο ήλιος είχε βγεί για τα καλά...
Εκείνη φόρεσε τα ρούχα της πάνω από το βρεγμενο της σώμα, και τον φίλησε απαλά...
-Πάω να κανω ντούς, και να αλλαξω του είπε...
-Θα τα πούμε ίσως το βράδυ...
ΑΑΑΑ... ξέρεις...
-Εγώ, δεν δουλεύω στο μπαρ, φίλη του Ακη είμαι...
-Απο περιέργεια κάθισα πίσω από την μπάρα...
-Ελπίζω το Μοχίτο σου να ήταν καλό... Δεν είχα ξαναφτιάξει ποτέ στη ζωή μου...

Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

ΕΔΩ, ΕΚΕΙ, ΠΑΝΤΟΥ ΚΑΙ ΠΟΥΘΕΝΑ...

Το ξέρεις...
Οπου και αν βρίσκεσαι το ξέρεις...
Είσαι δίπλα μου και μακρΙά μου ταυτόχρονα.
Σε νιώθω να με ακουμπάς, να με αγκαλιάζεις και έπειτα γυρίζω το κεφάλι μου να σε κοιτάξω και δεν υπάρχει κανένας δίπλα μου...
Κι' όμως, στα μάτια κοιταζόμαστε... εκείνη την ίδια στιγμή!
Η ανάσα σου, με την δική μου γίνονται ενα, τα στόματά μας ενώνονται, το σάλιο μου γλυκαίνει το στόμα σου, και ας είναι η ανάσα μου βαριά από τα τσιγάρα που έχω καπνίσει όλη νύχτα, και μεθυσμένη από τα ποτά που έχω πιεί.
Αυτό που με έχει ζαλίσει δεν είναι το ποτό, τα μάτια σου που μου γελάνε είναι.
Αυτό που κάνει την καρδιά μου να χτυπάει, δεν είναι το οινόπνευμα που κυλάει στις φλέβες μου, η ελλειψή σου είναι.
Αυτό που με πονάει στο κορμί μου, δεν περνάει με χάπια, η απουσία σου στο άδειο μου κρεβάτι είναι.
Ολη μου η ζωή, κλεισμένη μέσα στην παλάμη σου, που κρατάω την νύχτα, για να μην φοβάμαι...
Ολη μου η ζωή, κρατιέται, από αυτό το αόρατο χέρι, που δεν είναι εκεί, δεν το έχω, αλλά το σφίγγω δυνατά κάθε φορά που φοβάμαι πως δεν θα αντέξω άλλο, πως δεν θα τα καταφέρω ακόμα μια φορά, πως δεν θα τη βγάλω την νύχτα, την μέρα,τη ζωή...
Μέχρι να ξημερώσει.
Να πάρω ξανά ανάσα, να σε καλημερίσω, να ακούσω την φωνή σου,κάτω, από τον κήπο...να μου λέει..
"buongiorno principessa"... να δω τα μάτια σου να μου γελάνε, να πάρω στροφή, και να κοιμηθώ ξανά... μέχρι το μεσημέρι.
Και σύ, να είσαι κάπου, εδώ, εκεί, δίπλα μου και μακριά μου ταυτόχρονα.

Σάββατο 16 Ιουλίου 2011

-Ω-

Ωχ!
Που καταπίνω την χαρά
και φτύνω
φαρμάκι!!!!!!!!

-Ψ-

Ψάχνω
να σε βρώ
στις σελίδες των βιβλίων σου,
στις σημειώσεις που κρατάς,
με μαύρο πάντα στυλό
ή με μολύβι.
Ψάχνω
ανάμεσα στις γραμμές,
στα σημεία της στίξεως,
στα κόμματα, στις τελείες, στα ερωτηματικά...
Ψιθυρίζω
το όνομά σου
διαβάζοντας τους στίχους σου
και πέφτω πάντα
στο ίδιο πρόσωπο
που, δεν είσαι εσύ.
Και μετά ανακαλύπτω
οτι προσπαθώ να σε διαβάσω
κοιτώντας το πρόσωπό μου
στον καθρέφτη.
Και πως όλα, ειναι
Ψέμματα...

-Χ-

Χαμένα κορμιά
κερδισμένα σώματα.
Ερωτες που δεν έγιναν ποτέ
αληθινοί.
Ο Χρόνος,
που μας προσπερνάει
τρένα
με τα βαγόνια τους άδεια
κάνουν στάσεις
στο Χάος.
Χάνομαι
μέσα στο βλέμμα σου
και στον λαβύρινθο
της ψυχής σου.
Χρώμα!
Χαρισμένα φιλιά
Χρησιμοποιημένα συναισθήματα.
ολα αγορασμένα
με Χρήμα και δάκρυα.
Χύτρα ταχύτητος
με σπασμένη βαλβίδα.
Χαλασμένη ζωή...
Χρυσός του Μίδα.

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2011

-Φ-

Φοβάμαι
να χαρώ.
Από το στόμα
μου τη βγάζουν τη χαρά...
Ισα που νιώθω
τη γεύση της κι' έπειτα,
την Φτύνω
σαν Φαρμάκι.
Κλέινω τα μάτια μου
και το σκοτάδι
έχει το χρώμα της
Φρίκης.
Φυσάει μελτέμι,
και στο κορμί μου
Φτάνει λίβας,
σαν Φωτιά...
"Φυλάξου", μου ψιθυρίζει
η ζωή στον ύπνο μου.
Ανοίγω τα μάτια
και ουρλιάζω.
"Φτάνει"!!!

-Υ-

Υπέροχη
αγάπη μου!
Μου φτάνει που
Υπάρχεις!

-T-

Τρέλλα!
Τρέμω από την ανάγκη σου.
Τελειώνει ο αέρας
στα πνευμόνια μου.
Τίποτα δεν με σταματά.
Τρέχει το μυαλό μου
να ξεφύγει
από σένα.
Τσακίζεται στα βράχια
η ψυχή μου.
Και 'γώ,
συνεχίζω να Ταξιδεύω
μαζί σου...

-Σ-

Στηριγμά μου.
Στέρημα μου.
Σημάδι
της ψυχής μου.
Συντροφιά μου.
Συνταξιδιώτη
της ζωής μου.
Σαράκι
του κορμιού μου
Σταυρέ του Μαρτυρίου μου
Σιωπή μου.
Σ' αγαπώ...

Πέμπτη 14 Ιουλίου 2011

-Ρ- / SHIVER.

Shiver.
It penetrates my body
Your eyes fixed upon me
our looks transfix.
Does a heart break
out of the need
for a touch?

-Ρ-

Ρίγος.
Που διαπερνά το κορμί μου
Η ματιά σου πέφτει πάνω μου
Διασταυρώνεται με τη δική μου
Κοιταζόμαστε στα μάτια.
Ραγίζει άραγε, η καρδιά
απο την ανάγκη της επαφής;

-Π-

Πόνεσα.
Πονάει ακόμα
ο ήχος από τα παγάκια
στο ποτήρι με το ουϊσκυ σου.
Εκεί,
που νομίζεις οτι πνίγεις
τα φαντάσματα
που σε κυνηγάνε.
Και δεν βλέπεις
οτι τα φαντάσματά σου
ειναι ζωντανά
έχουν σάρκα
έχουν ψυχή.
Τη δική σου σάρκα
τη δική σου ψυχή
τη δική σου μεθυσμένη ανάσα.
Τα φαντάσματά σου,
είσαι εσύ.
Πονάει ακόμα
στ' αυτιά μου
ο κρότος από τα παγάκια
μέσα στο ποτήρι.
Το "τσακ", του αναπτήρα σου
κάθε φορά που ανάβεις τσιγάρο.
Τα άδεια μπουκάλια,
Τα αδεια πακέττα,
η άδεια σου ζαλισμένη ματιά,
η άδεια μου αγκαλιά.
Τα γεμάτα αποτσίγαρα τασάκια.

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

-Ο-

Όνειρα
σύννεφα
άλλοτε κάτασπρα
και άλλοτε σκούρα και μουντά...
Όνειρα,
που χορεύουν στον ουρανό
ή μήπως
στο μυαλό μου;
Όνειρα άπιαστα
σαν τα σύννεφα.
Που κάποιες φορές
μαυρίζουν
και φέρνουν καταιγίδα.
Όνειρα πούπουλα
λευκά
σαν τις νιφάδες του χιονιού...
που σβήνουν
με το ξύπνημα
μιας ακόμα
ατέλειωτης μέρας...

-Ξ-

Ξανά.
Ακόμα μια φορά.
Κι' άλλη μια.
Κι' ύστερα
κι' άλλη, κι' άλλη, κι' άλλη.
Όσες φορές
και αν φύγουμε,
τόσες θα ξαναβρεθούμε.
Ξανά και ξανά και ξανά...

Τρίτη 12 Ιουλίου 2011

-N-

Να σε βλέπω
και να μη μπορώ
να σ'αγγίξω.
Να με βλέπεις,
και να μη μπορείς
να με πάρεις αγκαλιά.
Να αγαπιόμαστε
με τα μάτια μόνο!
Και
Πού και πού,
καμμιά φορά,
κάπου
τα χέρια μας ν' αγγίζουν...
Να χαιρετιόμαστε.
"Δια χειραψίας"...
Να πίνουμε κρυφά,
απ'το ίδιο ποτήρι.
Σαν,
για να δώσουμε
ο ένας στον άλλον
ενα φιλί.

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2011

-M-

Μή!
Μη πλησιάζεις πιό κοντά...
Μην αφήσεις τον εαυτό σου να με εμπιστευθεί,
Μη μ' αγαπήσεις!
Μείνε κλεισμένος στη σιωπή σου,
τυλιγμένος στην απόσταση
που μας χωρίζει.
Βάλε μπροστά σου
ενα τοίχο
και χτύπα τις γροθιές σου επάνω,
ώσπου να Ματώσεις.
Μπορεί έτσι
να σ' ακούσω
και νά 'ρθω.
Μα, είναι δύσκολο...
Μάλλον, ακατόρθωτο.

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

-Λ-.

Τρείς η ώρα το βράδυ.
Τώρα μ' έπιασε αυτή η αναστάτωση. Τώρα, που έκλεισα τον υπολογιστή και ανέβηκα να πέσω για ύπνο.
Και ενώ έχω κολλήσει με το -Λ-, σκέφτομαι το -Υ-, και το -Χ-, έχω το -Σ- και το -Π-.
Ολα αυτά, τά 'χω. Μέσα στο μυαλό μου.
Μόνο για το -Λ- δεν μπορώ να αποφασίσω...
Να βάλω Λάθος;
ολα ενα λάθος ήταν!
Να γράψω Λίγο;
λίγο ακόμα αν μου 'δινες χρόνο...
Η μήπως είναι καλύτερα να πω Λόγος;
είχα τον Λόγο. Ολα από τον Λόγο ξεκινούν...
Λίγος Λάθος Λόγος
λοιπόν...

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

-Κ-

Καλύτερα έτσι.
Πολύ καλύτερα...
Το σπίτι είναι άδειο και σιωπηλό.
Στο ψυγείο έχουν ήδη αρχίσει να μουχλιάζουν τα τελευταία μας ψώνια...
Κάποιο κομμάτι παρμεζάνας έχει περισσέψει ξερό πια κι'αυτό, μόνο για τρίψιμο κάνει,
αλλά, ποιός μαγειρεύει πιά;
Ενα μισοάδειο μπουκάλι κρασί, πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, κοντεύει να γίνει ξύδι.
Τα τασάκια είναι όλα στιβαγμένα το ενα πάνω στο άλλο, πλυμένα και καθαρά...
Δεν χρησιμοποιούνται πιά.
Η σιωπή, απλώνει τον ιστό της μαζί με τις αράχνες,
στις μπαλκονόπορτες που έχουν να ανοίξουν από τότε που έφυγες.
Ο κήπος είναι πάντα δροσερός, και ευωδιάζει.Ετσι μου λένε όσοι τύχαίνει και περνούν απ'έξω.
Ο κηπουρός πρέπει να έρχεται πάντα, δεν τον βλέπω ποτέ,
ούτε και εκείνος βλέπει σημάδι ζωής στο σπίτι.
Κι' όμως, μέσα είμαι!
Εδώ!
Ακόμα!
Στο μπάνιο, το μπουρνούζι μου, μιλάει στην μόνη πετσέτα που υπάρχει στην πετσετοθήκη.
κάνουν, το ένα παρέα στο άλλο.
Αυτά δεν αντέχουν να είναι μόνα τους...
Το μαξιλάρι σου, το βράδυ, έρχεται κρυφά προς τη μεριά μου,
να νοιώσει και αυτό λίγο ανθρώπινο κεφάλι, λίγη ανάσα...
μαζεύει και κανένα στεγνωμένο δάκρυ για να 'χει ανθρώπινη επαφή...
Νομίζω σήμερα, είναι η μεγαλύτερη μέρα του χρόνου.
Ακούω και μουσικές, απέξω...
Είναι η μέρα της μουσικής.
Στο σπίτι βασιλεύει απόλυτη ησυχία.
Δεν θέλω φασαρία εγώ,
Δεν θέλω κόσμο, δεν θέλω ανθρώπους,
Ούτε άνθρωπο δικό μου.
Η σιωπή είναι μόνο σύντροφός μου.
Καλύτερα έτσι.
Πολύ καλύτερα...
Φαντάσου πως,
σχεδόν κινδύνεψα να σ' αγαπήσω!

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

-Ι-

ΙΣΟΠΕΔΩΣΗ αισθημάτων...
Πέρασες από πάνω μου σαν οδοστρωτήρας και δεν άφησες τίποτα όρθιο!
Και μετά θύμωσες!
Δεν είναι ο πόνος της πληγής που με κάνει να κλαίω,
δεν είναι ούτε που ακόμα μια φορά πίστεψα λάθος.
Είναι που καταβάθος ξέρω, οτι χτυπάς εμένα, γιατί θυμώνεις με τον εαυτό σου.
Και αυτό δεν μπορώ να το αντιμετωπίσω.
Δεν ξέρω πως.
Εσύ, κάνεις τις λέξεις μαχαίρια και χαράζεις τη ψυχή μου.
Και μεθάς με το αίμα της πληγής μου.
Κερνάς και τους φίλους σου,
και όλοι μαζί, γιορτάζετε και διασκεδάζετε...
Κοιτάξου στον καθρέφτη αγάπη μου,
Θα δείς πως,
εγώ αιμορραγώ, αλλα εσύ είσαι χλωμός σαν πεθαμένος...
από σένα φεύγει η ζωή από μέσα σου.
Και συνειδητοποιείς οτι δεν την εχεις ζήσει τελικά.
Την άφησες να περάσει μέσα από τα χέρια σου,
την σκόρπισες, στα χαμένα...
την πέταξες, και συνεχίζεις να την πετάς στα σκουπίδια...
Εγώ αιμορραγώ από τις μαχαιριές σου,
αλλά,
κάθε βράδυ παίζω καινούργιες μουσικές...
και θα πεθάνω κάποια στιγμή,
οπως όλοι μας εξάλλου,
αλλά θα πεθάνω χορεύοντας...

Κυριακή 19 Ιουνίου 2011

-Η- , -Θ-

ΉρΘες,
στη ζωή μου
κάποια στιγμή.
Και ο ερχομός σου,
με προετοίμαζε ήδη
για τη φυγή σου.
Γιατί,
πάντα αυτό συμβαίνει.
Ό,τι έρχεται κάποια στιγμή,
μετά
πάλι φεύγει.
Και η χαρά, και η λύπη,
και ο πόνος και ο θυμός...
Και τί μένει τελικά;


η Θύμηση!
όλων αυτών που νιώσαμε,
όλων αυτών που ζήσαμε.
Θυμάμαι,
σημαίνει έχω ζήσει
έχω γελάσει
έχω πονέσει
έχω κλάψει.
Θυμάμαι
σημαίνει πως,
ακόμα είμαι ζωντανή...

Παρασκευή 17 Ιουνίου 2011

-Ζ-

Ζήσαμε την αγάπη μας
μέχρι το τέρμα.
Ήπιαμε τον έρωτα,
μέχρι την τελευταία σταγόνα.
Και όταν πιά,
στραγγίξαμε τα χείλη μας,
ζητήσαμε αλλού
νέα φιλιά,
για να ξεδιψάσουμε την δίψα
της ψυχής.
Μόνο στό σάλιο μας απόμεινε πιά,
η θύμηση της γεύσης
των φιλιών μας.
Να βεβαιώνει πως
εμείς οι δύο, κάποτε
είμασταν ένα.

Τρίτη 14 Ιουνίου 2011

-Ε-

Έφυγα.
Πάντα φεύγω
γιατί,
η Ελευθερία μου,
είναι πιό πολύτιμη
απο την
Ευτυχία...
Έφυγες.
Εγώ σ'έδιωξα...
γιατί,
η Ευτυχία μας,
σκότωνε την
Ελευθερία μου...

-Δ-.

Δόθηκα,
με την ορμή της νιότης μου
και τον ενθουσιασμό
του καινούργιου.
Διάλεξα,
γιατί, όλοι με ήθελαν.
Διαπραγματεύτηκα
την ελευθερία μου,
με ανταλλάγματα
που τα πλήρωσα πολύ ακριβά.
Και στο τέλος,
Δήλωσα υποταγή
στο σύστημα...
Γιατί, κάποια πράγματα,
ΔΕΝ συγχωρούνται...

Σάββατο 28 Μαΐου 2011

-B-

Βγές,
δεν αντέχω πιά να "τα φυλάω".
Κουράστηκα
να μου κρύβεσαι.
Το παιχνίδι τελείωσε.
Βγες εαυτέ μου,
φανερώσου!
Σκοτείνιασε πιά,
και η μάνα μου
με φωνάζει.
Πρέπει να γυρίσω σπίτι.
1,2,3, "Φτού και Βγήκα"...

Τρίτη 24 Μαΐου 2011

-Α-

Για να ξεκουμπώσουν μια μέρα
οι καρδιές,
πρέπει να κουμπώσουν ενα βράδυ
τα σώματα.
Και τα φύλλα των δέντρων,
να γυαλίζουν στον ήλιο
μετά την βροχή...
Πόσο ακόμα,
είναι το "Ακόμα";
Πόσο μπορεί να Αντέξει ο Ανθρωπος;
Με το τελευταίο -Α-
του "κουράστηκΑ",
αρχίζει το "Αντέχω Ακόμα"!
Μα,
για πόσο Ακόμα;

Πέμπτη 12 Μαΐου 2011

ΟΛΑ ΦΟΒΟΣ, ΟΛΑ ΕΛΠΙΔΑ...

Τί είναι αραγε πιό δυνατό;
Και τα δυό μεσα στον κόρφο μου παρέα ζούν.
Ο φόβος και η ελπίδα.
Ποιό απ' τα δύο θα κερδίσει;
Σε κοιτάζω και φοβάμαι,
σε κοιτάζω και ελπίζω.
Και μόλις η ελπίδα χαράζει στα χείλη μου,
ο φόβος έρχεται και τα παγώνει.
Μου απλώνεις το χέρι
και νοιώθω την ζέστη της ψυχής σου.
Πάω ν'απλώσω να στο πιάσω,
και με παραλύει ο φόβος της ματιάς σου.
Ελπίζω και φοβάμαι.
Φοβάμαι να ελπίζω.
Πόσο καιρό θέλει η εμπιστοσύνη για να ξανάρθει
όταν σε εχει εγκαταλείψει;

Κυριακή 8 Μαΐου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΙΠΟΤΑ ΟΡΘΙΟ ΠΙΑ"...

Τίναξες τα βρεγμένα μπατζάκια του παντελονιού σου στο χαλί της εισόδου.
Και μπήκες μέσα.
Στα μάτια σου γυάλιζε ήδη ο διάβολος από το ποτό και τον θυμό.
Τίποτα δεν άφησες που να μην το διαλύσεις με τις κουβέντες σου!
Σε άκουγα να λές.
Μετά, σου ζήτησα να φύγεις. Έπρεπε.
Έφυγες...
Τελειώσαμε;
Τίποτα δεν είναι, τίποτα δεν μπορεί να ξαναγίνει πιά...
Εχουν όλα ήδη υπάρξει αλλοιώς!
Στα μάτια μου, στο μυαλό μου, έχω ακόμα τις εικόνες από τα λόγια σου...
Χαράχτηκαν στο μυαλό μου
λές και,
διαμάντι έκοψε γυαλί...
και το αίμα έτρεχε ποτάμι, μέχρι που στράγγιξε.
Ακόμα και όταν κλείσει η πληγή,
η ουλή μένει για πάντα.
Ακουμπάω δειλά τα δάχτυλά μου πάνω σ' εκείνο το σημείο,
και τινάζομαι από τον πόνο.
Πόσο χρόνο θέλει για να πάψεις να πονάς;

Πέμπτη 5 Μαΐου 2011

Το Μοντελο

Την κοιτούσε, έτσι όπως καθόταν στον καναπέ, μισόγυμνη, με το κομμάτι του υφάσματος επάνω στο σώμα της, ακριβώς εκεί που το είχε ο ίδιος τοποθετήσει λίγα λεπτά πριν.
Πήγε πίσω στον καμβά του, την ξανακοίταξε, από άλλη γωνία αυτή τη φορά.
Κάτι τον ενοχλούσε.
Κάπως το φώς έριχνε επάνω της μιά σκιά που δεν του άρεσε, κάποια γωνία του προσώπου της του φαινόταν λάθος. Και τα μάτια της, είχαν μιά περίεργη έκφραση, έβγαζαν μιά μελαγχολία που δεν την άντεχε, δεν την ήθελε, αυτός την έβλεπε, δεν μπορούσε να την αγνοήσει, και τον ενοχλούσε.
Άφησε κάτω πάλι τα μολύβια του, εκνευρισμένος.
Κάτι του έφταιγε, κάτι τον έκανε να μην μπορεί να αποτυπώσει στον καμβά αυτό που έβλεπε σ'αυτό το κορίτσι, αυτό που ένοιωθε όταν την κοιτούσε.
Είδε τα μάτια της να στενεύουν ανεπαίσθητα, ενώ έμενε εκεί, ξαπλωμένη στον καναπέ του ακίνητη, και τον κοιτούσε. Είδε την σκέψη που πέρασε απο μέσα τους.
Κινήθηκε προς τον καναπέ που εκείνη ήταν στημένη, ξαπλωμένη, με το μεταξωτό ύφασμα να καλύπτει μέρος του όμορφου κορμιού της, αφήνοντας γυμνή την ψυχή της.
Τώρα, βρισκόταν ακριβώς από πάνω της.
Κοντοτάθηκε και την κοίταξε ξανά, έκανε ενα βήμα πίσω, και μετά, έσκυψε και την πήρε στην αγκαλιά του.
Φιλήθηκαν με ενα άγριο πάθος, και ετσι όπως αυτή ήταν ήδη γυμνή και ξαπλωμένη στον καναπέ, βρέθηκε μέσα της πρίν καλά καλά να το καταλάβει.
Τώρα της χάϊδευε το πρόσωπο, τα μαλλιά, της φιλούσε το στήθος, τον λαιμό, αυτό τον ίδιο λαιμό που λίγο πριν προσπαθούσε να ζωγραφίσει, της ψιθύριζε πίσω από το αυτί λέξεις που ούτε και αυτός καταλάβαινε,και στο τέλος, της ακινητοποίησε το κορμί της πλέκοντας τις παλάμες των χεριών του με τις δικές της, και με ενα τελευταίο σπασμό και μια άγρια χαρά, έφτασαν και οι δύο ταυτόχρονα σε οργασμό, βγάζοντας μια πνιχτή κραυγή ανακούφισης, που έμοιαζε με εναν περίεργο, βαθύ αναστεναγμό.
Τώρα, ήταν και οι δύο ξαπλωμένοι αγκαλιά στο πάτωμα, χωρίς να μιλάνε, μόνο έχοντας ακόμα τις παλάμες των χεριών τους σφιχτά πλεγμένες.
Τώρα, ήξερε τί του έφταιγε τόσες μέρες με αυτό το μοντέλο τελικά.
Τώρα, συνειδητοποιούσε τι του συνέβαινε...
Δεν μπορείς να ζωγραφίσεις τον έρωτα!
Οταν είσαι εσύ ο ζωγράφος, ο,τι και να κάνεις, μπορεί να είναι καλό στα μάτια των άλλων, αλλά στα δικά σου, είναι πάντα, μια κακή, φτηνή απομίμηση αυτού που νοιώθεις...

Τετάρτη 4 Μαΐου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ"...

"Μερικές φορές, η απόγνωση σε φτάνει στα όρια σου.
Μία όμως είναι αυτή η φορά που πραγματικά τα αγγίζεις.
Εκεί είναι, που ανεβαίνεις επάνω στο κάγκελο και κοιτάς κάτω τον κόσμο να είναι στα πόδια σου, και μετά κοιτάς ψηλά, και ενώ ισορροπείς, επάνω στο λεπτό σιδερένιο δοκάρι, ανοίγεις τα χέρια σου διάπλατα και νοιώθεις την ανάγκη να πετάξεις.
Και αυτή η ανάγκη γίνεται μέσα στο μυαλό σου μιά άγρια χαρά, που σε συνεπαίρνει, και σε σπρώχνει σ' αυτό το ένα, το μοναδικό απαραίτητο βήμα.
Και μετά πετάς...
Προς τα πάνω, προς τα κάτω, τι σημασία έχει πιά;"...

Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Η ΓΟΜΟΛΑΣΤΙΧΑ"...

Χρησιμοποιούμε κάθε βράδυ
ξένα κορμιά, σαν γομολάστιχα.
για να σβήνουμε
ο ένας το κορμί του άλλου
από πάνω μας.
Μόνο που,
κάθε φορά, η γομολάστιχα ξεφεύγει
και λίγο παραπάνω...
και σβήνει μαζί
και ενα κομμάτι του εαυτού μας.
Και έτσι κάποια στιγμή,
θα χαθούμε τελείως
από την εικόνα.
Μετά,
κάθε πρωί,
μαζεύω τα ρινίσματα του είναι σου
σε ένα κουτάκι
και σε ξαναφτιάχνω
πάλι απ'την αρχή.
Και έτσι αντέχω την ημέρα...

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΝΑ ΣΥΝΝΕΦΟ"...

Μια μέρα,
αγάπησα ενα σύννεφο.
Το περίμενα σαν ξημερώσει,
να μου κρύψει για λίγο τον ήλιο,
και μόλις η σκιά του έπεφτε πάνω μου,
ξυπνούσα και του χαμογελούσα.
Οταν έβγαινα έξω στη λιακάδα,
μου έπαιζε παιχνίδια,
παίρνοντας διάφορα σχήματα
μόνο για μένα...
Κοίταζα ψηλά στον ουρανό
και έβλεπα
το σύννεφό μου μεταμορφωμένο
σε μια τεράστια κάτασπρη καρδιά
να με κοιτάζει από ψηλά...
Και ήξερα,
οτι μ'αγαπούσε και 'κείνο.
Μα κάποια μέρα,
άρχισε να βρέχει.
Το σύννεφο έλιωσε
και οι χοντρες σταγόνες της βροχής
που έγινε,
έπεσαν πάνω μου
και με μούσκεψαν.
Και μετά ανακατεύτηκαν με την σκόνη
στα βρώμικα πεζοδρόμια της πόλης...
Και η αγάπη μας,
έγινε λάσπη.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Ανοιξιατικη βροχή"...

Βρέχει και ξεπλένει...
Την κίτρινη σκόνη,
την μυρωδιά σου απο το σπίτι.
Την παρουσία σου.
Βρέχει και ποτίζει το χώμα,
μουλιάζει τη γή,
μαλακώνει τον πόνο.
Της απουσίας σου.

Τρίτη 26 Απριλίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΕΣΑ ΑΠ' ΤΟ ΤΖΑΜΙ"...

Μέσα απ'το τζάμι σε κοίταζα, και αναρρωτιόμουν αν έφτανε η φωνή μου στ' αυτιά σου.
Τα μάτια σου που με κοιτούσαν κάτι μου έλεγαν, αλλά το τζάμι ήταν εκεί, ανάμεσα μας, και δεν μπορούσα να σ' ακούσω... ούτε σ' έβλεπα.
Ο ήλιος με τύφλωνε, ετσι όπως έπεφτε πάνω στο τζάμι, και έκανε αδύνατη την επικοινωνία μας.
Το "Αττικό φώς" !!!
Μαγικό και Αδυσώπυτο!
Να μας κόβει στα δυό.
Εσύ απ'εξω και 'γώ από μέσα.
Εσύ από την μιά μεριά, και 'γω από την άλλη.
Και ανάμεσά μας, το Φως.
Να μας ξεκουφαίνει...
Και τί ήθελε η φωνή σου να μου πεί, και τί ήθελε η δική μου να σου απαντήσει, να μην γίνεται...
Σαν τα χέρια μας, που ακουμπούσαν το ένα το άλλο, αλλα ανάμεσά τους ήταν το τζάμι.
Και έτσι τελικά, ποτέ δεν σ'αγγιξα...

LETTERS TO AN IMAGINARY EX LOVER." 24 ΧΡΟΝΙΑ ΠΡΙΝ"...

" Γιατί δεν παντρευτήκαμε τότε;"
"Δεν μου το ζήτησες ποτέ" .
Αλλά, και αν μου το είχες ζητήσει τότε, θα είχαμε χωρίσει... αργότερα.
Αγάπη μου!
Πέρασαν 24 χρόνια από τότε...
Τώρα πίνουμε οι δυό μας καθισμένοι στα σκαμνιά του μπάρ και αναρωτιέσαι τι;
Ο,τι και να είχε γίνει τότε, θα είχε τελειώσει... λίγο καιρό μετά...
Όμως "εμείς", δεν είχαμε τελειώσει...
Και η απόδειξη είναι εδώ...
Πάμε έξω να καπνίσουμε ενα τσιγάρο. Δεν πήγαμε ποτέ μαζί τελικά στην Κωνσταντινούπολη... ίσως να πάμε για μήνα του μέλιτος... τελικά...
Θα σου δείξω όλα όσα έμαθα περπατώντας με τους άλλους στα σοκάκια της... Και θα ανακαλύψουμε καινούργια περάσματα παρέα... Τώρα ξέρω να αποφύγω τις κακοτοπιές...
Και σύ, μου έχεις πιά εμπιστοσύνη πιά... Το νιώθω!
Τώρα αφήνεσαι να σε παρασύρω στίς τρέλλες του μυαλού μου... παλιότερα δεν ήθελες...δεν ήξερες, δεν μπορούσες...
Τώρα, κρατάς το χέρι μου και με ακολουθείς...
Τελικά, καλύτερα που περιμέναμε...
Τώρα, μπορούμε να ξεκινήσουμε...
Νομίζω οτι είμαστε έτοιμοι...

Τετάρτη 20 Απριλίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΟ ΧΑΜΕΝΟ ΝΗΣΙ"...

Στο οπισθόφυλλο έγραφε το όνομά της και την ημερομηνία. "Ιούνιος 1980".
Πήρε το μολύβι που είχε και σημείωνε καθώς διάβαζε, και συμπλήρωσε από κάτω. Απρίλιος 2011.
Τριανταένα χρόνια μετά...
Το ίδιο βιβλίο, άλλος αναγνώστης, άλλη ζωή!
Πόσα της έκρυβαν τότε οι σελίδες του! Πόσα τα μάτια της δεν μπορούσαν να δούν, το μυαλό της δεν καταλάβαινε, η καρδιά της δεν ήξερε να αναγνωρίσει!
Ακούμπησε το βιβλίο στο πάτωμα, δίπλα της, έσβησε το φώς, και με τα μάτια ανοιχτά, κοιτούσε το ταβάνι στο σκοτεινό πια δωμάτιο.
Αφησε το μυαλό της να γυρίσει πίσω, 31 χρόνια πίσω, προσπάθησε να θυμηθεί...
Μάταια. Μόνο δάκρυα κατάφεραν να κυλήσουν από τα μάτια της, οι αναμνήσεις της όλες είχαν γίνει ενα δάκρυ νοσταλγίας, με μια γεύση πικραμύγδαλου.
Από 'κείνα τα μπαλάκια μαρτσιπαν που αγόραζε και έτρωγαν το βράδυ στο κρεβάτι... Στο νοικιασμένο δωμάτιο της κυρίας Ελένης, στο Νυδρί...
Γύριζαν από τη θάλασσα αργά το απόγευμα με το φουσκωτό, το άφηναν μπροστά στο σπίτι, και μετά, εμπαιναν μέσα στο δωμάτιό τους, και με τις ώρες, έμεναν ξαπλωμένοι, αγκαλιασμένοι, να τρώνε μάρτσιπαν με γεύση πικραμύγδαλου, να ανακαλύπτουν δειλά δειλά τον έρωτα, ανακατεμένο με το αλάτι της θάλασσας και τον ιδρώτα του καλοκαιριού, και την ζέστη του μικρού δωματίου.
Σιγανά και με ντροπή, γιατί ακόμα ήτανε παιδιά και ντρέπονταν, σιγά, να μην τους ακούσουν από δίπλα, σιγά, γιατί και οι ίδιοι δεν είχαν ακόμα καλά καλά ανακαλύψει τις φωνές τους.
Την είχε συνεπάρει τότε η λύσσα του ήρωα, αυτή η άγρια δίψα του για τη ζωή και για τον έρωτα.
Κάπου μέσα της, την ένοιωθε να φουντώνει ίδια και σε "κείνη, αλλά, ήταν μικρή, ακόμα, και δεν ήξερε, την φοβόταν περισσότερο από οτι τη λαχταρούσε.
Μετά, το φθινόπωρο, χωρίσανε, εκείνη έφυγε, για σπουδές, την άρπαξε ο αέρας του βιβλίου λές, τώρα που το σκέφτεται, ετσι κάπως έγινε.
Σαν να την άρπαξε η φουρτούνα , ο ίδιος χαλασμός που περιέγραφε ο Καραγάτσης στο βιβλίο του.
Και ξημέρωσε σε άλλη γή, σε άλλη ήπειρο.
Και μετά σε άλλη, και σε άλλη...
Είδαν τα μάτια της πολλά. Ένοιωσε το κορμί της περισσότερα...
Πόνεσε, απόλαυσε, αγάπησε, μίσησε.
Αγάπησε χωρίς να την αγαπήσουν, και την αγάπησαν χωρίς να μπορέσει να αγαπήσει.
Εμεινε στέρφα η κοιλιά της απο τον σπόρο, άδεια η ζωή της από γέλια παιδικά... Δική της ήταν η επιλογή...
Την είπαν πριγκήπισσα και πόρνη, σκληρή, φτερό από πούπουλο και μετάξι...
Σαλώμη και Κασσιανή...
Μαρία και Μαγδαληνή...
Θησαυρό ζωής, Κινούμενο Παραμύθι...
Της ψιθύρισαν στο αυτί πως ήταν τυχεροί που την είχαν, και οταν αυτή έφευγε, την καταριόντουσαν και την έλεγαν "σκύλα"...
Μέσα στο σκοτάδι του δωματίου της τώρα, μόνη πάνω στο διπλό κρεβάτι της, αυτό που φιλοξένησε κατά καιρούς τους έρωτες της ζωής της!
Που μόνο αυτό ήξερε τους μυστικούς πόνους του κορμιού και της ψυχής της, έψαχνε να βρεί τον ύπνο,
έψαχνε να βρει ενα χαρτομάντηλο να σκουπίσει τα μάτια της...
Τριαντα ένα χρόνια μετά, πήρε από το πάτωμα το βιβλίο και το ακούμπησε πάνω στο στήθος της.
Το ένοιωσε να ανεβοκατεβαίνει μαζί με την καρδιά της...
Γύρισε στο πλάϊ, έριξε την κουβέρτα πάνω της έκλεισε τα μάτια της και αφέθηκε να την πάρει ο ύπνος...

Τρίτη 19 Απριλίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΣΑΛΩΜΗ - ΚΑΣΣΙΑΝΗ"...

ΣΑΛΩΜΗ - ΚΑΣΣΙΑΝΗ.

Και έρχεσαι τώρα και μου ζητάς συγγνώμη!
Να σου συγχωρέσω τι;
Εγώ, η πιο αμαρτωλή, απ’ όλους!
Εγώ, που δεν μπορώ πρώτα απ’ όλα,
να συγχωρέσω τον εαυτό μου.
Για όλα μου τα κρίματα...
Τι άφεση αμαρτιών να δώσω;
Γιατί σ’ αγάπησα;
Γιατί σε φρόντισα;
Γιατί σε άφησα;
Γιατί κοίταξα να σωθώ
Απ’ τον εαυτό μου
και από σένα;
Φύγε...
Άσε με τυλιγμένη στα πέπλα μου.
Να χορεύω τις νύχτες
περιμένοντας να ξημερώσει
και να μου φέρουν
να φιλήσω τα χείλη σου
από το κομμένο κεφάλι!

Δευτέρα 18 Απριλίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Η ΧΑΜΕΝΗ ΑΘΟΩΤΗΤΑ"...

Την θυμάμαι τόσο καθαρά, εκείνη τη στιγμή....
Την στιγμή της χαμένης μου πιά αθωότητας...
Εκείνη τη στιγμή, που χάθηκε από τα μάτια μου εκείνη η λάμψη τους και αντικαταστάθηκε από μιά γλυκειά μελαγχολία.
Εξακολούθούσαν να γελούν, τα μάτια, αλλά, μια αδιαόρατη θλίψη είχε περάσει μέσα από το γέλιο τους, και οταν λαμπύριζαν δεν ήξερες αν ήταν απο ευτυχία ή απο δάκρυα που δεν κυλούσαν, πιά...
Μετά, πέρασαν τα χρόνια, και ταξίδεψαν τα μάτια μου.
Είδαν πολλά.
Έκλαψαν πολύ.
Τυφλώθηκαν από κάλπικες υποσχέσεις.
Πικράθηκαν από λόγια που δεν έγιναν ποτέ πράξεις.
Θύμωσαν και άστραψαν.
Έμαθαν να κοιτάνε ίσια εμπρός,
κατάματα την αλήθεια.
Στέρεψαν απο δάκρυα.
Και έτσι όπως στέγνωσαν πιά,
Αφησαν να φανεί ξανά,
αυτή η χαμένη λάμψη της αθωότητας.
Που τελικά, δεν είχε ποτέ χαθεί.
Ηταν πάντα εκεί,
καταχωνιασμένη στο πιό βαθύ
κομμάτι της ψυχής ...

Σάββατο 16 Απριλίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Πάσχα"...

Σάββατο μεσημέρι, Σάββατο του Λαζάρου, με την Μεγάλη Εβδομάδα να ξεκινάει, το Πάσχα να είναι μόνο εφτά μέρες μπροστά και την Άνοιξη να μας παίζει, μιά κρύο, μιά ζέστη, μιά λιακάδα, μιά συννεφιά και ψιλόβροχο, και την κίτρινη σκόνη της γύρης να σκεπάζει τα πάντα. Από τα φύλλα των δέντρων μέχρι τα κρυφά μας μυστικά και τις συννεφιές της ψυχής μας...
Οι μυρωδιές της Άνοιξης δεν σε αφήνουν να ησυχάσεις. Περνάνε μέσα απο τα ρουθούνια σου και σου τρυπάνε το μυαλό... Σε μεθάνε, σε τυλίγουν σε μιά γλυκιά ζάλη, σαν νά 'χεις καπνίσει το πιό γλυκό χασίσι του κόσμου και μένεις ακίνητος, ανίκανος να αντισταθείς, μέσα στην γλυκιά αποχάυνωση ...
Κάποιες μουσικές, βαθειά μέσα στο μυαλό σου. Τις ακούς χωρίς να ξέρεις τι ακριβώς είναι... αλλά είναι όμορφες, σε κάνουν να θές να στροβιλιστείς στο ρυθμό τους...
Να! Τώρα έβγαλε ήλιο. Τα πλακόστρωτα είναι ακόμα υγρά απο την πρωινή βροχή, αλλά οι αχτίδες του με τυφλώνουν και τα φύλλα γυαλίζουν στις σταγόνες που εχουν ακόμα μείνει πάνω τους...και αυτό το φώς, σε στέλνει κατευθείαν σε άλλους κόσμους, χωρίς το βάρος του κορμιού σου, χωρίς την κούραση της ψυχής σου, εκεί που είναι όλα φώς, όλα είναι οπως λέει και ο ποιητής, "ordre et beauté, Luxe, calme et volupté"...
Αυριο αρχίζει ακόμα μιά Μεγάλη Εβδομάδα των Παθών...

Τετάρτη 13 Απριλίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΑΝΟΙΞΗ"...

Στεκόταν εκεί, στη μέση του δρόμου, πάνω στη διαχωριστική γραμμή, ακίνητη, χτυπημένη.
Την είδα από μακρυά, και οπως οδηγούσα, προσπάθησα να φέρω το αυτοκίνητο λίγο πιό δεξιά, για να αποφύγω να περάσω απο πάνω. Και εκείνη τη στιγμή, την είδα να κάνει μιά ύστατη προσπάθεια να κουνηθεί, να κρατηθεί από την ζωή. Προσπάθησα να πατήσω φρένο, να σταματήσω, μα τα αυτοκίνητα έρχονταν και απο τις δύο μεριές του δρόμου βιαστικά, κανείς δεν είχε χρόνο να δώσει βοήθεια σε ενα χτυπημένο γατί.
Μέχρι να μπορέσω να στρίψω και να γυρίσω πίσω, ήταν ήδη αργά. Ποιός ξέρει πόσα αυτοκίνητα είχαν περάσει πάνω από το άψυχο πια ζώο. Εκείνο εξακολουθούσε να βρίσκεται στη μέση του δρόμου, κανείς δεν είχε σκεφτεί να σταματήσει και να το φέρει στην άκρη του δρόμου, και δεχόταν τα βιαστικά αυτοκίνητα να περνάνε πάνω από το σώμα του...
Λίγο αίμα είχε τρέξει από το στόμα του και είχε κάνει ενα σκούρο λεκέ στην άσφαλτο.
Και οπως βράδιαζε, ο λεκές γινόταν ενα με τον δρόμο προσπαθώντας λές να σκεπάσει την ανθρώπινη αδιαφορία...
Ηταν ένα μικρό γατάκι. Είχε περάσει όλο το κρύο του χειμώνα, και είχε καταφέρει να τα βγάλει πέρα...
Και σήμερα, ενα ανοιξιάτικο απόγευμα Τετάρτης, λίγο πρίν από το Πάσχα, κοίτοταν στη μέση του δρόμου, σαν ενας μικρός Εσταυρωμένος που μόλις είχε λυτρωθεί απο τα Πάθη του...

Κυριακή 27 Μαρτίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΣΤΗΝ ΑΔΕΙΑ ΠΛΑΤΕΙΑ"...

Πήραμε τα χοτ ντογκς και απομακρυνθήκαμε απο την καντίνα.
Η άδεια πλατεία, μπροστά μας.
Μέσα στο χειμωνιάτικο κρύο , με τα παγκάκια έρημα και τα φώτα θαμπά από τη νοτισμένη ατμοσφαιρα της βραδιάς, και την υγρασία σχηματισμένη σε χοντρές σταγόνες, σαν να είχε βρέξει λίγο πρίν...
Μπορεί, και να είχε βρέξει .
Είχαμε βγεί απο το μπαράκι της απέναντι γωνίας, μετά από αρκετές ώρες και ακόμα περισσότερα ποτά.
Πεινασμένοι, ζαλισμένοι, ερωτευμένοι.
Τα στομάχια μας κόμπος, χωρίς να ξέρουμε με σιγουριά την αιτία.
Καθίσαμε στο βρεγμένο παγκάκι δίπλα δίπλα, ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο σου και συνέχισα να τρώω σιωπηλή.
Μουσικές άπειρες, έπαιζαν στο μυαλό μου, από τα προηγούμενα τραγούδια του μπαρ...
Και η σιωπή της άδειας πλατείας, το ωραιότερο απ' όλα όσα είχαμε μέχρι τότε ακούσει.
Μοιραστήκαμε ενα μπουκάλι νερό, κάτι σού'πα για το νερό που πρέπει να πίνεις, οταν εχεις πιεί πολύ αλκοόλ, πετάξαμε τα σκουπίδια στο καλάθι.
Φιληθήκαμε, εκεί, δίπλα στο σκουπιδοτενεκέ, κάτω από το θαμπό φώς του Δήμου, στη μέση της άδειας πλατείας...
Αγκαλιασμένοι φτάσαμε στο αυτοκίνητο, μου κρατούσες το χέρι σε όλη τη διαδρομή, μέχρι να φτάσουμε στο σπίτι...
Αγκαλιά μας πήρε ο ύπνος, και ξυπνήσαμε αγκαλιασμένοι το πρωί...
Εχουν περάσει πολλα χρόνια από τότε...
Η πλατεία, εξακολουθεί να είναι η ωραιότερη που εχω δεί μέχρι τώρα στη ζωή μου...

Σάββατο 26 Μαρτίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΑ ΣΠΑΣΜΕΝΑ ΚΟΜΜΑΤΙΑ"...

Κοίταζε κάτω στο πάτωμα, ανάμεσα στα πόδια της, τα σπασμένα κομμάτια της κούκλας.
Δεν ήξερε πως έπρεπε να αντιδράσει, δεν ήταν σίγουρη αν έπρεπε να κλάψει, να χαρεί, ή να γελάσει.
Της είχε φύγει ενα βάρος, είναι αλήθεια, μόλις άκουσε το "κρακ", ανάμεσα στα πόδια της.
Σαν να είχε επιτέλους πάρει τέλος , ενα μαρτύριο που κράταγε χρόνια.
Το καθάρισμα της πολύτιμης πορσελάνινης κούκλας, που ήταν οικογενειακό κειμήλιο, που πέρναγε από γενιά σε γενιά!
Και έτσι, υποχρεωτικά την είχε και αυτή παραλάβει, θέλοντας και μή, οταν παντρεύτηκε και μετακόμισε στο δικό της σπίτι.
Την έβλεπε τόσα χρόνια στο πατρικό της και την είχε σιχαθεί...
Και οταν η μάνα της την έφερε στο καινούργιο σπίτι, έψαχνε με αγωνία να βρεί, που θα μπορούσε να την βάλει για να φαίνεται όσο το δυνατόν λιγότερο...
Την καταχώνιασε σε κάποιο σημείο της βιβλιοθήκης, ανάμεσα σε ανάκατα βιβλία, και μόνο οταν έπρεπε να κάνει τραπέζι τους συγγενείς, την έβγαζε από κεί και την ακουμπούσε πάνω στο τραπεζάκι να "φαίνεται"...
Ετσι είχε γίνει και χτές...
Μετά το χωρισμό της με τον άντρα της, ήταν η πρώτη φορά που έκανε στο σπίτι της τραπέζι τους συγγενείς, "έπρεπε", είχε πεί η μάνα της, για να δουν όλοι πως ήταν καλά, πως συνέχιζε τη ζωή της και ήταν χαρούμενη...
Μα τι ίδέα!
Φυσικά και ήταν χαρούμενη. Φυσικά και ήταν καλά. Στο κάτω κάτω, αυτή το είχε ζητήσει το διαζύγιο, αυτή είχε αποφασίσει οτι μέχρι εδώ ήταν...
Ολα αυτά τα τυπικά οικογενειακά "πρέπει", την έκαναν πάντα έξαλλη. Αλλά δεν εύρισκε νόημα στο να διαπληκτίζεται με την μητέρα της... Κάθε φορά που πήγαινε να ανοίξει το στόμα της, σκεφτόταν μια δεύτερη φορά, έλεγε μέσα της, "τι νόημα εχει;" και δεν μιλούσε.
Και ετσι, έστρωσε το τραπέζι, στόλισε τα βάζα με λουλούδια, έβγαλε και την περίφημη κούκλα από την κρυψώνα της και την "κοτσάρισε" εκεί μπροστά , να φαίνεται, πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού.
Και τώρα, αφού είχαν όλοι φύγει πιά, ευχαριστημένοι και ήσυχοι, οτι ήταν καλά, μόνη πιά, στην ηρεμία του άδειου σπιτιού, καθάρισε τα τασάκια, τακτοποίησε τα μαξιλάρια στους καναπέδες, και έπιασε την κούκλα για να την ξανακρύψει...
Και όπως έκανε να πάει προς τη βιβλιοθήκη, το τακούνι της πιάστηκε από τα κρόσια του χαλιού, κι'αυτό της μαμάς της, αλλά δεν φαινόταν πολύ, σχεδόν καθόλου αφού το σκέπαζε το τραπέζι του σαλονιού και το έκρυβαν οι καναπέδες, οπότε, "δεν βαρυέσαι"....
Και ένοιωσε να σκοντάφτει, να πέφτει, και στην προσπάθειά της να κρατηθεί όρθια, άνοιξε τα χέρια της για να πιαστεί από κάπου, και άφησε την κούκλα να πέσει κάτω...
Ενα κρακ ήταν όλο κι' όλο...
Τώρα, κοιτούσε τα σπασμένα κομμάτια που κοίτονταν στα πόδια της αμήχανη...
Εμεινε έτσι για λίγα λεπτά.
Μετά, κοίταξε το παπούτσι της, να δεί μήπως χάλασε το τακούνι από το τράβηγμα, κοίταξε τα κρόσια του χαλιού με ευγνωμοσύνη, σχεδόν ένοιωσε συμπάθεια και για το χαλί, δεν ήταν και τόσο κακό, στο κάτω κάτω...
Κοίταξε και την σπασμένη κούκλα, και ξέσπασε σε ενα τρελλό, δυνατό γέλιο, που στο τέλος έκανε τα μάτια της να δακρύσουν και δεν ήξερε πιά, αν γελούσε ή αν έκλαιγε, αλλά για τούτο μόνο ήταν σίγουρη...
Αυτά τα δάκρυα, ήταν δάκρυα χαράς και ανακούφισης, ήταν δάκρυα ελευθερίας και λύτρωσης...
Μάζεψε τα σπασμένα κομμάτια σε μια σακούλα σκουπιδιών, και τα έρριξε στο σκουπιδοντενεκέ.
Και μετά, έβαλε μουσική και ξάπλωσε στο κρεβάτι της ευτυχισμένη...
Σήμερα, τί παράξενο αλήθεια, ήταν η πρώτη φορά που ένοιωθε το σπίτι της αληθινά δικό της!

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΕΚΤΟΣ"...

Το ένατο όγδοο, μιάς μουσικής,
που δεν κατάφερα ποτέ,
ν'ακούσω...
Αυτή ήταν πάντα η ζωή μου.
Ενα ληξιπρόθεσμο γραμμάτιο,
ενός δανείου που είχε λήξει,
πρίν καν το πάρω.
Μιά ανάσα ,
που είχε αφήσει το κορμί μου,
ήδη,
πριν αυτό ξεψυχήσει...
Το περίσσευμα
ενός κύκλου,
που είχε κλείσει
πριν προλάβω
να μπώ μέσα...
Και πάντα θα έμενα εκτός...

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. "ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ"...

Με πήρε η μυρωδιά, μπήκε μέσα στα ρουθύνια μου, και 'γω δεν ξέρω πώς.
Αφού, καμμιά πρίπτωση να υπάρχει μέσα στο καταχείμωνο τέτοιο λουλούδι εδώ τριγύρω δεν υπάρχει.
Τι περίεργα παιχνίδια που παίζει το μυαλό μας!
Ξύπνησα μέσα στη νύχτα και νόμιζα οτι ήμουν κάτω στην Αφρική, μου μύριζαν τα λάνγκι λάνγκι, ερχόταν η δροσιά από τον Ινδικό να μου δροσίσει το κορμί, και ήμουν εδώ, στο σπίτι μου, κουλουριασμένη στα φανελένια μου σεντόνια με το καλοριφέρ αναμμένο. Και εξω φυσούσε και έκανε κρύο...
Και έτσι ξαφνικά, θέλησα να βρεθώ πάλι πίσω, στο "σπίτι" μου, στην μαγική εκείνη νύχτα, με τις μυρωδιές, και με τ'αστέρια του Νοτιά καρφωμένα στον ουρανό, και τον Σταυρό του Νότου να με κοιτάει από ψηλά και να μου λέει οτι δεν πρόκειται να του ξεφύγω ποτέ πιά, και οτι πάντα θα θέλω να γυρίζω να τον βρίσκω, όπου και αν πάω, όπου και αν βρίσκομαι στον κόσμο...
Σε 'κείνη την ηρεμία του Ινδικού, που σε ναρκώνει με το πήγαιν-έλα του, που δεν κουράζεται να ξεβράζει κάθε 12 ώρες τα μυστικά του βυθού του, στην επιφάνεια, και να μου τα δείχνει να χάσκουν ξεδιάντροπα.
Κοράλλια, καβούρια, πεταλίδες, φύκια, αρμύρα και θαλασσινό νερό, ίσα ίσα τόσο, για να αντέξουν , μέχρι να γυρίσει και να τα σκεπάσει πάλι, για να πάρουν ανάσα, να ζωντανέψουν ξανά...
Και 'γω, να μένω εκεί, ασάλευτη, ανίκανη να κουνηθώ, να αντιδράσω, μόνο να αναπνέω την ομορφιά του, ναρκωμένη...
Να φεύγει το νερό, να τραβιέται μέσα βαθειά, και γώ, να περιμένω ακίνητη, με τις ώρες, να ξαναγυρίσει να με σκεπάσει, να με δροσίσει ξανά, να τσούξει το αλάτι και να γιατρέψει τις πληγές...
Γιατί αν δεν πονέσουν , αν δεν σε τσούξουν οι πληγές, δεν γιατρεύονται τελικά...
Αλάτι και ιώδιο, και οι μυρωδιές από τα λάνγι λάνγκι, και απο τα νυχτολούλουδα, και ο Σταυρός του Νότου από ψηλά , να σε κοιτά και να σου λέει να πιστέψεις...
Σε τί? Σε ποιόν?
Μα, σε σένα, στον εαυτό σου, στα χέρια σου, στα μάτια και τις αισθήσεις σου, σ 'αυτά που αναπνέεις και ζείς, εκείνη τη στιγμή.
Γιατί, μόνο για 'κείνη τη στιγμή μπορείς νά'σαι σίγουρος.
Ολα τ'αλλα, μπορεί και να μην υπήρξαν, και να μη συμβούν ποτέ...

Τετάρτη 23 Μαρτίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΝΑ ΚΟΙΜΗΘΩ"...

Να μπορούσα να κοιμηθώ,
να μην σκέφτομαι,
να μπορούσα να κοιμηθώ,
να μην χρειάζεται να μετράω.
Να μπορούσα να κοιμηθώ.
Και να μην ξυπνήσω πιά...

Τρίτη 22 Μαρτίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΦΩΤΙΑ"...

Μιά απέραντη χωματερή
κατάντησε η ψυχή μου.
Που αδειάζει μέσα της
ο καθένας ,
τα σκουπίδια του.
Και όσο σαπούνι και νερό
και αν τρίβει
το κορμί μου,
η μπόχα δεν φεύγει.
Γιατί έρχεται από μέσα μου.
Ενα μπουκάλι οινόπνευμα
θα πιώ
κάποια στιγμή...
και μετά,
θ'ανάψω ενα σπίρτο
και θα το καταπιώ.
Να τα κάψω όλα.
Για να αναπνεύσω αέρα καθαρό,
μέσα απ΄τ' αποκαϊδια...

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΜΑΘΕΣ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ"...

Ποτέ δεν έμαθες την αλήθεια...
'Ετσι το θέλησα. Αλλά, και σύ, δεν ρώτησες...
Ποτέ δεν σε άφησα να καταλάβεις πόσο δύσκολα πέρασε για μένα όλος αυτός ο καιρός...
Δεν είσαι εσύ για τέτοια μάτια μου...
Ο δικός σου ο κόσμος είναι πασπαλισμένος με ζάχαρη άχνη και χρυσόσκονη... Το ξέρω, γιατί τέτοιος ήταν και ο δικός μου κάποτε.
Γι'αυτό δεν θέλησα ποτέ να σου πώ την αλήθεια.
Τί νόημα θα είχε άλλωστε; Δεν ήταν θέμα περηφάνειας, απλή διαπίστωση ήταν.
Και να τα άκουγες, δεν θα μπορούσες να τα καταλάβεις... Δεν τα χωράει το μυαλό σου... Δεν μπορείς ούτε καν να φανταστείς οτι μπορεί να συμβαίνουν αυτά...
Προστατευμένος στην ασφάλεια της δικής σου ζωής, μέσα στον ζεστό και ασφαλή μικρόκοσμό σου, κάπου έχεις ακούσει ότι συμβαίνουν και τέτοια. Καμμιά φορά, η δουλειά σου σε φέρνει και αντιμέτωπο με παρόμοιες καταστάσεις, αλλά, μένουν όλα στα χαρτιά, κλεισμένα μέσα στους πολύχρωμους φακέλλους των διαφόρων υποθέσεων.
Δεν σε αγγίζουν, Δεν μπορείς, και δεν θέλεις να ξέρεις πως είναι στην πραγματικότητα...
Εσύ, πονάς γιατί στην γυμναστική σου τραβήχτηκε ενας μύς... εγώ πονάω γιατί πεινάω...
Εσύ, πέφτεις από το άλογό σου... εγώ, δεν έχω δύναμη να σηκώσω κεφάλι από τις σφαλιάρες της ζωής!
Εσύ, δεν ξέρεις ποιό αυτοκίνητο να διαλέξεις από τη συλλογή σου, για την βόλτα σου... εγώ, δεν έχω να βάλω βενζίνη για να πάω στη δουλειά μου!
Σε κοιτάω και δεν μπορώ να σταματήσω να σε αγαπάω γι'αυτή σου την αφέλεια, για την αθωότητα και την ανεμελειά με την οποία αντιμετωπίζεις την ζωή σου.
Σε κοιτάζω και σε χαίρομαι, γιατί, εγώ δεν μπορώ πιά, τίποτα να χαρώ...
Μόνο να κλέβω λίγη από την χαρά σου μπορώ, όταν με κοιτάς, να νοιώθω λίγο ζωντανή, λίγο όμορφη, μέσα από τα μάτια σου, μέσα απο το χαμόγελό σου, μέσα απο τη σιγουριά που έχεις γι' αυτή τη ζωή, που εμένα με ποδοπάτησε και με τσάκισε...
Να σ' αγκαλιάσω ήθελα και να σου πώ ευχαριστώ, αλλα φοβάμαι να χαρώ πιά, ξέχασα πως είναι να χαίρεσαι...
Και έτσι, χαμήλωσα τα μάτια μου, και έστρεψα το βλέμμα μου αλλού. Μόνο την φωνή σου άκουγα και δεν την χόρταινα...
Και φεύγοντας, κατάπια δυό δάκρυα που ήταν έτοιμα να με προδόσουν...

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΑΤΙ"...

Κάτι παίζει με την ψυχή μου...
Κάτι με βάζει σε αγωνία,
με πειράζει, με κάνει κουρέλι...
Κάτι, έρχεται και φεύγει,
σαν περαστικό...
Κάτι δίνει νόημα στη ζωή μου.
Κάτι , που μοιάζει με αλάτι στο φαγητό,
ή στις πληγές;
Κάτι, ώρες ώρες με τρελλαίνει...
Κάτι που μου μοιάζει απελπιστικά γνώριμο
αλλά, δεν μπορώ ακριβώς να το προσδιορίσω.
Κάτι,
που τελικά,
είμαι εγώ!
Κάτι, ή, μπορεί και τίποτα...

Δευτέρα 14 Μαρτίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Σ' ΑΓΑΠΩ"...

Σ' αγαπάω!
Αγαπάω τρυφερά κάθε σου κίνηση,
κάθε κομμάτι του κορμιού και της ψυχής σου.
Αγαπάω σε σένα,
όλα οσα μπορώ να καταλάβω,
και λάτρεύω τα άλλα,
αυτά που δεν θα κατορθώσω να καταλάβω ποτέ!
Αγαπάω τον τρόπο που δεν με νοιώθεις πάντα,
τον τρόπο που ψάχνεις ή δεν ψάχνεις την ψυχή μου.
Σ' αγαπάω όταν "διαβάζεις" τα μάτια μου,
κι΄όταν, νομίζεις πως τα ξέρεις...
και δεν "βλέπεις" τίποτα.
Αγαπάω απελπισμένα όταν το κορμί μου σου μιλά και το νοιώθεις,
μα, περισσότερο,
σ' αγαπώ όταν
η ψυχή μου σου φωνάζει
και σύ,
δεν ακούς...
Σ' αγαπάω όπως είσαι!
Αυτός που είσαι!
Σ΄αγαπάω γι' αυτά που είμαστε,
αλλά και για τ' αλλα,
αυτά που δεν θα καταφέρουμε να γίνουμε ποτέ...
Σ' αγαπάω, απλά σ' αγαπάω...

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΜΟΝΟ"...

Μιά κουβέντα σου μόνο, έφτανε...
Μιά λέξη, το άκουσμα της φωνής σου στο ακουστικό...
Σαν χάδι και σαν χαστούκι, σαν μαχαιριά και βάλσαμο μαζί, σαν την "δόση", που ξέρεις οτι θα σε σκοτώσει αλλά δεν μπορείς να την αρνηθείς...
Να σε δώ, να σε αγγίξω, να χωθείς μέσα μου!
Να μην σε αφήσω ποτέ να φύγεις.
Έτσι να μείνουμε πάντα, ο ένας μέσα στον άλλον.
Και την ίδια στιγμή, να σε αποφεύγω, να ψάχνω να βρώ δικαιολογία να μην σε δώ...
Να ξέρω οτι δεν πρέπει!
Οτι μια φορά, δεν θα φτάσει, οτι η μιά φορά θα φέρει την άλλη, και μετά, θα περιμένω την επόμενη, που δεν θά 'ρχεται, και θα με σκοτώνει λίγο λίγο, σιγά σιγά...
Και μόνο η αγκαλιά σου να είναι οτι θέλω,
οτι εχω ανάγκη.
Μόνο το δικό σου το κορμί να θέλω μέσα μου,
μόνο την δική σου τη φωνή να θέλω να ακούω να βογγά και να μου παραδίνεται,
μόνο εσένα να θέλω να με βλέπει να σπαρταράω,
μόνο κάτω απ'του δικού σου κορμιού το βάρος, να μπορώ ν' αντέξω τα πάντα,
να μπορώ να γίνω δυνατή, να νοιώθω όμορφη!
Κανενός άλλου τα χέρια να μην αντέχω να χαϊδεύουν το κορμί μου!
Και τα δικά σου χέρια να ανήκουν σε κάποιαν άλλη!
Κάποιας άλλης το δαχτυλίδι είναι περασμένο στο δάχτυλό σου, σε κάποιαν άλλη υποσχέθηκες να της κρατάς το χέρι στα δύσκολα.
Και 'γω, να ξέρω, πως όσο και αν μου απλώσεις το χέρι σου,
ποτέ δεν θα φτάσει να ακουμπήσει το δικό μου.
Και πάντα μόνη μου θά 'μαι οταν το χέρι σου θα ζητάω...

Δευτέρα 7 Μαρτίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. "ΚΛΕΙΣΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ"...

"Κλείσε τα μάτια σου"! μού 'πες...
Ήμασταν ξαπλωμένοι στο κρεββάτι και κοιτούσαμε από το γυάλινο ταβάνι , έξω , τον ουρανό με τα άστρα του, και εκείνο το μικρό, απειροελάχιστο καινούργιο φεγγαράκι της μιας μέρας, που διέγραφε την γρήγορη τροχιά του και πήγαινε για ύπνο νωρίς.
Εμείς, δεν κοιμόμασταν, ούτε ύπνο είχαμε... Αγκαλιασμένοι στο κρεβάτι, κοιτούσαμε ψηλά, μετρούσαμε τ' αστέρια, όσα τουλάχιστον μπορούσαμε να δούμε.
Ανάμεσα στα χάδια και τα φιλιά, κάθε φορά, χάναμε τον λογαριασμό και ξαναρχίζαμε απ'την αρχή...
Και πάλι, κάπου, κάποια στιγμή, χάναμε το μέτρημα, και καθώς γλιστρούσες μέσα μου και εγώ σε φυλάκιζα μέσα στο κορμί μου, τα αστέρια γινόντουσαν πάλι πιό πολλά, λές και ο ουρανός τα γεννούσε, από την δική μας ένωση...
Οσες οι κοφτές ανάσες μας, όσα τα λαχανιάσματά μας, τόσα και τ'αστέρια... τόσα και τα παιδιά μας...
Αυτά τα παιδιά, που δεν γεννήθηκαν ποτέ, γιατί, οι δρόμοι μας αλλού πήγαιναν μια ζωή, και ποτέ δεν υπήρχε χρόνος και των "δυό μαζί η αγάπη" που χρειάζεται για να γεννηθούν...
Και έμειναν γιά πάντα στον ουρανό , αστέρια, να φωτίζουν τις νύχτες μας από 'δώ και μπρος...
"Κλείσε τα μάτια σου!" σου είπα...
"Ορφέας"...
Αν είχαμε ενα γιό, θά'θελα να τον λέγαμε Ορφέα...σου ψιθύρισα...
Και όπως εσύ βογγούσες μέσα μου, μου απάντησες "θάλασσα"...
Και δεν ήξερα αν ήταν το όνομα της κόρης μας ή το κορμί μου που σε κρατούσε φυλακισμένο.

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. "ΔΕΝ ΘΕΛΩ"...

Δεν θέλω αγάπη μου να μου συγχωρήσεις το παρελθόν μου...
Αυτό, οποιο και αν ήταν πάει, έχει περάσει πιά...
Το μέλλον μου θέλω να μου συγχωρείς.
Κάθε μέρα.
Κάθε στιγμή.

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΚΑΠΟΤΕ"...

Κάποτε,
είχα πολλά...
Τώρα,
είμαι.
Μόνο.

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΑΓΑΠΗΣΑ"...

Αγάπησα ανθρώπους που με πρόδωσαν
και πρόδωσα τους ανθρώπους
που με αγάπησαν.
Αυτοί που με πρόδωσαν,
ήταν πιό πολλοί...
Αρα,
έχω αγαπήσει στη ζωή μου,
περισσότερο από οτι έχω αγαπηθεί...

Παρασκευή 25 Φεβρουαρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΣΑΝ ΚΟΥΚΛΑ ΑΠΟ ΠΟΡΣΕΛΑΝΗ"...

Θα στέκεις πάντα εκεί,
στο παράθυρο να κοιτάς έξω.
Τη ζωή, που περνάει
και ζεί, και αναπνέει, και πονάει.
Θα θέλεις να βγείς
και σύ,
να σε φυσήξει ο αέρας.
Αλλά,
ποτέ δεν θα μπορέσεις.
Ποτέ δεν θα σε αφήσουν...
Από αγάπη...
Για να μην σπάσεις...
Καταδικασμένη είσαι.
Να μείνεις πάντα
ενα αντικείμενο λατρείας
για τους άλλους...

Πέμπτη 17 Φεβρουαρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΠΕΡΠΑΤΗΣΑ"...

Περπάτησα,
όλα τα δρομάκια που είχαμε μαζί περπατήσει...
Πήγα,
σε όλα τα μπαρ που είχαμε πιεί από το ίδιο ποτήρι...
Χόρεψα,
ολους τους χορούς που είχαμε αγκαλιασμένοι χορέψει...
Κοίταξα,
τον ίδιο ουρανό, και το ίδιο ολοστρόγγυλο φεγγάρι.

Με κάποιον άλλον...
Ξανά.

Και ήταν διαφορετικοί οι δρόμοι,
άλλες οι γεύσεις των ποτών,
άλλοι οι ρυθμοί των σωμάτων μας,
άλλο το σχήμα του φεγγαριού,
διαφορετικοί οι αστερισμοί.

Αλλος ο πόνος,
Ιδια η Αγάπη....

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ. "ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ"...

Ήπιε την τελευταία γουλιά από το σφηνάκι της.
Πλήρωσε τον λογαριασμό, φόρεσε το παλτό της και τύλιξε το κασκόλ της, που μύριζε ακόμα την κολώνια του, γύρω από το λαιμό της σφιχτά.
Ήταν που είχε και αυτό το κρύωμα, αλλα πιό πολύ, ήθελε να τον νοιώθει γύρω από το σώμα της, ακόμα και αν ήταν σχεδόν θηλιά που της έκοβε την ανάσα το τόσο σφίξιμο...
Βγήκε στον έρημο δρόμο.
Δεν ήταν μακρυά το σπίτι της, και η νύχτα ήταν γλυκειά, παρά το κρύο...
Φτάνοντας στο περίπτερο σταμάτησε να αγοράσει πουράκια και γάλα για το πρωί.
Έπιασε για λίγα λεπτά κουβέντα με την κοπέλλα στο περίπτερο, και μετά, συνέχισε τον δρόμο της στην έρημη πόλη...
Περπατούσε σιγά, αργά, σαν να μην ήθελε να γυρίσει πίσω στο σπίτι, χαζεύοντας τις φωτισμένες βιτρίνες, παρόλο που τίποτα δεν της τραβούσε την προσοχή, τίποτα πιά δεν της άρεσε, τίποτα δεν λαχταρούσε να αποκτήσει...
Να φύγει μόνο ήθελε...
Να φύγει!
Να πάει πού όμως?
Σ' άλλη πόλη?
Σ' άλλη χώρα?
Και τι θα άλλαζε?
Αφού τον εαυτό της θα κουβαλούσε πάντα μαζί της, όπου και αν πήγαινε...
Μπαγκάζια άλλα δεν είχε πιά σ'αυτή τη ζωή...
Με τον εαυτό της έπρεπε να μάθει να ζεί, μ'αυτόν έπρεπε να συμφιλιωθεί...
"Οι δυό μας μείναμε", μονολόγησε καθώς άνοιγε την πόρτα του σπιτιού της... "κοίτα λοιπόν να συνηθίσεις"... "εμείς οι δύο πιά" ... "κανένας άλλος."
Μπήκε στο σπίτι, έβγαλε το παλτό της, μύρισε ακόμα μια φορά το άρωμά του, ξετυλίγοντας το κασκόλ από τον λαιμό της, και κλείδωσε πίσω της την πόρτα.
Κανέναν δεν περίμενε μέσα στη νύχτα, αλλα και ούτε σαν ξημέρωνε η αυριανή μέρα...
Έσβησε τα φώτα του κήπου, πήρε απο την κουζίνα ενα ποτήρι νερό και ανέβηκε στο δωμάτιό της να κοιμηθεί...
Είχε ήδη αρχίσει να ξημερώνει...

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΑΞΙΔΕΨΕ ΜΕ"...

Μαζί τους διαβάζαμε τους στίχους!
Και κάποιους απ' αυτούς, μετά, το βράδυ, κρυφά, τα σκάγαμε απο την κρυψώνα μας και με ενα σπρέϋ στο χέρι, τους γράφαμε στους τοίχους...
Και τρέχαμε μετά σαν τρελλοί να κρυφτούμε, πάλι πίσω, να μην μας δούνε οι άλλοι, να μην μας ανακαλύψουν αυτοί, όσο εμείς ανακαλύπταμε τα μυστικά των κορμιών μας, κάνοντας έρωτα ο ένας στον άλλον.
Και γελούσαμε, γελούσαμε από την ώρα που αρχίζαμε να φιλιόμαστε μέχρι την στιγμή του οργασμού μας.
Ενα ξέσπασμα γέλιου ήταν ο οργασμός μας. Ενα ποτάμι χαράς και αφέλειας παιδικής, ανεμελειάς και άγνοιας γι' αυτό που ερχόταν και μας περίμενε στη ζωή μας , γι'αυτό που μας περίμενε στη γωνία.
Σ'εκείνη τη γωνία που μας τσάκωσαν μιά νύχτα οι μπάτσοι, με το σπρέϋ στο χέρι να γράφουμε τους στίχους του Μπωντλαίρ, για το άπιαστο ταξίδι, στη χώρα της ηδονής και της ευδαιμονίας.
Εκείνο το βράδυ, δεν γελάσαμε οταν ήρθε η στιγμή του οργασμού.
Εγώ σε κοίταζα στα μάτια και σου ψιθύριζα "ταξίδεψέ με"..."ταξίδεψέ με"...
Και σύ, για πρώτη φορά είχες τα μάτια σου κλειστά και μόνο βογγούσες από ηδονή...
Εσύ, είχες φτάσει στη χώρα της ηδονής.
Είχες αφήσει πίσω σου την ευδαιμονία, είχες συμβιβαστεί με τη ζωή, είχες πάρει το εισιτήριο, χωρίς επιστροφή, το ΕΝΑ εισιτήριο...
Εμένα με είχες αφήσει πίσω...
Μοναχικά είναι από τότε τα ταξίδια μας...
Μόνοι μας ταξιδεύουμε έτσι και αλλοιώς, πάντα.
Μου το 'μαθε αργότερα η ζωή...
Ο καθένας τα μπαγκάζια του, το εισιτήριό του, την διαδρομή του.
Σε είδα πολλές φορές μέσα στα απέναντι βαγόνια, στις διαδρομές των τρένων μας.
Αντίθετοι πάντα οι προορισμοί μας.
Άλλοι οι συνοδοιπόροι μας.
Διαφορετικοί οι σταθμοί που αλλάζουμε τρένα...
Σήμερα, με το εισιτήριο στο χέρι, κάθισα ώρα πολλή στην αποβάθρα, περιμένοντάς σε στο επόμενο τρένο...
Σήμερα, που ήξερα από χτές οτι είχαν απεργία τα τρένα...

Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΩΡΑ"...

Τώρα,
Που με πόνεσες και σύ,
όσο σε πόνεσα και 'γώ,
τώρα που διαβάσαμε ο ένας τα γραφτά και την ψυχή του άλλου,
για τους "άλλους"...
Τώρα,
έλα να αγκαλιαστούμε
στο κρεβάτι.
Και να μείνουμε έτσι όλη τη νύχτα,
αγκαλιασμένοι
χωρίς να πούμε λέξη πιά καμμιά.
Μπάς και καταφέρουμε επιτέλους,
να βγάλουμε από πάνω μας
τα "άλλα" κορμιά
που πέρασαν από πάνω μας...

Τετάρτη 9 Φεβρουαρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΤΙ"...

Μια τόση δα, λεξούλα...
Δυό γράμματα όλα κι' ολα.
Απ' το τίποτα, μόνο το "τι".
Τον κοίταγε στα μάτια,
του χαμογελούσε και τίποτα αλλο δεν έλεγε...
παρά μόνο, "τί"...
Τί!
τι 'ναι;
τι νοιώθεις;
τι θέλεις;
τι ζητάς;
τι με κοιτάς;
τι με ρωτάς;
τι μου κρύβεις;

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ"...

"Σε φιλάω και νομίζω οτι είναι Άνοιξη", της είπε χαϊδεύοντας την απαλά στην κοιλιά ...
"Τον Μάρτη να φοβάσαι", του απάντησε εκείνη...
Και τον φίλησε τρυφερά ανάμεσα στα μάτια...
Μετά κουλουριάστηκε στην αγκαλιά του,
για να ξορκίσει το κρύο του Φλεβάρη που λυσσομανούσε έξω από το παράθυρό τους
και αποκοιμήθηκε .
Ετσι, εκεί,
γυμνή,
στην αγκαλιά του.

Πέμπτη 3 Φεβρουαρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ"...

Σου πήρε τόσα χρόνια,
"ποιητή"...
Για να καταλάβεις
πως υπάρχουν κάποια πράγματα
που λέγονται μόνο με τις σιωπές...
Τόσα χρόνια,
πάλευες μάταια με τις λέξεις
για να καταφέρεις να σιωπήσεις.
Ακου τώρα!
Αφουγκράσου.
Κοίτα μόνο,
Μή μιλάς!
Τώρα μιλάει επιτέλους
η σιωπή...

Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ"...

Oι Λέξεις πρώτα,
τα Μάτια ύστερα
μετά, τα Χείλια...
όλα ενα μεγάλο χαμόγελο.
Και τέλος,
το Άγγιγμα.
Ενός κορμιού που είχε ήδη παραδώσει τη ψυχή του....

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΠΕΛΠΙΣΙΑΣ Η ΕΛΠΙΔΑΣ"...

ΑΥΤΟΣ.-Είμαι δουλειά. Είμαι καλύτερα. Είμαι αγχωμένος. Είμαι άφραγκος. Είμαι καραφλός...

ΑΥΤΗ.-Και εγώ είμαι άφραγκη, απελπισμένη, χρωσταώ παντού, μου τηλεφωνούν οι τράπεζες, έχω μαλλιά αλλά δεν έχω λεφτά να πάω στο κομμωτήριο να τα βάψω... και είμαι σαν κακιά τρελλή γριά...
νοιώθεις λίγο καλύτερα τώρα?

ΑΥΤΟΣ.-Αυτό το τελευταίο μην το ξαναπείς!!!
ΌΧΙ ΒΕΒΑΙΑ!

ΑΥΤΗ.-δεν είπα τι δείχνω , είπα πως νοιώθω...

ΑΥΤΟΣ.-Δεν νοιώθω καλύτερα όταν οι φίλοι μου έχουν προβλήματα
Θέλω να τους βοηθήσω να τα ξεπεράσουν
Αλλά αισθάνομαι μια σιδερένια μπάλα δεμένη στο πόδι.

ΑΥΤΗ.-Ακούω όμως μουσική του Nicola Piovani και ο ήλιος που δύει στο παράθυρό μου, μπροστά στο γραφείο μου, μου φέρνει δάκρυα στα μάτια.
Και είναι δάκρυα σχεδόν ευτυχίας...

ΑΥΤΟΣ.-Μμμμμμμμμμμμ
Καλό αυτό.

ΑΥΤΗ.-Ναι! Γιατί μπορώ και το βλέπω αυτό,
και να το ζω...

ΑΥΤΟΣ.-Είναι μια θεωρία και αυτή...

ΑΥΤΗ.-Την μουσική και τον ήλιο.
Ναι, εχεις δίκιο. Δεν βοηθάει πολύ στη λύση των προβλημάτων,
αλλα ειναι ενα Γεγονός!

ΑΥΤΟΣ.-Εγώ φαντάζομαι τη θάλασσα και τη μουσική
Νοερά είμαι στο Ναύπλιο
και βλέπω το Μπούρτζι...

ΑΥΤΗ.-Αχ!...
ολα θα περάσουν... θα δείς,
ακόμα και μεις...

Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

ΣΚΟΡΠΙΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ. "ΠΙΣΤΕΥΩ"...

ΠΙΣΤΕΥΩ.
Εις ένα Θεό Πατέρα Παντοκράτορα...
Που σαν "γνήσιος" πατέρας κάποια από τα παιδιά του τα ευνοεί και άλλα τα αδικεί...
Και τα ρίχνει στα τάρταρα με τα σκατά...
Αλλά, τους υπόσχεται ότι αυτό είναι που τους κάνει να ξεχωρίζουν και να αντέχουν και να κερδίσουν στο τέλος, την Βασιλεία των Ουρανών...
"Ποιητής Ουρανού και Γης, ορατών τε πάντων και αοράτων"...
Και μερικά από τα παιδιά του, "τα βλέπουν "όλα" στην κυριολεξία, εδώ στη Γη, ενώ κάποια άλλα, βρίσκονται στον Ουρανό, και βλέπουν ροζ συννεφάκια...
ΠΙΣΤΕΥΩ.
Και στον Υιό του τον Μονογενή...
Αυτόν που "έζησε" στην Γη, μαζί με μας, τα "άλλα" του παιδιά, του Πατέρα μας, και που, μίλησε για την ταπεινοφροσύνη και την αγάπη και την αξιοπρέπεια, και την σεμνότητα, και χλευάστηκε, και τιμωρήθηκε γι'αυτό όπως όλοι μας, και στο τέλος πέθανε και για τα πιστεύω του και τώρα -έτσι λένε-, κάθεται "εκ δεξιών του Πατρός" αλλά που για να πω την αλήθεια, εγώ από τότε που έφυγε από 'δω, και "έριξε μαύρη πέτρα πίσω του"... δεν ξέρω ούτε που είναι ούτε και που κάθεται...
Και δεν μου έδωσε και κανένα σημάδι για το τι πραγματικά γίνεται στο τέλος...
Με άφησε με την απορία... και μερικές απελπισμένες ελπίδες...που απ' αυτές κρατιέμαι ακόμα για να μην την κάνω...
Και τέλος,
ΠΙΣΤΕΥΩ .
Και εις το Πνεύμα Το Άγιον...
Γιατί, αν δεν μπορούσα τουλάχιστον να σκέφτομαι, θα είχα λαλήσει...
Και τελικά, φαίνεται ότι από την Τριάδα, όλη τη δουλειά, μόνο αυτό την κάνει...
Και 'μεις, ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ, σαν μαλάκες....

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."ΚΟΚΚΙΝΟ ΦΑΝΑΡΙ."

Σταματημένη στο φανάρι
Στην κίνηση της Κηφισίας.
Αλλη μια μέρα χωρίς αποτέλεσμα,
ακόμα μια μέρα
σαν την χτεσινή
η μήπως χειρότερη;
Ανάβει το πράσινο μα κανείς δεν κουνιέται
όλα έχουν μείνει παγωμένα
στην ίδια θέση.
Πλησιάζεις το παραθυρό μου
με το χέρι σου
δειλά προτεταμένο.
Μην μου ζητάς ελεημοσύνη ρε φίλε,
μόνο απελπισία έχω πια
να σου δώσω...

Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."Η ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ."

‎"Ετσι μπήκε μέσα στη περίεργη μηχανή, στη μηχανή του Χρόνου.
Είχε ανέβει στη σκάλα και είχε σταθεί για λίγο στο ξύλινο κεφαλόσκαλο και για μια στιγμή δίστασε, μετά, πήρε βαθιά ανάσα, και γλίστρησε μέσα.
Στριμώχτηκε λιγάκι όπως κατέβαινε προς τα κάτω, ένοιωσε να αναποδογυρίζει κάποια στιγμή, μα δεν έδωσε σημασία, ήταν τόσο περίεργο όλο αυτό το ταξείδι της που δεν την ένοιαζε τίποτα.
Και όσο προχωρούσε πιο βαθιά, τόσο ο χρόνος άλλαζε μορφή και σημασία στο μυαλό της, και γινόταν ένα περίεργο μεθυστικό παιγνίδι, σαν να είχε ανέβει πάνω σε ένα γύρω-γύρω όλοι και από το πολύ στριφογύρισμα τώρα, ήταν ζαλισμένη και γελούσε...γελούσε με όλη της την ψυχή... γελούσε χωρίς να μπορεί να σταματήσει.
Και όλο και προχωρούσε πιο βαθιά μέσα στη μηχανή,και τώρα, άκουγε περίεργους θορύβους που μάλλον, από τα γρανάζια έπρεπε να ήταν, αλλά, δεν ήταν και σίγουρη, μπορεί και όλα να ήταν μέσα στο κεφάλι της, δεν μπορούσε πια να τους ξεχωρίσει.
Ηταν κάπως, σαν αεράκι του Ιουλίου, τα απογεύματα, λίγο πριν δύσει ο ήλιος, μια τέτοια αίσθηση της έδινε όλο αυτό,και της έφερνε στο νου τις μελωδίες από τα βαλσάκια που χορεύει κανείς σε τέτοιες περιπτώσεις, με τα ανάλαφρα φουστάνια να ανεμίζουν και να δροσίζουν τα ζεστά μας σώματα.
Και συνέχιζε να προχωράει μέσα στη μηχανή του Χρόνου, με αυτή την περίεργη ζαλάδα στο κεφάλι και την διάθεση για χορό, και ξαφνικά, κάπου σκάλωσε, για μια στιγμή μόνο, και έτσι κατάλαβε...
Όλα πια της ήταν ξεκάθαρα με μιας!
Ο Χρόνος, και ο Ήλιος, και το δροσερό αεράκι, και η Μουσική και τα απογεύματα του Ιουλίου, και τα πολύχρωμα φουστάνια με την δροσερή αίσθηση πάνω στα ηλιοκαμμένα κορμιά, και τα ζεσταμένα απο τον πόθο κα την λαχτάρα σώματα...
ΟΛΑ ήταν ΕΝΑ.
Σαν τη μυρωδιά του νυχτολούλουδου, στα θερινά σινεμά, που η ζωή μας, παίζεται σαν ταινία μικρού μήκους, με μεγάλη απροσδιόριστη διάρκεια...

Σάββατο 15 Ιανουαρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ."ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΦΗΝΑΚΙ."

Ήπιε την τελευταία γουλιά από το δυνατό ποτό που είχε μέσα το ποτήρι, και αναποδογυρίζοντας το, έδωσε σήμα στον μπάρμαν να βάλει ένα ακόμα.
Καθώς εκείνος, έπιανε το μπουκάλι για να γεμίσει το σφηνάκι ξανά, με την παγωμένη βότκα, αυτή, έβγαζε από το πακέτο της ένα πουράκι και περνώντας το από τα χείλη της για να το σαλιώσει με τη γλώσσα της, έκανε να πιάσει τον αναπτήρα της.
Εκείνος, άφησε το ποτό μπροστά της και της έτεινε με το άλλο χέρι, τη φλόγα του αναπτήρα του, προσεκτικά και σε κάποια απόσταση, για να μην την τρομάξει.
Βλέπεις, όση ώρα έγλειφε το πουράκι της, είχε τα μάτια της κλειστά, και απολάμβανε ηδονικά την τελετουργία ενώ παράλληλα, η δυνατή μουσική, την έκανε να λικνίζεται στο σκοπό της... πάνω στο ψηλό σκαμνί του μπαρ.
Ήταν και τα σφηνάκια που είχε ήδη πιει μέχρι τώρα, και που έκαναν το κεφάλι της να γυρίζει λιγάκι, τα μαλλιά της που γυάλιζαν στον περίεργο φωτισμό του χώρου, έμοιαζε λίγο με την Αλίκη,που είχε μόλις βγει από τον περίεργο κόσμο που έκρυβε το πηγάδι...
Ίσως γι'αυτό να της άρεσαν τα σφηνάκια σκέφτηκε ο μπάρμαν... μοιάζουν με τα μικροσκοπικά σερβίτσια τσαγιού του παραμυθιού.
Άνοιξε τα μάτια της και πλησίασε την φωτιά του νωχελικά και χωρίς βιασύνη. Έτεινε λίγο το χέρι της, άφησε το πουράκι να πάρει την πρώτη φλόγα και μετά το έβαλε στο στόμα της και τράβηξε μια δυνατή ρουφηξιά.
Κράτησε τον καπνό μέσα της, όσο άντεχε η ανάσα της και μετά, σηκώνοντας το κεφάλι προς τα πάνω, τον άφησε να βγει σε μικρά δαχτυλίδια...
Με το άλλο της χέρι, πήρε το σφηνάκι της, και ήπιε μια μικρή γουλιά.
Τότε πρόσεξε πως ακριβώς δίπλα στο ποτήρι της, υπήρχε ακόμα ένα, γεμάτο, κέρασμα από το μπαρ, και λίγο πιο μακρυά , από την άλλη μεριά του πάγκου, ο μπάρμαν είχε βάλει και αυτός ένα δικό του.
Άφησε το ποτήρι της κάτω, έπιασε το διπλανό το σήκωσε ελαφρά ψηλά σε ένδειξη ευχαριστίας και χωρίς δεύτερη κουβέντα το κατέβασε μονοκοπανιά και το άφησε ανάποδα στον πάγκο.
Τα κεράσματα τα πίνεις πάντα με την μιά.
Το ίδιο έκανε και εκείνος.
Η δυνατή μουσική είχε δώσει τη θέση της σε ένα αργό, σιγανό παραπονιάρικο μπλούζ, και η φλύαρη παρέα που καθόταν δίπλα της και μιλούσε δυνατά προσβάλλοντας το σόλο της κιθάρας, της έδινε στα νεύρα. Έκανε νόημα στον μπάρμαν να τους κεράσει κάτι για να σωπάσουν...
Εκείνος χαμογέλασε και πέρασε στα ποτήρια τους ένα δεύτερο γύρο για χάρη της.
Το πρόσωπό της ήταν τόσο χαμένο μέσα στη μουσική, που δεν ήθελε με τίποτα να την βγάλει από τον κόσμο της.
Την παρατηρούσε καθώς σιγόπινε ακόμα το δικό της σφηνάκι, πως απολάμβανε τις μικρές γουλιές από το ποτό, σχεδόν μόνο βρέχοντας κάθε φορά τα χείλη της, πως κράταγε τη γουλιά στο στόμα της και την κατάπινε σιγά, αργά για να νοιώσει το κάψιμο στο λαιμό της.
"οδηγείς;" την ρώτησε όταν εκείνη άνοιξε τα μάτια της πάλι... "γιατί, έχεις πιει αρκετά"...
εκείνη χαμογέλασε... "εγώ μπορεί να παραπατάω λιγάκι" του είπε,"αλλά το αυτοκίνητο πηγαίνει πάντα ίσια"...
"βάλε ακόμα ένα τελευταίο".
Εκείνος πήρε δυο καινούργια σφηνάκια από τον πάγκο, τα γέμισε, της έβαλε το ένα μπροστά της, και κράτησε το άλλο γι'αυτόν.
Η κοπέλα το κατέβασε μονομιάς, ήταν κέρασμα.
Ένοιωσε το κάψιμο στο λαιμό της , έμεινε για μια στιγμή, για να το απολαύσει και μετά σηκώθηκε και φόρεσε το παλτό της.
Τότε πρόσεξε πως εκείνος δεν είχε πιει το δικό του...
παραξενεύτηκε λίγο αλλά δεν έδωσε και πολλή σημασία. πλήρωσε και ετοιμάστηκε να φύγει.
"Στάσου! Περίμενε!"
Την πρόλαβε στη πόρτα. Κρατούσε το σφηνάκι στο χέρι του. Την πλησίασε, την κοίταξε στα μάτια, έβαλε το ποτό στο στόμα του και μετά, την αγκάλιασε και την φίλησε στο στόμα με πάθος.
Κατάπιε το φιλί του με τα μάτια κλειστά, άφησε τη βότκα να της κάψει πάλι το λαιμό,μόνο που τώρα της έκαιγε και την καρδιά... πέρασε τη γλώσσα της πάνω από τα χείλη της και τον κοίταξε ίσια στα μάτια.
"Ένα για τον δρόμο" της είπε χαμογελώντας της αυτός...
"να προσέχεις όταν οδηγείς"...
Πέρασε το χέρι του τρυφερά στα μαλλιά της, και όπως εκείνη απομακρυνόταν προς το αυτοκίνητό της, έκλεισε στην παλάμη του, το μικρό κορδελάκι που είχε ξεφύγει από τα μαλλιά της...

Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "ΜΙΑ ΧΑΜΕΝΗ ΥΠΟΘΕΣΗ"...

Στόλιζε τα μαλλιά της με φιογκάκια και τα χτένιζε προσεκτικά, έβαφε τα μάτια της, κοιταζόταν στον καθρέφτη.
Η μάνα της από την άλλη μεριά του δωματίου την κοιτούσε κλεφτά, για να μην δείξει οτι την παρακολουθούσε...
Ένοιωθε την λαχτάρα της όμως, σχεδόν άκουγε την καρδιά της να χτυπάει, και ας ήταν στην άλλη άκρη του δωματίου.
Το ήξερε το παιδί της, και ήταν και αυτή γυναίκα, είχε περάσει από αυτή τη θέση, ίσως και γι'αυτό, και τί δεν θά'δινε για να μη μπεί και η κόρη της μέσα σ' αυτό το παιχνίδι.
Δύσκολος χορός, άλλος να βαράει τα τύμπανα και σύ να χορεύεις...
Αλλά πως να της το πεί;
Και μήπως και να της τό 'λεγε θα άκουγε η μικρή; Ποιό κορίτσι ερωτευμένο ακούει αμα της λές οτι κάνει λάθος;
Σαν την είδε να απομακρύνεται από τον καθρέφτη και να έρχεται προς το μέρος της, έστρεψε βιαστικά το κεφάλι αλλού, δήθεν οτι δεν παρακολουθούσε, και όταν η μικρή της μίλησε γύρισε τάχα ξαφνιασμένη...
-Μαμά, πως σου φαίνομαι;
-Κούκλα είσαι μάτια μου... μιά νεραϊδα... μ' αρέσουν αυτά τα μεταξωτά κουρελάκια στα μαλλιά σου... σε κάνουν να μοιάζεις "παραμυθένια".
Είπε τη λέξη και σχεδόν τινάχτηκε σαν να την διαπέρασε ηλεκτρισμός.
Λες και άκουγε ακόμα την φωνή του, τόσα χρόνια μετά, να την κοιτάει, μ'αυτά τα μάτια τα γεμάτα χαμόγελο και να της ψιθυρίζει... "ενα κινούμενο παραμύθι είσαι τελικά"...
Θυμήθηκε την αγκαλιά του, ένοιωσε την ζέστα του στέρνου του, οταν τον ακουμπούσε και κούρνιαζε μέσα του, τον άκουσε να την ρωτάει και πάλι, "μικρό κορίτσι, είσαι καλά;" και 'κείνη να μην μπορεί , να μην ξέρει τι να πεί.
Ναι. Ηταν καλά γιατί την είχε αγκαλιά, και Οχι, δεν ήταν καλά, γιατί ήξερε πως σε λίγο θα έφευγε, και ποιός ξέρει πότε και αν θα τον ξανάβλεπε έτσι.
Ηταν καλά εκείνη τη στιγμή, γιατί ήταν το παραμύθι του, αλλα σε λίγες ώρες θα διάβαζε άλλα παραμύθια, που μπορεί να μην ήταν έτσι όπως αυτή, αλλα τι την ένοιαζε αυτό;
Εκείνη δεν θα τα άκουγε, εκείνη θα ήταν μόνη της στο σπίτι και αυτός θα ήταν αλλού.
Την πρώτη φορά που είχε δεί την κόρη της να ετοιμάζεται για να πάει στη δουλειά της, ένοιωσε σαν κάποιος να την είχε χαστουκίσει.
Είδε στις κινήσεις της το τρεμούλιασμα του χεριού στο ποιό ρούχο να διαλέξει, τον δισταγμό στο πως να συνδιάσει τα ρούχα, τα παπούτσια , τα εσώρουχα... και κατάλαβε.
Αδιάφορα την ρώτησε αν ήταν νέοι οι συνεργάτες της, αν ήταν ευχάριστο το κλίμα της δουλειάς, αν αυτό, αν εκείνο... ποιός ήταν παντρεμένος, ποιός ελεύθερος, με ποιούς έκανε πιο πολύ παρέα, με ποιους ταίριαζε...
Μετά δεν συνέχισε, ευχήθηκε μόνο να μην ήταν αυτό που φοβόταν.
Τώρα, οπως έβλεπε την κόρη της να ετοιμάζεται, θυμόταν την λαχτάρα με την οποία εκείνη περίμενε το τηλεφώνημά του, που δεν έρχόταν ποτέ, τα αναπάντητα μηνύματά της που είχαν μείνει για χρόνια στη μνήμη του κινητού της, και μετά χαράχτηκαν στη μνήμη της, πάντα χωρίς απάντηση, το πόσο άρρωστη γύριζε σπίτι της μετά απο κάθε συνάντησή τους, όταν συνειδητοποιούσε πόσο ερωτευμένη ήταν μαζί του και πόσο "αδύνατος" ήταν αυτός ο έρωτας...
Είχε προσπαθήσει με κάθε τρόπο να κρατηθεί μακρυά του.
Είχε βάλει άλλους άντρες ανάμεσά τους, που μόνη της τους έβαζε και μόνη της τους έδιωχνε μετά,αμέσως σχεδόν...
-Ξέρεις σε τι πάμε να μπλέξουμε; της είχε πεί οταν την πρωτοφίλησε...
-Εγώ ξέρω, του είχε τότε αντιγυρίσει εκείνη. Εσύ φοβάμαι πως δεν ξέρεις...
Τελικά κανένας από τους δυό τους δεν ήξερε...
Κανένας δεν είχε καταλάβει...
Κάποτε, η επαγγελματική συνεργασία τους τελείωσε.
Τα τελευταία χρόνια, προτιμούσε να στέλνει κάποιον άλλον αντί γι'αυτήν, οταν χρειαζόταν.
-Φεύγω μαμά... η φωνή της κόρης της την ξανάφερε πίσω στην πραγματικότητα...
-Μπορεί να αργήσω το βράδυ...
Χαμογέλασε και την φίλησε απαλά...
-Ν'αργήσεις μάτια μου, να περάσεις καλά, να μην σκεφτείς τίποτα, να το ζήσεις μέχρι όπου πάει, είπε από μέσα της...
Ετσι κι'αλλοιώς, θα πονέσεις στο τέλος...

Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Η ΑΦΙΞΗ"...

Εκείνος στο σπίτι του,θα πρέπει να κοιμόταν ήδη.
Και αυτή, στο δικό της κρεβάτι ξαπλωμένη, στη μισή πλευρά, δυό φορές είχαν κοιμηθεί όλες και όλες μαζί, και ήδη ξάπλωνε πιά στην μισή πλευρά του κρεβατιού, προσπαθώντας να διαβάσει ενα βιβλίο.
"Δεν κάνει"! Έλεγε και ξανά 'λεγε στον εαυτό της και προσπαθούσε να μην βουρκώσει.
"Δεν κάνει", "δεν πρέπει"!
Αν έρθει, αν μείνει, θα τον ερωτευτώ...
Τρείς φορές την είχε ρωτήσει πρίν στο τηλέφωνο αν ήθελε να έρθει, και αυτή, δεν του είχε πεί "οχι", αλλά δεν του είχε πεί και "ναί".
"Κοιμήσου να ξεκουραστείς, καλύτερα", του είχε πεί...
Και τώρα μόνη της στο σπίτι, τόν ήθελε και δεν τον ήθελε ταυτόχρονα.
Τον ήθελε στην αγκαλιά της, να την κρατήσει σφιχτά πάνω του, να της χαϊδεύει την πλάτη και να της φιλάει τον λαιμό, όλο το βράδυ, να κοιμηθούνε μαζί, να ξυπνήσουν μαζί το πρωί.
Πως θα ήταν άραγε το πρωί, οταν ξυπνούσε;
Και μετά έλεγε, "όχι"! "Δεν κάνει"!
Το ήξερε πως ήταν λάθος!
Το έβλεπε να έρχεται, και ήξερε τον εαυτό της.
Οταν τελείωνε, θα πονούσε πολύ. Πάλι!
Και ας έλεγε "Ζήσε την στιγμή"! "Ζήσε για τη στιγμή"...
Μετά τη "στιγμή", τι θα έκανε; Πως θα άντεχε πάλι να το περάσει;
Και έτσι, δεν την άφηνε τη "στιγμή" να πλησιάσει καθόλου...
Ξαναγύρισε στο βιβλίο της.
Κράταγε σημειώσεις, άκουγε στο ραδιόφωνο τραγούδια, βούρκωνε.
Σταματούσε για λίγο, τον σκεφτόταν. "Τι να κάνει τώρα;" αναρωτιόταν.
"Τώρα θά 'ρθει" έλεγε μέσα της!
"Θά 'ρθει και θα χτυπήσει το κουδούνι ξαφνικά, μέσα στη νύχτα"!
Μιά ζωή,
ενα ξαφνικό κουδούνισμα μιάς εξώπορτας περίμενε...
Μιαν άφιξη που ποτέ δεν ήρθε.
Που ποτέ δεν επρόκειτο να έρθει.
Αφού, η ίδια, μόνη της δεν της το επέτρεπε, να φτάσει...
Και αφού,
το κουδούνι της εξώπορτας ήταν χρόνια χαλασμένο και ποτέ δεν το είχε φτιάξει...

Τετάρτη 5 Ιανουαρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "Πως να σου πω"...

Πώς να σου πώ,
Τι να σου πώ...
Με κοιτάς μ'αυτά τα μάτια τα γεμάτα όνειρα,
που μέσα τους έχουν όλο το κουράγιο και τη διάθεση ν'αλλάξουν τη ζωή.
Πού, δακρύζουν και στενοχωριούνται στην αδικία.
Πού, μου γελάνε και με ανεβάζουν στον ουρανό...
Πού, νυστάζουν για ενα λεπτό, και μετά απο λίγο είναι ορθάνοιχτα πάλι να μη μπορούν να χορτάσουν τις "στιγμές"...
Πως να σου το πω μάτια μου!
Η ζωή είναι δύσκολη και σκληρή...
Και σου αφήνει χαρακιές βαθειές που δεν φαίνονται πάντα, αλλα πονάνε συνεχώς...
Αχ! κι' αυτή η μικρή στεναχώρια της αποψινής σου νύχτας, μοιάζει με χάδι μπροστά σε άλλες που μπορεί να έρθουν αργότερα...
Και που, ούτε να στην πάρω εγώ για να μην τη νοιώσεις μπορώ, ούτε να στην πω πιό πριν...
Πρέπει μόνος σου να τη μάθεις, μόνος σου να την πονέσεις...

Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ. "3, ΤΟΥ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΥ ΧΡΟΝΟΥ"...

Πέρασε σχεδόν και η "3" του μήνα!
Του Γενάρη του 2011, του καινούργιου χρόνου.
Που μπήκε πάλι με χιλιάδες υποσχέσεις και ευχές, και επιθυμίες για να κάνουμε αυτό και εκείνο,και να μην κάνουμε τα άλλο...
Καινούργια λάθη μας περιμένουν... ας μην ξανακάνουμε τουλάχιστον τα ίδια τα παλιά...
Καλύτερο αύριο ευχόμαστε, να ξεχάσουμε οσο πιο γρήγορα το άσχημο χτές, ας πετάξουμε μαζί και μερικά καλά του, δεν βαρυέσαι στην πορεία θα τα ξαναβρούμε, θα τα αναζητήσουμε, θα τα ξαναβάλουμε στην ζωή μας.
Έτσι γίνεται πάντα.
Τα διώχνουμε όλα ξαφνικά, σε μια στιγμή, και μετά αρχίζουμε να τα σκεφτόμαστε, να τα αποζητάμε και να τα ξαναβάζουμε πίσω στη θέση τους, στο ράφι του παρελθόντος μας μαζί με τις "στιγμές" που έχουμε μέχρι τώρα ζήσει στη ζωή μας.
Στις πρώτες δύο μέρες του, του καινούργιου χρόνου, προλάβαμε κιόλας να ζήσουμε μερικές "στιγμές".
Τις τοποθετήσαμε στο κουτί των αναμνήσεων του 2011, κάτω κάτω, πρώτες από όλες ήδη, και προχωράμε, μαζεύοντας την "σοδειά" μας, λίγο λίγο, ως τον επόμενο Δεκέμβρη.
Κανένας δεν μπορεί να ξέρει πόσο θα γεμίσει φέτος το κουτί, ούτε πόσο "βαρύ" θα είναι τελικά...
Μόνο να ευχόμαστε μπορούμε.
Να ξεχειλίσει, και να είναι ελαφρύ και γλυκό σαν το "μαλλί της γριάς"...